Λουκούμια και κερδοσκοπία
Ο Γ. Κ. ξενιτεμένος από παιδί σχεδόν, αποφάσισε να περάσει τα χρόνια της ωριμότητάς του στο χωριό μας, που ήταν και κείνο της γυναίκας του. Ρύθμισε τη ζωή του έτσι που να ’χει την ηρεμία του χωριού, χωρίς τις μιζέριες του. Στο μεταπολεμικό χωριό των μύριων τόσων ελλείψεων, εκείνος είχε το καλύτερο ψάρι κλπ. παράλληλα με το μοναδικό ψυγείο προς συντήρηση τους. Ένα μόνο μειονέκτημα, της απομόνωσης του, δεν κατάφερε να προσπεράσει, την παντελή έλλειψη παρέας.. ανθρώπων που να ‘χουν ανάλογα με εκείνον ενδιαφέροντα .
Ένας κουμπάρος του τελικά με την ίδια περίπου ηλικία, βρέθηκε πρόθυμος να παίζει μαζί του χαρτιά στο καφενείο και να ‘σκοτώνουν’ την ώρα τους, μέχρι το μεσημέρι. Ένα λουκούμι ήταν όλο κι όλο το κέρδος του νικητή.
-Ακριβά το ‘χεις το λουκούμι, παρατηρεί στον καφετζή του Πλάτανου Κ. Α, αφορμή μάλλον για κουβέντα που θα έτρωγε κάποιο χρόνο από την πλήξη του.
Ο καφές καλά είναι στη μιάμισυ δραχμή, θέλει και κόπο και τέχνη για να γίνει, αλλά το λουκούμι που δε θέλει τίποτα, ενώ η αγορά του κοστίζει λιγότερο από μισή δραχμή…Αλήθεια πόσο σου κοστίζει η αγορά του; Ο καφετζής που ευχαριστιέται να τον πικάρει απαντά.. πως για εκείνον που τα λουκούμια τα αγοράζει μαζωμένα και απ’ ευθείας από την πηγή, το κόστος είναι δεν είναι ούτε μια δεκάρα το ένα!
Ο Γ. Κ. χαίρεται που τον πιάνει να κερδοσκοπεί και… – Ξέρεις πόσο τοις εκατό κερδίζεις;
– Όχι, λέει ο καφετζής, από αριθμητική δεν ξέρω.
– Χίλια πεντακόσια τοις εκατό, λέει θριαμβολογώντας, ενώ δικαιούσαι μόνο… Ο καφετζής σηκώνει του ώμους του και πετά το τελευταίο του καρφί.
– Είναι όμως και το νερό, το λογάριασες αυτό;