Από την Κατερίνα Γεωργή

Ένα γατάκι που παρ’ όλο ξενόφερτο, διεκδικούσε επί ίσοις όροις το φαγητό του, μεταξύ των παλιών και μεγαλύτερων ενοίκων της πυλωτής.

Και αυτό το διαπίστωσα ιδίοις όμμασι όταν κατέβηκα να το ταΐσω με κάτι ιδιαίτερο που είχα, νομίζοντας ότι θα ήταν «ριγμένο» από τις αρχαιότερες στην ιεραρχία.

Τσαούσα το γατούλι, θηλικό ήταν. Κρατούσε με νύχια και δόντια το φαγητό μουγκρίζοντας συγχρόνως στις άλλες, οι οποίες και δεν το πλησίαζαν.

Και περνούσαν οι μέρες ώσπου ήρθαν επίσκεψη η κόρη μου με τον γαμπρό μου μια μέρα να μου ευχηθούν εκ του σύνεγγυς για την γιορτή μου και να μου δώσουν το δώρο μου, είδαν το γατάκι, το ερωτεύτηκαν έτσι πανέμορφο και φιλικό που ήταν και το πήραν στο σπίτι τους. Πήρα εγώ το δώρο μου πήραν και αυτοί το δικό τους, και μάλιστα πολύ καλύτερο.

Το γατάκι δε, ήταν φιλικό γιατί ήταν από σπίτι όπως μάθαμε μετά από λίγο καιρό.

Ο νονός ενός πιτσιρικά της πολυκατοικίας τού το έφερε σαν δώρο στην δική του γιορτή, Δημήτρη τον έλεγαν, αλλά η μάνα του δεν το ήθελε και το κατέβασαν κάτω στην πυλωτή με τις άλλες γάτες.

Πιθανόν αν το ξέραμε να μην το έπαιρναν τα παιδιά μου αλλά φαίνεται ότι ήταν της τύχης του γραφτό, και της τύχης τους, γιατί το λάτρεψαν και το έκαναν ισότιμο μέλος της οικογένειας τους για να μην πω ότι το είχαν σε λίγο υψηλότερο επίπεδο από τους εαυτούς τους. Σαν παιδί τους.

Το βάφτισαν Σεραφίνα από τον γάτο των κόμικς, το στειρώσανε, και περνούσε ζωή και κότα με τα ειδικά φαγητά της, τα καλαθάκια και μαξιλαράκια της, τις ξύστρες για τα νύχια, τα ψεύτικα δεντρόσπιτά της, τα παιχνίδια και όλα τα αξεσουάρ μιας αξιοπρεπούς και ευτυχισμένης γατούλας.

Εξελίχθηκε δε σε μια πανέμορφη τεράστια γάτα η Σεραφί, όπως την έλεγε χαϊδευτικά η κόρη μου, επί το γαλλικότερον.

Και ήρθε το καλοκαίρι και τα παιδιά θα κατέβαιναν για διακοπές στην Μυτιλήνη στα Βατερά, σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου μια και σπίτι δεν είχαμε παραθαλασσίως, και η γάτα; Έλα μου ντε; Και η λύσις πού αλλού;

Στην μανούλα στο σπίτι του χωριού. Στην μανούλα που στα σίγουρα δεν θα έλεγε όχι.

Και την φέραν την Σεραφίνα και την πάρκαραν και αναχώρησαν.

Η οποία γατούλα ως περίεργο όν από φύση της, μην ξεχνάμε την παροιμία η περιέργεια σκότωσε την γάτα, αφού εξερεύνησε όλο το σπίτι βγήκε στον κήπο, ανέβηκε στα δέντρα και στα κεραμίδια της αποθήκης και του αιθρίου και σιγά σιγά επέκτεινε τους ορίζοντες της και σε γειτονικά σπίτια.

Και μολονότι ανησυχούσα λίγο, με το αν θα βρει τον δρόμο της επιστροφής, διαπίστωσα ότι ήταν σταθερή στις ώρες του φαγητού. Πάντα επέστρεφε για το ραντεβού της με την τροφή.

Πολλά πολλά δεν ήθελε μαζί μου, ούτε αγκαλιές ούτε χάδια, αλλά η συμβίωση σε γενικές γραμμές ήταν αρμονική μεταξύ μας.

Και πέρασε το πρώτο καλοκαίρι και ξαναήρθαν μόνοι τους το Πάσχα και έμαθε καλά τα κατατόπια όλα το Σεραφινάκι και ούτε γάτα ούτε ζημιά που λένε, και το επόμενο θέρος να μας πάλι με το ίδιο πρόγραμμα.

Τα παιδιά παραλία και η γάτα μαζί μας στο χωριό.

Τόση εμπιστοσύνη και άνεση είχαμε αποκτήσει πια, που αφήναμε μισάνοιχτη την πόρτα της κουζίνας για να μπαινοβγαίνει ενόσω θα λείπαμε από το σπίτι για διάφορες δραστηριότητες, ακόμη και βράδυ.

Μια από αυτές τις δραστηριότητες μου εκείνη την χρονιά, μέσα σε όλα τα άλλα, ήταν και οι εντατικές πρόβες για μία παράσταση θεατρικού έργου, με την θεατρική ομάδα του συλλόγου Πολυχνιατών Αθήνας.

Το έργο το είχαμε ανεβάσει πριν από καιρό στην πρωτεύουσα και θα δίναμε και παράσταση στον Πολιχνίτο.

Κυριακή ήταν η παράσταση στις δεκαέξι Αυγούστου που όλα τα μέλη μας ήταν ακόμα κάτω για διακοπές.

Μαζί και τα παιδιά μου που θα έφευγαν στις δεκαοκτώ με την γάτα για Αθήνα.

Και ξημερώνει η μέρα της «πρεμιέρας» όλο άγχος και αγωνία εγώ για την επιτυχία του εγχειρήματος, και το μεσημέρι και το απόγευμα πουθενά η γάτα. Δεν επέστρεψε από την βόλτα της. Άφαντη. Ούτε για φαΐ!

Να την φωνάζω γυρνώντας σε όλη την γειτονιά και τίποτα.

Να πρέπει να ετοιμαστώ να φύγω, να χρονοτριβώ ψάχνοντας, και να ανεβάσω και μια πίεση στο εικοσιένα. Το κεφάλι μου καζάνι, οι αρτηρίες και οι φλέβες μου να παίζουν ταμπούρλο, άσε που έπρεπε να κάνω και επανάληψη για να θυμάμαι και τα λόγια του ρόλου τα οποία από την αγωνία είχαν χαθεί από την μνήμη μου.

Το θεατρικό παρεπιπτόντως ήταν κωμωδία, για το έργο λέω, και δεν συμβάδιζε με αυτό που παιζόταν στο σπίτι το οποίο ήταν ένα δράμα με πρωταγωνίστρια εμένα σε ρόλο τουλάχιστον Εκάβης, και βάλε. Είχα βγει εντελώς από το κλίμα της παράστασης.

Με τα πολλά για να μην τα πολυλογώ ειδοποιώ τα παιδιά τα οποία ήρθαν αμέσως και άρχισαν και αυτά να ψάχνουν και συγχρόνως να με παρηγορούν, αλλά για μένα ο πόνος αβάσταχτος. Να χάσω το γατούλι δυο μέρες πριν να φύγουν;

Πού μπορεί να πήγε αυτή που ήταν κυρία στο ραντεβού της με το φαγητό;

Κάτι τραγικό πρέπει να της συνέβηκε.

Της συνέβηκε δεν της συνέβηκε έπρεπε όμως να φύγω για Πολιχνίτο και να ανέβω στο σανίδι.

Και ως άλλος «γέλα παλιάτσο» πήγα στο θέατρο, και να κλαίω στα παρασκήνια, να σκουπίζω τα δάκρυα μου και να βγαίνω σαν να μην συνέβαινε τίποτα στην σκηνή, και η ψυχή μου και η σκέψη μου να είναι στο χωριό και στο τι μπορούσε να είχε συμβεί στο ζωάκι.

Πως έβγαλα την παράσταση ούτε που το κατάλαβα ούτε πως το άντεξα.

Όλοι μέσα στην καλή χαρά και εγώ μέσα στην μαυρίλα.

Όλη την νύχτα δυστυχής εγώ, παρ’ όλη την επιτυχία του έργου τα μπράβο και την είσπραξη χειροκροτημάτων.

Κάθε τόσο κατέβαινα στο ισόγειο και κοίταζα μήπως επέστρεψε το απολωλός πρόβατο αλλά εις μάτην. Πουθενά ίχνος της.

Την επομένη όμως, το απόγευμα πια, να σου την η καλή σου σεινάμενη και κουνάμενη, έκανε την εμφάνιση της σαν να μην συνέβαινε τίποτα και έπεσε σαν τρελή στο φαγητό.

Και την έχωσα στο δωμάτιο και έκλεισα πόρτες και παράθυρα που λέει ο λόγος, μην την ξανακοπανήσει, και ποτέ βέβαια δεν μάθαμε πού τσιλιμπούρδιζε το παλιόπαιδο αφού δεν ήταν δυνατόν να την ανακρίνουμε και να ομολογήσει.

Μόνο την άλλη μέρα αφού ενημερώθηκαν περί της επιστροφής της, την παρέλαβαν οι «γονείς» της μετά βαΐων και κλάδων και όλης της οικοσκευής της, και πήγαν στην ευχή του Θεού και με τις δικές μας ευχές, αφήνοντας μας στην ησυχία μας, τρόπος του λέγειν βέβαια, προσκαίρως, γιατί εμείς την περιπέτεια την τραβάμε σαν μαγνήτη και μας έμελλαν άλλα χειρότερα την επόμενη χρονιά με άλλους πρωταγωνιστές, του ζωικού βασιλείου πάλι.

Την άλλη χρονιά το 2010 ήταν, πάλι προπορευτήκαμε εμείς και τον Αύγουστο, παιδιά και Σεραφίνα στην Μυτιλήνη, με το ίδιο ακριβώς πρόγραμμα.

Εμείς τα «ζώα» στο χωριό και οι άλλοι στα Βατερά.

Ευτυχώς, με λίγο φόβο, αλλά και ξεσπασμένες χολές πλέον όπως και να το κάνουμε, συμβιώναμε μια χαρά πάλι με την Σεραφί.

Παραμονή της Παναγίας μαύρα μεσάνυχτα με παίρνει η κόρη μου κλαίγοντας, με κατατρόμαξε κιόλας το παλιόπαιδο, να με ενημερώσει ότι βρήκε στο μαγαζί του Γιώτη πηγαίνοντας προς τις τουαλέτες ένα νεογέννητο γατάκι που όπως πληροφορήθηκε κάποιος το είχε πετάξει την προηγούμενη, γεμάτο ψύλλους, πως ο Δημήτρης πήρε φάρμακο και το ράντισε αλλά δεν θέλει να το πάρουν μαζί τους, και με παρακαλεί θερμά να το πάρω εγώ να το μεγαλώσω λίγο και να το αφήσω μετά έστω, στο χωριό, γιατί τώρα σίγουρα θα ψοφήσει, και δεν μπορεί να το αντέξει αυτό, και τι θα κάνει η καημένη, και όλα αυτά απνευστί.

Να έχω προς το παρόν την γάτα τους και να πάρω και ένα νεογέννητο γατί που θέλει μεγάλη φροντίδα και πως θα συμβιώσουμε όλοι μαζί;

Αλλά αφ’ ενός γιατί έχω μεγάλη καρδιά, όχι πως θέλω να το παινευτώ αλλά από μένα πήρε η κόρη μου, και γιατί επί τω λαϊκότερον τα θέλει ο κώλος μου, και γιατί λυπήθηκα το πακέτο, γατί και κόρη, είπα το ναι και να σου πάλι μωρομάνα η δική σου.

Και μου φέραν ένα μίζερο πλάσμα που βρωμούσε κιόλας μέσα σε ένα πανεράκι για ψωμί παρμένο από του Γιώτη, ένα πλάσμα που δεν ήξερε καν να φάει με την γλωσσίτσα του αλλά βουτούσε την μούρη του στο γάλα και πνιγόταν, εδώ που τα λέμε και ολόκληρο βουτούσε στο πιατάκι και γινόταν «μπαντανάς», και άντε να τα βγάλεις πέρα.

Και να ‘χω και τον γαμπρό μου με την απορία, πως πενήντα τουλάχιστον άτομα πήγαν εκείνη την νύχτα για κατούρημα στις τουαλέτες του μαγαζιού και μόνο το δικό μας το κορίτσι άκουσε το σπαρακτικό, κατά δική της μαρτυρία, κλάμα του γατιού.

Και μπάνιο το κάναμε μπας και ξεβρωμίσει, και με το δάκτυλο με τις ώρες τού στάζαμε στο στόμα γάλα, αφού ούτε σύριγγα δεν είχαμε εκείνες τις ώρες, και του έφτιαξα μέσα στο σκαφίδι της μάνας μου στρωματάκι με κουβερτούλα και το έβαλα στο κατώνι προσωρινά, γιατί δεν γνωρίζαμε προθέσεις Σεραφίνας, μέχρι να ξημερώσει με το καλό να δούμε τι θα κάνουμε.

Και πέρασαν τα μαύρα μεσάνυχτα που είχαμε τις δραματικές καινούργιες αφίξεις, σχεδόν πρωινές ώρες ξεμπερδέψαμε, και πήγαμε επιτέλους για ύπνο.

Ξυπνάω το άλλο πρωί τακτοποιώντας γρήγορα γρήγορα την μεγάλη γάτα, την απομονώνω στο δωμάτιο, και πάω στο κατώνι να ταίσω και να βγάλω το γατούλι από τα σκοτάδια και το σκαφίδι να κάνει και καμιά βόλτα στην αυλή και, πουθενά γατούλι.

Το χθεσινό μισοπεθαμένο πλάσμα είχε σκαλώσει στο ξύλο είχε βγει και είχε κρυφτεί πίσω από τις λάντζες και τις φτήνες και άντε να το βρεις.

Σε τι γλώσσα να του μιλήσεις; Να στεναχωριέμαι από την μια μεριά μήπως έμπλεξε πουθενά, εκεί στον λαβύρινθο των τόσων πραγμάτων, και από την άλλη, από μέσα μου βέβαια, έβριζα θεούς και δαίμονες, την κόρη μου και τον εαυτό μου, που άλλη δουλειά δεν είχα μέρα που ήτανε, της Παναγίας αν το ξαχάσατε, να ψάχνω μέσα στις αράχνες κάτω από κιούπια και παχνιώτες για το σκατόγατο.

Και ξαφνικά από σημείο που δεν το περίμενα εμφανίστηκε παραπαίοντας αλλά με έντονα νιαουρίσματα μάλλον εις ένδειξη πείνας ο εξερευνητής μας, και τα ξέχασα αμέσως όλα και το πήρα αγκαλιά να πάμε να το ταΐσω.

Από όρεξη για ζωή όπως απεδείχθει και φαΐ άλλο τίποτα. Ζωηρότατο.

Πέρασαν δυο τρεις μέρες με το ίδιο πρόγραμμα, το μόνο που αλλάξαμε ήταν η σουίτα του, δηλαδή το τοποθέτησα σε μεγάλο χαρτόκουτο καταργώντας το σκαφίδι για να μην την «κοπανάει» στο χάος του κατωνιού, και τα παιδιά μου έφυγαν με το καλό μαζί με την γάτα τους για Αθήνα.

Και μετακόμισε το μικρό από την αποθήκη στο σπίτι και έμαθε σιγά σιγά να τρώει μόνο του και όλα καλά, πλην του ότι άρχισε λίγο να μαδάει.

Του έπεφταν οι τριχούλες του που δεν ήταν και πάρα πολλές και σιγά σιγά έμοιαζε σαν λαδωμένος ποντικός που δεν είχα δει βέβαια ποτέ, μόνο σαν έκφραση το ήξερα, αλλά έτσι κάπως τον φανταζόμουν.

Το χειρότερο όμως ήταν οι φωτογραφίες που έστειλε η κόρη μου με το κινητό της, του στέρνου της, με κάποιες πληγές, και άλλες τραγικές και πολύ φοβιστικές από το Ίντερνετ, ανθρώπων που είχαν κολλήσει μύκητες από μικρά νεογέννητα γατιά.

Εν τω μεταξύ και εγώ είχα δυο πληγούλες στο ένα χέρι και ο άντρας μου μια, μικρές όμως που τις είχαμε αγνοήσει νομίζοντας ότι κάπου γδαρθήκαμε.

Και άρχισε ο γολγοθάς μας.

Να παραγγείλουμε φάρμακα αντιμυκητικά που έπρεπε όλοι να πάρουμε, και το γατί, για δεκαπέντε μέρες και με διακοπή μιας εβδομάδας άλλες τόσες, συν του ότι έπρεπε να πλύνω όλα τα ρούχα που ακούμπησε, βασικά όλο το σπίτι, γιατί οι μύκητες ζουν ένα χρόνο όπως πληροφορηθήκαμε, γηράσκω αεί διδασκόμενος, και να μην το ακουμπάμε με γυμνά μέρη του κορμιού μας.

Μια ζωή με γατιά μεγαλώσαμε αλλά φαίνεται ότι ήταν λίγο ξεπεταμένα από την μάνα τους ή σταθήκαμε τυχεροί, ή η τύχη μου τό ‘χει να τραβώ την ταλαιπωρία.

Λαχείο και κλήρωσε σε μένα.

Και ξεσήκωσα όλο το σπίτι να τα πλύνω όλα, από χράμια και κουρελούδες μέχρι μαξιλάρια και καναπελίκια, και το απομόνωσα σε ένα δωμάτιο, άπλωσα και ένα τεράστιο πλαστικό σαν αυτά που στρώνουν οι βαφείς και οικοδόμοι, και έμπαινα μέσα με στολή και γάντια για να το περιποιηθώ, να του κάνω μπάνιο, να το πασαλείψω με μπεταντίν και αλοιφές, να του δίνω φάρμακο από το στόμα και να το ταΐζω.

Κάτι σαν θάλαμο αρνητικής πίεσης σε νοσοκομείο το κάναμε το δωμάτιο και εγώ ο θεράπων ιατρός και φύλακας άγγελος.

Να μην τα πολυλογώ πέρασε ο καιρός και αρχίσαμε σιγά σιγά να συνερχόμαστε, να μεγαλώνουμε και να βγάζουμε καινούργιο τρίχωμα, το οποίο τρίχωμα ήταν πλέον πλούσιο και μακρύ, πανέμορφοι με λίγα λόγια γίναμε.

Η δε φίλη μου Ιωάννα που μας είδε μετά από καιρό γύρισε και μου είπε: Μπράβο βρε Κατερίνα τυχερό το γατούλι, σώσατε μια ψυχούλα.

Και από το ελληνικό, ψυχή, και το αγγλικό lucky, που σημαίνει τυχερό προέκυψε το όνομα αυτού.

Ψυχουλάκι με ύψιλον το ψυ, και όχι με γιώτα που σημαίνει κάτι πολύ μικρό σαν ψίχουλο.

Και γράφτηκε στο βιβλιάριο του σαν βαφτιστικό και όσο ήταν μικρό το γατί μια χαρά όλα, του πήγαινε.

Όταν όμως μεγάλωσε και έγινε ένας τεράστιος μακρύτριχος γάταρος όλοι γελούσαν όταν άκουγαν το όνομα του νομίζοντας ότι τον φωνάζουμε Ψιχουλάκι για πλάκα, κατ’ ευφημισμό, και άντε να τους εξηγείς.

Παρασύρθηκα όμως με το όνομα και δεν συνέχισα την ιστορία μας.

Η παρέα μας στην Μυτιλήνη απαρτιζόμενη από συνταξιούχους σαν και εμάς, το συζητούσαμε από καιρό για μια κάποια ποικιλία στο πρόγραμμα μια και είχαμε σταματήσει και τα μπάνια, και τελικά αποφασίσαμε, ερήμην μου αποφάσισαν για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, να πάμε οργανωμένα με πρακτορείο εκδρομή στην Καππαδοκία εκείνες τις μαύρες και δύσκολες για μένα μέρες.

Εγώ, από τη στιγμή που μου ανακοινώθηκε ότι η απόφαση σχεδόν ελήφθη το σκεφτόμουν αν έπρεπε να πάω τόσο μακρυά και για τόσες μέρες γιατί είχα πρόβλημα με την μέση μου, πόσο μάλλον τώρα που μου προέκυψε και η θεραπεία του γατιού που ήταν πρώτη και σημαντική προτεραιότητα για μένα.

Πάνω από όλα το καθήκον.

Διότι σε ποιον θα άφηνα το μικρό και σε ανάρρωση γατούλι μετά από όσα περάσαμε παρεούλα; Ποιος θα του έδινε τα φάρμακά του;

Και έφυγε όλη η παρέα συν τον αντρούλη μου που ούτε για τα μάτια δεν είπε να μείνει μαζί μου για συμπαράσταση έστω στο δύσκολο έργο μου, γιατί μεταξύ μας ουσιαστική βοήθεια δεν έδινε, και έμεινα μόνη εγώ στο χωριό αρχές Οκτώβρη με ένα παλιόκαιρο με κρύο, βροχή και υγρασία, άλλο πράγμα.

Να σου τρυπά τα κόκκαλα. Συν την σκοτεινιά και την μαυρίλα.

Δέκα μέρες χωρίς να ξεμυτίσω από το σπίτι. Ένα πλάκωμα, να!

Και να επικοινωνώ τηλεφωνικά με τους εκδρομείς και τουρίστες, λαλίστατοι στις περιγραφές και εκθειασμούς όλοι τους περί των ωραίων και καινούργιων τόπων που απολάμβαναν, την παρέα, τις περιπέτειες και την πλάκα μεταξύ τους, άσε που έκαναν πλάκα και σε μένα περί παραδείσου των ζώων στον οποίο θα πάω μετά θάνατον, και συνάμα έπεσαν οι τυχεροί εκτός των άλλων και σε ένα θαυμάσιο καιρό με λιακάδα στα νότια της Τουρκίας.

Και έχασα όλα αυτά τα ωραία εγώ για ένα αδεσποτάκι, για μια ψυχούλα που είπε και η Ιωάννα, αλλά χαλάλι του. Το αγάπησα και το πόνεσα.

Άσε που κολλάω ένσημα για την άλλη ζωή στον παράδεισο, και ας με κοροϊδεύουν όλοι.

Δέκα χρόνια πέρασαν από τότε και το Ψυχουλάκι μας πηγαινοέρχεται Αθήνα-πάτρια εδάφη κάθε χρόνο γιατί όπως καταλαβαίνεται έγινε μέλος της οικογένειας, μόνο που δεν είναι πολύ φιλικό, ειδικά με τους ξένους.

Πανέμορφος, αλλά με εντελώς δύσκολο και ανεξάρτητο χαρακτήρα.

Ο δε γαμπρός μου όταν τον βλέπει να του μουγκρίζει έτοιμος να επιτεθεί όταν περνάει από δίπλα του τού λέει : Δε φταις εσύ βρε αχάριστο πλάσμα.

Εγώ φταίω που σε μάζεψα τότε στην Νυφίδα.

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Δημοσιεύθηκε στην Ειδήσεις. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.