Flashback: Στο γυμνάσιο

Από την Κατερίνα Γεωργή

Ιούνιο του 1957 τελείωσα το δημοτικό με βαθμό απολυτηρίου 8 1/2 και ετοιμάστηκα μαζί με πολλά άλλα παιδιά από το σχολείο μου να πάω στον Πολυχνίτο για να δώσω κατατακτήριες εξετάσεις στο γυμνάσιο.
Πολυχνίτος λέγεται το κεφαλοχώρι της περιοχής μας που έχει τέτοιο σχολείο.
Εν τω μεταξύ πολλά παιδιά από τον Πολυχνίτο αλλά και από το Λισβόρι και τα Βασιλικά, τα άλλα κοντινά μας χωριά, είχαν πάει με δεκάρια στο απολυτήριό τους όπως μάθαμε.
Διότι όπως ξέρετε στα χωριά “ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον”.
Ήμουν και εγώ πολύ καλή μαθήτρια αλλά ο δασκαλός μας ο κ. Ταξείδης έλεγε ότι το 10 είναι του Θεού το 9 του δασκάλου και το 8 του μαθητή.
Έτσι εγώ με το 8 1/2 μου έπρεπε να νοιώθω πολύ περήφανη μια και ξεπέρασα το μαθητή και πλησίασα το δάσκαλο.
Και μία ωραία ημέρα, ο Θεός να την κάνει ωραία μια που είμαστε όλοι κατουρημένοι από τον φόβο μας, ξεκινήσαμε ένα κομβόϊ από ζώα και ανθρώπους πρωί πρωί για να πάμε στο διπλανό χωριό και να εξεταστούμε από τους καθηγητές.
Πρώτη φορά που βγαίναμε από τα στενά πλαίσια του χωριού μας και ταξιδεύαμε σε άγνωστα για όλους μας λιμάνια.
Ευτυχώς που είχαμε μαζί μας ένα γονιό, ένα συγγενή ή μεγαλύτερο αδερφό για να μας συντροφεύει και να μας δίνει κουράγιο.
Εγώ είχα συνοδό τον μπαμπά μου που μολονότι και εκείνος αγωνιούσε, προσπαθούσε να μην μου το δείχνει και όλο με ενθάρρυνε.
Οι εξετάσεις θα ήταν γραπτές και προφορικές.
Στα γραπτά θα εξεταζόμαστε στην έκθεση και στην αριθμητική και στα προφορικά αν θυμάμαι και καλά οι ερωτήσεις θα ήταν ανακατεμένες σε όλα τα υπόλοιπα μαθήματα.
Λεπτομέρειες μπερδεμένες υπάρχουν στο μυαλό μου εκτός από μία στα γραπτά και μία στα προφορικά που είναι ξεκάθαρες και τις θυμάμαι σαν να είναι τώρα.
Ούτε καν με ποια σειρά έγινε η εξέταση στα μαθήματα, δηλαδή αν ήταν πρώτα τα γραπτά ή τα προφορικά μπορώ να θυμηθώ.
Νομίζω όμως ότι ήταν πρώτα τα προφορικά.
Εκείνο που μου έρχεται σίγουρα στο μυαλό είναι ότι έκανε πολύ ζέστη, τα τζάμια στα παράθυρα ήταν ανοιχτά, και εκεί ξεχώριζες διάφορες φάτσες χωριανών που παρακολουθούσαν μισοκρυμμένοι απ’ έξω, κρίνοντας την έκβαση της εξέτασης του κάθε μαθητή από τις απαντήσεις του και τα μετέφεραν στους άμεσα ενδιαφερόμενους γονείς και συγγενείς.
Όλες τις ερωτήσεις που μου κάνανε τις έχω ξεχάσει, εκτός από μία που έμεινε ανεξίτηλη στην μνήμη μου.
Κάποιος από τους καθηγητές με ρώτησε:
“Μπορείς να μας πεις παιδί μου πώς θα πάμε από Μυτιλήνη αεροπορικώς στην Μαγαδασκάρη και πάνω από ποιες χώρες θα περάσουμε”
Και η ερώτηση αυτή έγινε σε μένα που δεν χώνευα την Γεωγραφία, που το στοιχείο του προσανατολισμού μού είναι άγνωστο, που τώρα να με ρωτήσεις δεν ξέρω να σου πω ποια είναι η Πανεπιστημίου και ποια η Σταδίου.
Εν τω μεταξύ πριν καν προλάβω να ανοίξω το στόμα μου κάποιος που κρυφάκουγε από το παράθυρο, “πρόλαβε” την ερώτηση στο μπαμπά μου ο οποίος έπεσε σε μαύρη απελπισία μια που κάτι ήξερε, αφού αυτό το γονίδιο, δηλαδή της ασχετοσύνης προς την Γεωγραφία μού το είχε κληρονομήσει ο ίδιος, εν αντιθέσει με μαμά και αδερφό που της είχαν αδυναμία, της Γεωγραφίας εννοώ, μαζί και με πολλά άλλα μαθήματα.
Να φανταστήτε το να βρίσκουν πόλεις στους χάρτες ο αδερφός μου με τον Δημητρό και τον Βασίλη, τα φιλαράκια του, το είχαν σαν διαγωνισμό, κάτι σαν παιχνίδι.
Έλεγε ο ένας την πόλη και ο άλλος έψαχνε να την βρεί στον χάρτη και κέρδιζε φυσικά όποιος έβρισκε τις πιο πολλές.
Εμένα το συγκεκριμένο παιχνίδι με άφηνε παγερά αδιάφορη, επομένως να το πω επιφοίτηση, να το πω συμπάθεια των Αγίων προς τον καϋμένο τον μπαμπά μου που ήταν και θρήσκος και προσευχόταν απ’ έξω, εγώ την Μαγαδασκάρη, που τώρα να με ρωτήσετε πού είναι δεν ξέρω, την βρήκα.
Και πήρα και μπράβο από τον καθηγητή, και ποιος με έπιανε μετά, και τέλειωσαν τα προφορικά και πήγαμε στα γραφτά που τα έπαιζα στα δάχτυλά μου.
Την ώρα δε που έγραφα την έκθεση δύο από τους καθηγητές που είχαν μαθητή τον αδερφό μου, είχε πάει πριν τέσσερα χρόνια στο ίδιο σχολείο και ήταν, όχι να το παινευτώ, ο πρώτος μεταξύ των πρώτων, περνώντας δίπλα μου και ρίχνοντας μια ματιά στο γραπτό μου, είπαν μεταξύ τους, “πω πω ακόμα και ο γραφικός της χαρακτήρας μοιάζει με του Ευάγγελου”.
Και δεν ξέρω αν ήταν που τα είπα και τα έγραψα καλά ή η Μαγαδασκάρη ή ο γραφικός χαρακτήρας που έμοιαζε με του αδερφού μου που τους επιρρέασε, αυτό άλλως τε διατεινόταν εκείνος όταν έκανα το σφάλμα να του το αναφέρω, πάντως εγώ πρώτη βγήκα στις εξετάσεις, εγώ από την Βρισά με το 8 1/2 του κ.Ταξείδη.
Και τελείωσε το καλοκαίρι, ένα καλοκαίρι αξέχαστο για μένα γιατί πρωτοπήγα στην Αθήνα, και τέλος πάντων αρχίσαμε Σεπτέμβρη το σχολείο.
Όλα καινούργια, άλλα εύκολα και άλλα δύσκολα και έρχεται ο Δεκέμβριος και ως είθισται και οι βαθμοί του πρώτου τριμήνου.
Για τα δικά μου δεδομένα καλούτσικοι ήταν για πρώτο τρίμηνο όπως άλλως τε μας λέγανε και οι καθηγητές μας για να μας ενθαρρύνουν.
Το μόνο μελανό σημείο ως απεδείχθει, κατά την μαμά μου, οι δύο χαμηλότεροι βαθμοί μου στον έλεγχο, στα Αγγλκά και Ιστορία από μια καινούργια καθηγήτρια του γυμνασίου που δεν καταγόταν από την Λέσβο, τα οποία ήταν δύο “ωραιότατα” 14άρια.
Συνηθισμένη η “κυρία μαμά μου” από τους βαθμούς του αδερφού μου που όμως ήταν στην εβδόμη, θεώρησε τα 14άρια εξευτελιστικούς βαθμούς για το όνομα της οικογένειας, και άρχισε να “χτυπιέται”, και τι θα κάνουμε τώρα, και πώς θα τον δείξουμε τον έλεγχο στον μπαμπά σου, και θα στενοχωρηθεί ο μπαμπάς σου που δεν διάβαζες, και τέτοια.
Έρχεται που λέτε ο μπαμπάς μου το βράδυ από τις ελιές και εγώ ήμουν μαραμένη που θα τον λυπούσα, του δείχνω τον έλεγχο, και…”μπράβο κουρτσέλι μ” ο μπαμπάς μου και “άντε στο άλλο τρίμηνο καλύτερα” και…άρπα την κυρά Πελαγία, να μάθεις εσύ μετά να παραπονιέσαι γιατί τον αγαπώ πιο πολύ από σένα.
Και έρχεται ο Φεβρουάριος και δίνουμε τα γραπτά μας διαγωνίσματα και της γράφω της κυρίας “Ιστοριαγγλικούς” 19 Ιστορία και 20 Αγγλικά.


Και μου ανέβασε και τους βαθμούς του δευτέρου τριμήνου, και υψηλός ο μέσος όρος, και ξεχάστηκαν τα 14άρια και όλα καλά.
Στις είκοσι μία Μαΐου είναι το πανηγύρι του Αγίου Κωνσταντίνου που ήταν μεγάλη γιορτή για το χωριό μας.
Σχολείο δεν είχαμε, το σπίτι μας μολονότι δεν υπήρχαν εορτάζοντες ήταν στολισμένο και “ανοιχτό”, δηλαδή και τα παράθυρα στην καλή μας κάμαρα, και είχαμε και γλυκά.
Κάθε χρόνο δε, οι καθηγητές του αδερφού μου και τώρα και δικοί μου, περνούσαν από το χωριό για να προσκυνήσουν τον άγιο και ερχόταν και επίσκεψη στο σπίτι μας.
Την πρώτη χρονιά που έγινε αυτό ήταν που τους συνάντησε τυχαία στον Πλάτανο ο μπαμπάς μου και τους κάλεσε, και από τότε έγινε συνήθεια, κάτι σαν έθιμο.
Και έρχονται που λέτε και κάθονται, και “τραταρίζονται”, και λένε τα καλύτερα λόγια για εμάς, και μόνο η “Ιστοριαγγλικού” που δεν είχε μαθητή τον αδερφό μου, δεν μίλησε.
Και η μαμά μου η έξυπνη που καμάρωνε αλλά την “έτρωγε και ο κώλος της” που λένε, έκανε την ερώτηση:
-“Εσείς τι λέτε για την Κατινούλα”
Και γυρνάει το “τσόκαρο”, που θα έλεγε και η κυρά Μυρσινικώ η γειτόνισσά μας, αυτό ήταν το ψεγάδι που μου ήρθε σαν αστραπή στο μυαλό εκείνη τη στιγμή, και μολονότι είπα να μην σας το πω γιατί είναι πολύ “ντροπική” και κακιά λέξη για καθηγήτρια αναγκάζομαι να σας την αναφέρω για να μην λέμε και ψέματα, χωρίς να φταίω, γιατί αυτή με ανάγκασε “εκ των πραγμάτων” να την σκεφτώ, και τι νομίζετε ότι είπε;
-“Μεταξύ τυφλών βασιλεύει ο μονόφθαλμος”, κυρία Γραγουδά.
Κεριά και λιβάνια που σου δώσαμε και γλυκό κυρά μου, και σου γράψαμε 19 και 20.
Και άνοιξα και γούρλωσα και τις δυο ματάρες μου γιατί μονόφθαλμη με τέτοιους βαθμούς δεν ήμουν και ας με είπε, και το στόμα μου, και ήθελα να της πω “φτού σου που δεν ντρέπεσαι να λες τέτοια ντροπιαστικά λόγια για μένα στην καϋμένη την μαμά μου τέτοια γιορτινή μέρα, και κρίμα το διάβασμα που έκανα”, αλλά συγκρατήθηκα για να μην ντροπιάσω κι άλλο τους δικούς μου.
Και οι άλλοι καθηγητές άλλαξαν γρήγορα γρήγορα κουβέντα για να τα κουκουλώσουν, αλλά όλοι καταλάβαμε τι κακίστρω και ανάγωγη ήταν, κρίμα που ήταν και σπουδαγμένη.
Πάντως εκείνο που φχαριστήθηκα ήταν που όταν έφυγαν, η μαμά μου για πρώτη φορά πήρε στα κρυφά έστω το μέρος μου όσον αφορά καθηγητές και μαθήματα, και λίγο σιγά σιγά να μην την ακούσω, μονολογώντας είπε:

  • “Ού να μου χαθεί του γιούν”, όχι γελαστικά, αλλά με “πολύ νεύρα”.
    Αλλά εγώ την άκουσα και ήξερα για ποια το έλεγε και ας ήταν αόριστο.
    Και όταν την ρώτησα ποια εννοούσε, είπε δήθεν ότι ήταν λάθος της και κακώς το είπε, αλλά να, παρασύρθηκε γιατί ήταν πολύ βαμμένη η “κυρία τάδε” για καθηγήτρια.
    Που σιγά το βάψιμο, άσε που εμένα ήταν το μόνο πράγμα που δεν με πείραζε επάνω της μόνο μου άρεσε κιόλας, και πιστεύω ότι και στην μαμά μου άρεσε γιατί ήταν και εκείνη κοκέτα.
    Αλλά, ξέρω κιόλας, ότι μου είπε αυτή τη μεγάλη ψεματούρα για να μην παίρνω θάρρος, και αυτό το “ού να μου χαθεί του γιούν” της ξέφυγε, γιατί κατάλαβε ότι ήταν και πολύ άδικο να με πεί μονόφθαλμη η Ιστοριοαγγλικού, εμένα που “έβγαλα” και τα δυό ματάκια μου στο διάβασμα και σκοτώθηκα να γίνω για το χατήρι της, της μαμάς μου εννοώ, “δεκαεννιαροεικοσάρα” στους βαθμούς, και να την κάνω και εγώ περήφανη σαν τον αδερφό μου.
Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Δημοσιεύθηκε στην Ειδήσεις. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.