Από την Κατερίνα Γεωργή

Σήμερα είδα φωτογραφίες από το κατεδαφισμένο σπίτι της κ. Ζωής και του κ. Νίκου Δημητρακέλλη.Αφιερωμένο στην μνήμη τους και ευχές στην εγγονή τους να ζήσουν και να χαρούν το καινούργιο.

 

Του ξιλμάνσμα.

Η κυρία Ζωή ήταν μιά επιβλητική γυναίκα πού εγώ την θυμάμαι να κάθεται στα σκαλιά του σπιτιού της όταν πήγαινα στης γιαγιάς μου.

Απο δυό δρόμους μπορούσα να πάω και ο ένας ήταν συντομότερος, αλλα είχε τα σκυλιά του εκεί “του Μαρνέλ” ,και τα φοβόμουν γιατί μου γαβγίζαν όταν πέρναγα.

Έτσι και εγώ περνούσα μπροστά από της κυρίας Ζωής, κάνοντας λίγο γύρο, της κ. Ζωής με τα ωραία κάτασπρα μαλλιά που τα έκανε κότσο, αλλά δεν τα τράβαγε πολύ πίσω, τα άφηνε “φετούλες”σγουρές και ήταν σαν φωτοστέφανο γύρω από το κεφάλι της.

Φορούσε και ένα ζευγάρι ωραία κρεμαστά σκουλαρίκια κάτι σάν….καλαθάκι, κάτι σάν…ημισέληνο, νά, κάτι τέτοιο.

Εμένα μου φαινόταν όμορφη και ευγενική όταν την χαιρετούσα, και με έναν καλό λόγο πάντα.

Με ήξερε και καλά γιατί είμαστε γείτονες από την γιαγιά μου πήγαινα και για ψωμί στου Ιππιώτη το φούρνο, αλλά και ο μπαμπάς μου ήταν φίλος με τον κ.Νίκο τον άντρα της, που είχα ακούσει ό,τι είχε πάει και στην Αμερική.

Είχε δυό παιδιά τον Στρατή και τον Γιώργο.

Ο κ.Νίκος ήταν πολύ αστείος μολονότι δεν του φαινότανε και αυτοσαρκαζόταν.

Έλεγε λοιπόν για την οικογένειά του:

Ο Στρατής στα γράμματα, ο Γιώργος στην πολιτική, η Ζωή στο κουμάντο και ο Νίκος στα…..σκατά.

Θα σας διηγηθώ τώρα μιά ιστοριούλα που ο ίδιος την είχε πεί στον μπαμπά μου, όταν παρεούλα καθόταν στο καφενείο της Τσιόπας και τα λέγανε, ένα πανέμορφο πέτρινο κτίριο ισόγειο, κτισμένο με πέτρες σαν τα σουβελίκια και κεραμίδια, κολλητό στο σπίτι τους, που ήταν δικό τους και το νοικιάζανε.

Στην κατοχή οι άνθρωποι των χωριών δεν υπέφεραν από πείνα όπως οι άνθρωποι των πόλεων.

Όλο και κάποιο χωραφάκι είχανε με ελιές, κανά μπαξεδάκο για λαχανικά, κάποιο όσπριο, αλλά και ζώα για το γάλα τους, το τυρί τους και τα αυγά τους.

Η μαμά μου μου έλεγε ό,τι εκείνο που τους έλειψε πολύ ήταν η ζάχαρη, το ρύζι, και το κρέας, που ήταν εδώ που τα λέμε καί είδη πολυτελείας.

Άλλος λίγο λοιπόν, άλλος πολύ, τα βόλευαν οι άνθρωποι.

´Ετσι και ο κ.Νίκος με την οικογένειά του.

Απ’όλα είχαν. Μιά μέρα όμως αρχές Ιουνίου η κ.Ζωή φώναξε στον άνδρα της:

-Νίκου δέ παίρνς του γάιδαρου να πας μέχρι τ’ Σκάλα μπάς τσί βρεις κανένα ψαρ’;

Να ξιλμανίς τσι γάιδαρους.

Ηταν δε η Σκάλα το επίνειο του Πολυχνίτου κοντινό χωριό μέ το δικό μας, που είχε λιμανάκι και πολλές βάρκες που ψαρεύανε.

Ο δε γαιδουράκος ήταν υπερήλικας και με το ζόρι στεκόταν, αλλά κατά την κ.Ζωή η εκδρομούλα μέχρι τη Σκάλα θα του έκανε καλό. Θα ξιλμάνζι.

Ο κ.Νίκος είχε τις αντιρρήσεις του αλλά…άντι να μπλέξ’ τώρα με τ’ Ζουή.

Και αυτά που σας λέω είναι τα δικά του λόγια στον μπαμπά μου, όταν κριτικάρανε και οι δύο τις αξιότιμες συμβίες τους πίνοντας το καφεδάκι τους, και βγάζοντας νομίζω, τα αποθημένα τους.

Και ανεβαίνει ο κ.Νικος στο γαϊδουράκι και κούτσα κούτσα φτάνουνε κοντά στο χωριό του Πολυχνίτου λίγο πιό κάτω από εκεί που είναι τώρα το κέντρο υγείας.

Εκεί το γαϊδουράκι σταμάτησε να περπατάει. Γερούλης, η ζέστη πολλή, η κούραση μεγάλη, “κάλντσει”.

Κατέβηκε ο κ.Νίκος, το πήγε λίγο στην άκρη και άρχισε να το τραβάει.

Το τράβηξε το ξανατράβηξε με το σχοινί αλλά αυτό κάποια στιγμή δίπλωσε τα πόδια του και έκατσε κάτω.

Βρε να το σπρώχνει βρε να προσπαθεί να το σηκώσει, αυτό τίποτα.

Είδε και αποείδε τι να κάνει ο καημένος ο κ. Νίκος; Το άφησε, πήρε την ανηφόρα, και έφθασε στα πρώτα σπίτια του χωριού.

Φτωχοί άνθρωποι και κατοχή όπως είπαμε.

Χτυπάει λοιπόν μια πόρτα και όταν του άνοιξε μια γυναίκα είπε τί του συνέβη και της ζήτησε μία φέτα ψωμιού, να την δώσει όπως είπε στο γαϊδουράκι να πάρει δυνάμεις και να σηκωθεί.

-Οξαπιδώ άθρουπιμ, έδιου μείς δεν έχουμι ψουμί να φάμι, για του γάιδαρου θα σι δώσου;

Ήρθε η απάντηση απο την γυναίκα και του έκλεισε την πόρτα στά μούτρα.

Άφησε το γαϊδουράκι εκεί ο κ. Νίκος καί γύρισε πίσω με τα πόδια στο χωριό.

Άνοιξε την αυλόπορτα του σπιτιού τους και μπήκε μέσα.

Κουρασμένος, μπαϊλντισμένος, και στεναχωρημένος που άφησε το γαϊδουράκι στην άκρη του δρόμου και δέν ήξερε τί θα έκανε για να το φέρει πίσω, έπλυνε λίγο το πρόσωπό του και πήγε να βάλει λίγο νερό απο την λαγήνα για να πιεί.

Δεν καλοπρόλαβε και από το σπίτι μέσα ακούστηκε η φωνή της κ.Ζωής:

-Εφιρις ψάρια Νίκου;

Καί έφτασε πληρωμένη η αγανακτισμένη απάντηση του κ.Νίκου:

-Μια Μιλιμινιά έφιρα τσι βάλει του τγάν’ να τ’ ντγανήσουμι.

Η δε Μελεμένη ήταν περιοχή της Μ.Ασίας πολύ εύφορη με παχιές αγελάδες που έκαναν μεγάλες και παχιές καβαλίνες.

Μιλιμινιές!!!

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Δημοσιεύθηκε στην Ειδήσεις. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

4 απαντήσεις στο Από την Κατερίνα Γεωργή

  1. Ο/Η Ζωή Δημητρακέλλη λέει:

    Ευχαριστούμε πολύ και για την ιστορία που δεν την ξέραμε αλλά περισσότερο για τις ευχές! Είναι το μεγάλο στοίχημα που βάλαμε με τον εαυτό μας και πιστεύουμε να το κερδίσουμε με επιμονή και προπάντων υπομονή! Θέλω να πιστεύω πως θα έχουμε το χρόνο να φτάσουμε στον στόχο μας και να ξαναφτιάξουμε το ίδιο σπίτι! Άλλωστε αυτό αγαπήσαμε και αυτό θα μας το θυμίζει…Και μια κληματαριά που θα σκεπάζει την εξώπορτα…Για άλλη μια φορά με συγκίνησες…

  2. Ο/Η Γεωργή Κατερινα λέει:

    Ζωή μου είστε νέοι και θα το φτιάξετε. Μακάρι να προλάβω και εγώ να κάτσω κάτω από την κληματαριά.

    • Ο/Η Ζωή Δημητρακέλλη λέει:

      Τρέχουμε λοιπόν ακόμα πιο γρήγορα γιατί όταν ο στόχος είναι τέτοιος πρέπει πάση θυσία να τον τελεσφορήσεις! Θα προλάβουμε Κατερίνα μου όλοι μας αρκεί να το θέλουμε!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.