Ήρθε η εγκύκλιος για τις κατεδαφίσεις των κόκκινων σπιτιών, ήρθαν οι προεγκρίσεις για τις κατεδαφίσεις, ωσονούπω περιμένουμε και τα πρωτόκολλα για να πιάσουν δουλειά οι μπουλντόζες.
- Άιντε για να τελειώνουμε, τόλμησα να πω.
- Μην νομίζεις ότι με το γκρέμισμα τελειώνουμε, μου είπε. Είτε στο ύπνο είτε στο ξύπνο μας, με κάθε ευκαιρία, θα έρχονται αυτά τα ερείπια να μας χαρίζουν συγκίνηση και χαρούμενη πίκρα.
Την ευκαιρία την έδωσε η αναγγελία του αυριανού αγιασμού στο σχολείο και η Κατερίνα Γραγουδά Γεωργή, με την εκφραστικότατη πένα της, θυμήθηκε:
“Η Κατίνα Παξινού”
Εγώ γεννήθηκα σε ενα μικρό χωριό της Λέσβου την όμορφη Βρίσα. Το 1945 γεννήθηκα και το 1951-52 πήγα στην πρώτη δημοτικού. Τότε δεν υπήρχαν ούτε παιδικοί σταθμοί ούτε νηπιαγωγεία. Βουτιά στα βαθιά κατευθείαν και όποιος επέζησε επέζησε.
Οι παππούδες και γιαγιάδες, οι αλάνες και τα χωράφια, ήταν η προσχολική μόρφωση, και οι…νταντάδες των παιδιών της εποχής μου.
Στο χωριό δεν υπήρχε καμιά ψυχαγωγία πλην της μουσικής και του χορού στις γιορτές και στα πανηγύρια.
Ένα ραδιόφωνο με παράσιτα στην λέσχη-καφενείο του χωριού που το ανοίγανε συγκεκριμένη ώρα για να ακούσουν ειδήσεις.
Αλλά υπήρχαν τα λεγόμενα μπουλούκια, δηλαδή θίασοι που έδιναν παραστάσεις στα καφενεία, ερασιτεχνικοί θίασοι από εφήβους του χωριού και οι τρείς σχολικές γιορτές μας.
Των τριών Ιεραρχών, της 25ης Μαρτίου και οι γυμναστικές επιδείξεις στο τέλος της χρονιάς που γινόταν στο ύπαιθρο.
Οι πρώτες δύο γινόταν μέσα στο σχολείο και ήθελε πολύ προετοιμασία, καί όσον αφορά τις αίθουσες, αλλά και όσον αφορά τα σκέτς και τα ποιήματα, τα σκηνικά και τις ενδυμασίες.
Γιατί ήταν όλα όμορφα και προσεγμένα.
Πρώτον έπρεπε από κάθε τάξη να διαλεχτούν οι καλύτεροι για να μοιραστούν οι ρόλοι.
Δυστυχώς πιό πολύ επικεντρωνόταν οι δάσκαλοι στίς επιδόσεις στα μαθήματα, και λιγότερο στο ταλέντο, αλλά με τις πρόβες και την προετοιμασία, το αποτέλεσμα ήταν πάντα αξιοπρεπέστατο!
Μετά έπρεπε δύο αίθουσες να ενωθούν και να γίνουν μία, πράγμα που είχε προβλεφτεί από την κατασκευή τους, να στηθεί σκηνή με αυλαία παρακαλώ, να φύγουν όλα τα θρανία, και κάθε παιδί να φέρει από το σπίτι του μία καρέκλα με το όνομά του γραμμένο επάνω για να κάτσουν οι θεατές.
Έτσι και εγώ των τριών Ιεραρχών πρωτάκι, είχα ένα ποίημα, καλά το είπα, πράγμα που ως φαίνεται εκτιμήθηκε, και του Ευαγγελισμού μου δόθηκε ρόλος πολύ μεγαλύτερος σε ένα σκετσάκι, με διαλόγους, με δύο άτομα, το ένα εκ των οποίων ήμουν εγώ, και το άλλο ποιός νομίζετε ό,τι ήταν;
Ο Παναγιώτης!!!
Το πρώτο μου φλερτ, ο πρώτος μεγάλος έρωτας της ζωής μου!!!
Και αρχίσαμε τις πρόβες, μέσα σε πελάγη χαράς και ευτυχίας εγώ, και πλησιάζανε οι μέρες της γιορτής, και έφθασε και η παραμονή της πρόβας τζενεράλε και μάλιστα πάνω στην σκηνή, που είχε πλέον στηθεί.
Γιατί η σκηνή στηνόταν την τελευταία στιγμή, μια και στις αίθουσες αυτές γινόταν όλες τις άλλες μέρες μαθήματα.
Και η πρόβα θα περιλάμβανε όλα τα σκέτς, όλων των τάξεων.
Χαρά και περηφάνεια για μας τα πρωτάκια που θα είμαστε με τους μεγάλους των άλλων τάξεων, και εγώ ακόμα περισσότερο που θα ήμουν, καί με τον Παναγιώτη!
Και τελειώσαμε το μάθημα, και είπαμε και τα ποιήματα μας μέσα στην τάξη μας και πήγαμε στα σπίτια μας αδημονούντες για τις δύο επόμενες μέρες.
Την ώρα που έκατσα όμως να φάω σαν κάτι να μην πήγαινε καλά, σαν μια αδιαθεσία, σαν κάτι ένα φούντωμα στό πρόσωπο, και με κοιτάζει η Πελαγία από πιό κοντά και βγάζει την καταδικαστική μου απόφαση.
Ανεμοβλογιά.
Σερνόταν που λένε στο χωριό εκείνη την εποχή, αλλά προπαραμονή του Ευαγγελισμού; Τόση καντεμιά;
Και να το δάκρυ κορόμηλο, και τι θα κάνω εγώ που έχω ποίημα, και θα χάσω…και τον Παναγιώτη μου, αυτό το τελευταίο το έλεγα από μέσα μου φυσικά , μην μας πάρει είδηση η Πελαγία, και δεν προλάβαμε να συνειδητοποιήσουμε, εγώ δηλαδή, το μέγεθος της καταστροφής, και χτυπάει η πόρτα και δυό παιδιά από μεγαλύτερες τάξεις λένε στην μαμά μου:
-Ώ θεία, η δασκάλα η Έλλη είπι, να πάρ’ η Κατινούλα ούλου του ποίημα, γιατι του άλλου του μουρό αρρώστσι.
-Να πείτι στ’δασκάλα πους τσι η Κατινούλα είνι άρρουστ’ , είπε η μαμά μου και έκλεισε την πόρτα.
Και να πάλι κλάματα εγώ που είχα τον δικό μου πόνο, αλλά πιό πολυ, τον πόνο για τον Παναγιώτη, που ήταν και άρρωστος.
Που νάξερα τι με περίμενε μετά.
Που τις άλλες μέρες γέμισα με σπυριά που με τρώγανε πάρα πολύ, και η μαμά μου φωνάξανε γιατρό και είπε για όνομα του θεού να μην τα ξύνει γιατί θα της μείνουν σημάδια και ουλές.
Ή φρίκη. Να έχεις πυρετό, να πονάς και να έχεις στο σώμα σου, τις πληγές του…Ιώβ, χωρίς την υπομονή του.
Και να πηγαίνω συνέχεια να ξυστώ και να μου κρατάει τα χέρια η μαμά μου και από την μιά να με παρακαλάει , από την άλλη να με τρομοκρατεί, περιγράφοντάς μου την μελλοντική εικόνα που θα παρουσίαζα γεμάτη με σημάδια στο πρόσωπό μου.
Και εγώ να σκέφτομαι τον Παναγιώτη, που πως θα με αγαπά με σημάδια;
Και από την άλλη αν έχει αυτός σημάδια, αφού την ίδια αρρώστια είχαμε, εγώ πώς θα τον αγαπώ;
Και κάποια στιγμή μέσα στην μέρα, με πήρε φαίνεται λίγο ο ύπνος και η δόλια η μαμά μου κατέβηκε στο κάτω πάτωμα να κάνει κάποιες δουλειές.
Εν τω μεταξύ, ο παπούς μου που έμαθε ό,τι ήμουν άρρωστη, ήρθε σπίτι μας να με δεί.
Ανέβηκε σιγά σιγά τα σκαλοπάτια της σκάλας και στάθηκε στο χωλάκι έξω από την πόρτα του δωματίου μου κρυφοκοιτώντας μέσα, γιατί σαν να άκουσε κάτι ψιθύρους.
Εγώ, με το ρόζ νυχτικό μου, ξυπόλυτη, και με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό ως ικέτιδα σε αρχαία τραγωδία,να ρωτάω, γιατί Παναγίτσα μου σε μένα, και μάλιστα στην μέρα της γιορτής σου, που είχα και ποίημα, και να την παρακαλάω, την Παναγίτσα, να με πάρει από αυτόν τον κόσμο γιατί δεν άντεχα πιά τον πόνο και την φαγούρα, και θα τα έξυνα τα σπυριά, και θα γέμιζα με σημάδια, και δεν θα με ήθελε κανένα αγόρι ποτέ, και τί να την κάνω τέτοια ζωή.
Και εν τω μεταξύ είχε ανέβει και η μαμά μου και άκουγε, και γυρνάει ο παπούς μου και της λέει:
-Ώ Πιλαγία τί νι τούτιν; Θαρρείς ντ’ Κατίνα ντ’ Παξινού βλέπς!!!
Και μούμεινε. Όποτε έκλαιγα με κοροϊδεύανε. Άρχισε πάλι η Παξινού μου λέγανε.
Τι να σας κάνω που οι καλλιτέχνες εκείνη την εποχή δεν είχαν πολύ καλό όνομα και έτσι χάθηκε μια μεγάλη τραγωδός αντάξια της Κατίνας.
Γιατί, πώς να πεις στο Στέλιο και στην Πελαγία ό,τι θέλεις να γίνεις θεατρίνα;
Και αυτά που μου έμειναν από την παραπάνω ιστορία, ήταν ο Παναγιώτης, που είχε αναρρώσει πρώτος και περίμενε πιστός την επιστροφή μου, μερικά σημάδια από το ξύσιμο, το παρατσούκλι Παξινού όποτε έκλαιγα, αλλά και το όνομα Κατίνα, που σημαδιακά είχε γραφτεί στο μητρώο αρρένων και θηλέων της κοινότητας του χωριού από κάποιον θαυμαστή της συνονόματής μου, και με ακολουθεί μια ζωή γραμμένο στην ταυτότητά μου.
Στάλθηκε από το iPad μου