Όλα άλλαξαν τις τελευταίες δεκαετίες. Μάλιστα άλλαξαν ριζικά!
Το ίδιο έγινε και στον τομέα των οικοδομών τόσο όσον αφορά στα υλικά όσο και στα μέσα.
Ο τελευταίος στη ζωή παλιός οικοδόμος του χωριού μας, ο Μανώλης Καλατζής (Σκαλοχωρίτης) μας μεταφέρει στα χρόνια εκείνα.
Δεν αναφερόμαστε στην εποχή που συνδετικό υλικό στις οικοδομές ήταν η λάσπη. Από τις αρχές του 20ου αιώνα άρχισε σιγά –σιγά να εγκαταλείπεται το χώμα ως συνδετικό υλικό στις οικοδομές και να δίνει τη θέση του στον ασβέστη. Το τσιμέντο άργησε αρκετά να χρησιμοποιηθεί στο χωριό μας.
Όταν κάποιος ήθελε να χτίσει ένα σπίτι απευθύνονταν σε έναν χτίστη. Μαζί έβγαζαν το σχέδιο. Ούτε μηχανικός, ούτε διάφορα συμβούλια, ούτε άδεια οικοδομής, ούτε ΙΚΑ. Με τον «κασμά» και το φτυάρι ανοίγονταν τα θεμέλια. Περίπου μισό μέτρο το βάθος τους.
Στο μεταξύ φρόντιζε να συγκεντρώσει τα υλικά. Ασβέστη, άμμο και πέτρες.
Τον ασβέστη τον παρήγαγαν στο χωριό στα αρκετά ασβεστοκάμινα που ξεφύτρωναν το ένα μετά το άλλο. Επιλέγονταν περιοχές πλούσιες στην πρώτη ύλη, την ασβεστόπετρα (ή ασβεστόλιθο) ή πλούσιες σε καύσιμη ύλη (κλαδιά από θαμνώδη φυτά, όπως σχοίνα, πρίνους κ.ά) .Έτσι θυμάται ο Μανώλης του Γκουγκούληδες να κουβαλάνε με το καΐκι ασβεστόπετρες από το «Μαρμάρι» στο «Καλαμίτσι», όπου εύρισκαν εύκολα κλαδιά.
Τον ασβέστη από τα ασβεστοκάμινα (ή αργότερα από τα αυτοκίνητα των εμπόρων) τον έπαιρναν με τη μορφή στερεού σώματος (σαν πέτρες) και τον «έσβηναν» με νερό μέσα σε λάκκους που άνοιγαν κοντά στην οικοδομή. Έτσι προέκυπτε ο πολτοποιημένος ασβέστης, με το ανακάτεμα του οποίου με την άμμο (και αργότερα και με το τσιμέντο) προέκυπτε το συνδετικό υλικό που και σήμερα χρησιμοποιείται για το χτίσιμο και το σοβάντισμα.
Τον άμμο τον έπαιρναν ή από την παραλία των Βατερών ή από τον ποταμό, στις στροφές του οποίου αποθέτονταν αρκετές ποσότητες. Από το ποτάμι τον κουβαλούσαν (αφού πρώτα τον κοσκίνιζαν) μέσα σε μεγάλα ξύλινα δοχεία, φορτωμένα σε υποζύγια, με την κάτω πλευρά τους (τον πάτο) να ανοιγοκλείνει (κασόνια) για το εύκολο άδειασμα. Απ’ τα Βατερά τα πράγματα ήταν πιο εύκολα με τους αραμπάδες και τα αυτοκίνητα.
Τις καλές μεγάλες πέτρες (τις γωνιές) και τα σουβελίκια (για τις πόρτες και τα παράθυρα) τα έπαιρναν κατά βάση από δυο νταμάρια. Ένα από το «Φτερό» και το άλλο από τα «Αλωνέλια». Μετέφεραν μεγάλα κομμάτια πέτρας με τα ζώα από τα νταμάρια στο χωριό και άρχιζαν τη δουλειά οι πελεκάνοι για τα δώσουν το επιθυμητό σχήμα και μέγεθος αλλά και να τα στολίσουν με κάποια σχήματα.
Τις μικρότερες πέτρες τις τοποθετούσαν, για τη μεταφορά τους, πάνω σε δυο σανίδια (πετροσάνιδα) προσαρμοσμένα και δεμένα στο πλάι του σαμαριού στο υποζύγιο (γαϊδούρι ή μουλάρι).
Φυσικά το χαρμάνι του ασβέστη και τη μεταφορά τόσο του ασβέστη όσο και όλων των δομικών υλικών (συνήθως πέτρες ή τούβλα) τα έκαναν οι βοηθοί. Οι χτίστες, στα πετρόχτιστα, συνήθως δούλευαν σε ζευγάρια, ο ένας (ο καλός μάστορας) απέξω και ο άλλος απ’ τη μέσα πλευρά του τοίχου. Τούβλα, φτιαγμένα στα «καμίνια» των Βατερών χωρίς τρύπες, χρησιμοποιούσαν μόνο για τμήματα των τοίχων στα τζάκια, στις ντουλάπες και στο πάνω μέρος της πόρτας και τα παραθυριών για να δώσουν το σχήμα τόξου (αν δεν έβαζαν ξύλα).
Στους εσωτερικούς τοίχους (τις χώρσεις) αφού δημιουργούσαν έναν ξύλινο σκελετό, έβαζαν απ’ τη μια μεριά ένα ξύλινο πέτσωμα κι απ’ την άλλη έχτιζαν μικρές πέτρες. Στο τέλος σοβάντιζαν τις πέτρες, αφαιρούσαν το ξύλινο πέτσωμα και σοβάντιζαν και τη δεύτερη πλευρά.
Η στέγη γίνονταν με ξύλα από πεύκα που έκοβαν με τις μεγάλες πριόνες τους οι ειδικοί ξυλοκόποι (όπως οι Παπαγιάννηδες) από τα δάση του χωριού. Τα κεραμίδια (τούρκικου τύπου) φτιάχνονταν επίσης στα «καμίνια» των Βατερών.
Στις αποθήκες η στέγη γίνονταν με τη μορφή δώματος. Έφτιαχναν έναν ξύλινο σκελετό, τοποθετούσαν από πάνω το ένα δίπλα στο άλλο καλάμια, τα σκέπαζαν με κουμιδιά (φύκια) και το τελευταίο στρώμα ήταν από «λίπιδο» δηλαδή αργιλόχωμα, χώμα που δεν επιτρέπει τη δίοδο του νερού.
Το τσιμέντο στην αρχή το χρησιμοποιούσαν για να ενισχύουν τον ασβέστη, ασβεστοκονίαμα. Η πρώτη, μεγάλης έκτασης, τσιμεντόπλακα με καλούπια έπεσε στο κτίριο των αδελφών Γεωργέλλη. Το ισόγειο χρησιμοποιήθηκε ως μπακάλικο και ο όροφος ως ξενοδοχείο.
Τις τελευταίες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα χρησιμοποιήθηκε ως οικοδομικό υλικό ο τσιμεντόλιθος. Όποιος ήθελε να χτίσει (συνήθως βοηθητικούς χώρους στο χωριό ή εξοχικό στα Βατερά) έφτιαχνε μόνος του τους τσιμεντόλιθους με ειδικό καλούπι.