Οι αλλαγές που επήλθαν τη ζωή μας μέσα σε λίγες δεκαετίες είναι τεράστιες. Τα παιδιά και οι νέοι δυσκολεύονται να πιστέψουν την τεράστια μεταβολή σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης ζωής και δραστηριότητας.
Η σελίδα μας έκρινε καλό να καταγράψει τις μνήμες των μεγάλων σε ηλικία χωριανών μας και μέσα απ’ αυτές να παρουσιάσει το παρελθόν του τόπου μας. Μέσα από τις διηγήσεις αυτές μεταφέρονται στους νεότερους και γλωσσολογικά στοιχεία των περασμένων χρόνων.
Αρχίζουμε με τη βασική οικονομική δραστηριότητα στο χωριό μας που ήταν το λιομάζωμα και την οποία θα παρουσιάσουμε σε δυο μέρη.
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Πως παραλαμβάνονταν το ελαιόλαδο κατά το άλεσμα των ελιών πριν την εισαγωγή των «λαβάλ» (φυγοκεντρικών ελαιοδιαχωριστήρων ).
από διήγηση του Δημήτρη Κ. Νικέλλη.
Σήμερα στα ελαιοτριβεία μετά την πολτοποίηση του ελαιόκαρπου και τον διαχωρισμό των στερεών συστατικών της ελαιομάζας , που προκύπτει, από τα υγρά συστατικά, τα τελευταία οδηγούνται στα λαβάλ , όπου με φυγοκέντριση διαχωρίζεται το λάδι από τα υπόλοιπα υδατοδιαλυτά συστατικά (αμούρα ή κατσίγαρος).
Για τη λειτουργία των λαβάλ χρειάζεται ηλεκτρικό ρεύμα. Παραθέτουμε παρακάτω τον τρόπο διαχωρισμού και συλλογής του λαδιού στα ελαιοτριβεία τα χρόνια που δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα (μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1950).
Πριν εφοδιαστούν τα ελαιοτριβεία με λαβάλ ο διαχωρισμός του λαδιού από την αμούρα γινόταν με απλή καθίζηση επειδή το λάδι είναι λαφρύτερο από το νερό.
Κάτω από κάθε πιεστήριο (στο οποίο με συμπίεση διαχωρίζονταν τα υγρά συστατικά από τα στερεά της πολτοποιημένης ελαιομάζας) υπήρχε δεξαμενή (το λεγόμενο πουλίμ) στην οποία συγκεντρώνονταν τα υγρά συστατικά από την έκθλιψη. Από κει το υγρό μείγμα μεταφέρονταν με δοχεία στην αντίστοιχη του πιεστηρίου λάντζα. Το λάδι ως ελαφρύτερο συγκεντρώνονταν στο πάνω μέρος. Ο μάστορας, ύστερα από κάποιο χρονικό διάστημα, άνοιγε τη βάνα που υπήρχε στη βάση της λάντζας και έβαζε από κάτω το πάνω μέρος της παλάμης του. Όσο έτρεχε η αμούρα το χέρι του δεν λαδώνονταν. Μόλις έβλεπε να λαδώνεται έκλεινε τη βάνα και με ένα μεταλλικό δοχείο, τον μαστραμπά, μετέφερε το λάδι, με τη βοήθεια ενός μεταλλικού χωνιού, από τη λάντζα στο «τουλούμ» .
Τα τουλούμια ήταν ασκοί από τη δορά τράγου ή κατσίκας, ύστερα από κατεργασία. Το κάτω άνοιγμα και τα πίσω πόδια της δοράς τα έραβαν τεχνικά για να μην υπάρχει διαρροή. Το πάνω άνοιγμα δέχονταν το χωνί, ενώ στα άκρα των μπροστινών (πάνω) ποδιών έραβαν μέσα μικρές πέτρες για να συγκρατιέται καλά από τα χέρια του χαμάλη που το μετέφερε.
Οι χαμάληδες είτε με τη βοήθεια ενός αραμπά (κάρου) είτε στην πλάτη τους μετέφεραν τα τουλούμια στο σπίτι του ιδιοκτήτη και τα άδειαζαν στα κιούπια (μεγάλα πιθάρια) ή στις φτύνες (μικρά πιθάρια).
Τα κιούπια, κατά πληροφορία από τον Γιώργο Γεωργή, τα έφερναν στα Βατερά από τα απέναντι μικρασιατικά παράλια με πλεούμενα. Τα ξεφόρτωναν και τα τοποθετούσαν πάνω σε δυο δεμένα χιαστί χοντρά ξύλα τα οποία έσερναν βόδια και τα ανέβαζαν στο χωριό.
Η αμούρα που έτρεχε από τις βάνες, που αναφέρθηκε παραπάνω, οδηγούνταν μέσα από χτιστά αυλάκια στην αυλή του ελαιοτριβείου.
Ο ιδιοκτήτης του ελαιοτριβείου, και στην περίπτωση του χωριού μας ο συνεταιρισμός, είχε κατασκευάσει στην αυλή του ελαιοτριβείου μια δεξαμενή (ταγάρ) στην οποία οδηγούνταν τα απόβλητα από όλα τα πιεστήρια. Εκεί το λάδι πάλι ανέβαινε στο πάνω μέρος της δεξαμενής και με ένα σωλήνα στον πυθμένα της δεξαμενής οδηγούνταν η αμούρα έξω από το χώρο του ελαιοτριβείου. Το λάδι που συγκεντρώνονταν το καρπώνονταν ο συνεταιρισμός.
Έξω από το ελαιοτριβείο είχε κατασκευάσει μια δεξαμενή (ταγάρ) η Κοινότητα και με ανάλογο τρόπο έπαιρνε και αυτή ένα μέρος του λαδιού που είχε διαφύγει από το προηγούμενο ταγάρ του ελαιοτριβείου. Το λάδι αυτό το πουλούσε η Κοινότητα και στα δύσκολα χρόνια της κατοχής και του εμφυλίου αυτό αποτελούσε το κυριότερο έσοδο της Κοινότητας.
Επειδή όμως και στην αμούρα που έβγαινε από το ταγάρ της Κοινότητας υπήρχε μικρή ποσότητα λαδιού, η Κοινότητα την έβγαζε δημοπρασία. Ο πλειοδότης (θυμάμαι τον Νικόλα Καφαλούκο και αργότερα τον Μανώλη Καρβούνη) έφτιαχνε με πρόχειρα υλικά (ξύλα, σανίδια, κλαδιά )τις δικές του δεξαμενές κοντά στον μαντρότοιχο του εργοστασίου και κάτω από την μικρή πρώτη καμάρα του γεφυριού και συνέλεγε και εκεί μικροποσότητες κακής ποιότητας λαδιού που είχε διαφύγει από τα δυο προηγούμενα ταγάρια μαζί με υπολείμματα αμούρας (ντακόλαδο).