Οι αλλαγές που επήλθαν τη ζωή μας μέσα σε λίγες δεκαετίες είναι τεράστιες. Τα παιδιά και οι νέοι δυσκολεύονται να πιστέψουν την τεράστια μεταβολή σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης ζωής και δραστηριότητας.
Η σελίδα μας έκρινε καλό να καταγράψει τις μνήμες των μεγάλων σε ηλικία χωριανών μας και μέσα απ’ αυτές να παρουσιάσει το παρελθόν του τόπου μας. Μέσα από τις διηγήσεις αυτές μεταφέρονται στους νεότερους και γλωσσολογικά στοιχεία των περασμένων χρόνων.
Αρχίζουμε με τη βασική οικονομική δραστηριότητα στο χωριό μας που ήταν το λιομάζωμα και την οποία θα παρουσιάσουμε σε δυο μέρη.
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Το μάζεμα και το άλεσμα της ελιάς πριν λίγες δεκαετίες
Από διήγηση του Μανώλη Καλατζή (Σκαλοχωρίτη)
Οι ελιές μαζεύονταν από το χώμα μία-μία σε καλαμένια πλεκτά καλάθια. Το μάζεμα άρχιζε τον Οκτώβριο μήνα. Μαζεύονταν οι πεσμένες στο χώμα –ξερές πια- ελιές από τον Αύγουστο, το λεγόμενο αυγουστιανό ξεράδι.
Η ποικιλία αδραμυτιανή ή φραγκολιά ωρίμαζε πιο γρήγορα και εμπλούτιζε αρκετά τις ελιές που μαζεύονταν από το χώμα.
Το ράβδισμα των ελιών από τα δέντρα –που γίνονταν με ξύλινα μακριά ραβδιά (τέμπλες), συνήθως από καστανιά) χρειάζονταν απόφαση του κοινοτικού συμβουλίου για την έναρξή του και συνήθως ξεκινούσε τον Ιανουάριο. Οι ραβδιστάδες άρχιζαν από τα χαμηλά κλαδιά και στη συνέχεια σκαρφάλωναν στο δέντρο μέχρι το πιο ψηλό κλαδί. Δεν το είχαν στην τιμή τους να αφήσουν έστω και μια ελιά πάνω στο δέντρο αλλά ούτε και την ανοχή του αφεντικού αν δούλευαν μεροκάματο. Να σημειωθεί ότι τα χρόνια εκείνα –που δεν υπήρχαν αλυσοπρίονα- τα λιόδεντρα γίνονταν μεγάλα και ψηλά και το σκαρφάλωμα μέχρι πάνω απαιτούσε ευελιξία. Ένα μεγάλο λιόδεντρο μπορούσε να αποδώσει μέχρι και 500 οκάδες ελιές (640 κιλά ), δηλαδή ένα «μόδι». Το δέντρο αυτό χαρακτηρίζονταν ως «μοδούσα» ελιά!
- Το μόδι ήταν 500 οκάδες. Όταν η οκά αντικαταστάθηκε από το κιλό σε κάποια χωριά, όπως το δικό μας, κρατήθηκε σταθερή η ποσότητα του καρπού στο μόδι που έφτανε στα 640 κιλά. Σε κάποια άλλα όμως κρατήθηκε σταθερός ο αριθμός 500 και το μόδι ήταν 500 κιλά, που χαρακτηρίζεται ως μικρό μόδι.
Οι ελιές με το ράβδισμα έπεφταν στο χώμα για να τις μαζέψουν οι μαζώχτρες και τα παιδιά. Η πρώτη εξέλιξη ήρθε με τα καποτένια λιόπανα, που απλώνονταν σε κάθε δέντρο στο οποίο άρχιζε το ράβδισμα.
Ήταν ευλογημένος ο ήχος απ’ τη μαζική πτώση της ελιάς πάνω στο λιόπανο. Στο τέλος της μέρας έπρεπε να καθαριστούν οι ελιές που είχαν συγκεντρωθεί στα λιόπανα με την απομάκρυνση των μικρών κλαδιών και των φύλλων. Στήνονταν δυο τέμπλες κατακόρυφα στο χώμα προς την κατεύθυνση απ’ την οποία φυσούσε ο άνεμος και δένονταν ψηλά οι δυο άκρες του λιόπανου ώστε αυτό να πάρει τη μορφή ενός κεκλιμένου επιπέδου. Από το χαμηλό άκρο του πανιού πετιόνταν οι ελιές με τη βοήθεια ενός πιάτου ή μικρού δοχείου προς το ψηλότερο και ο αέρας που φυσούσε αντίθετα απ’ την πορεία των ελιών απομάκρυνε τα λαφρύτερα φύλλα.
Οι ελιές τσουβαλιάζονταν σε τρίχινα σακιά και φορτώνονταν στα υποζύγια (συνήθως γαϊδούρια και μουλάρια) για να οδηγηθούν στα «αμπάρια» του ελαιοτριβείου.
Τα αμπάρια ήταν μικροί αποθηκευτικοί χώροι με ένα παράθυρο σε ύψος 1,20 μέτρα περίπου και μια μικρή «κεραμωτή» τρύπα στη βάση για να τρέχουν τα υγρά. Υπήρχαν διαφορετικής χωρητικότητας αμπάρια που παραχωρούνταν στους παραγωγούς ανάλογα με το μέγεθος της περιουσίας τους. Εκεί συγκέντρωνε κάθε παραγωγός το λιόκαρπό του μέχρι να έρθει η σειρά του για να αλέσει.
Τότε έμπαιναν στο αμπάρι δυο εργάτες (χαμάληδες) και γέμιζαν σακιά με το φτυάρι, τα οποία σακιά μετέφεραν άλλοι χαμάληδες μέσα στο ελαιοτριβείο, αφού τα ζύγιζαν, ανέβαιναν μια σκάλα και άδειαζαν τα σακιά σε ένα πατάρι που βρίσκονταν πάνω από την «πέτρα», την μονάδα πολτοποίησης των ελιών. Όταν τελείωνε ο προηγούμενος παραγωγός ρίχνονταν οι ελιές από το πατάρι στην «πέτρα». Η μονάδα αυτή αποτελούνταν από μια ρηχή δεξαμενή μέσα στην οποία υπήρχαν δυο κυλινδρικές μεγάλες πέτρες προσαρμοσμένες στις άκρες ενός οριζόντιου άξονα, ο οποίος με τη σειρά του ήταν προσαρμοσμένος σε έναν κατακόρυφο άξονα.
Το σύστημα περιστρέφονταν γύρω από τον κατακόρυφο άξονα και συγχρόνως κάθε πέτρα περιστρέφονταν γύρω από τον οριζόντιο άξονα. Η ρηχή δεξαμενή μέσα στην οποία περιστρέφονταν οι πέτρες είχε ένα μικρό πορτάκι με το οποίο επικοινωνούσε με μια άλλη χαμηλότερη και μικρότερη δεξαμενή. Όταν ολοκληρώνονταν η πολτοποίηση του καρπού, άνοιγαν το πορτάκι και οι πέτρες με την κίνηση τους έσπρωχναν τον πολτό (χαμούρ) στην άλλη δεξαμενή. Η μεταφορά του χαμουριού ολοκληρώνονταν με το φτυάρι από τον μάστορα, τον «πετρά».
Ο πολτός με μια γαβάθα ρίχνονταν μέσα σε ένα τετράγωνο τρίχινο σακί και ο μάστορας του πιεστηρίου τον άπλωνε μέσα στο σακί με το χέρι του και το τοποθετούσε πάνω στη βάση του πιεστηρίου και στη συνέχεια πρόσθετε και τα επόμενα. Σε κάθε πιεστήριο τοποθετούνταν 60 περίπου σακιά.
Η ποσότητα των ελιών που χωρούσαν στα σακιά αυτά λέγονταν ένα «στάμα». Αν ο παραγωγός είχε λιγότερες ελιές υπήρχαν δυο λύσεις. Ή τοποθετούσαν και άδεια σακιά στο πιεστήριο (μπασκί) ή συνεργάζονταν δυο μικροί παραγωγοί και άλεθαν από κοινού τις ελιές τους.
Το πιεστήριο ανέβαινε και την πρώτη πίεση την έκαναν αργά και στεγνά. Στη συνέχεια ακολουθούσε το κατέβασμα του πιεστηρίου και η δεύτερη πίεση γίνονταν με διαρκές βρέξιμο των σακιών με ζεστό νερό που ρίχνονταν με «μαστραμπάδες». Τα υγρά εξαιτίας της συμπίεσης έτρεχαν σε μια δεξαμενή στη βάση του πιεστηρίου. Αποτελούνταν από μίγμα λαδιού και υδατοδιαλυτών συστατικών (αμούρα)