Στο λεύκωμα “Η Βρίσα και το ’22” που έκδωσε η Βιβλιοθήκη περιλάβαμε και ένα κείμενο για την Κυρά Ρηνιώ (σελ. 105-109) που είχε δημοσεύσει στον “Αντίλαλο” ο αείμνηστος χωριανός μας γιατρός Γιάννης Καβουρής. Με βάση το κείμενο αυτό η κυρά Ρηνιώ έφυγε για τη Γερμανία από τη Σμύρνη μετά την καταστροφή και αυτός ήταν ο λόγος που την περιλάβαμε στο λεύκωμα. Το κάναμε αν και στο κείμενο υπήρχε πολύ σημαντική χρονική ανακολουθία. Σε κάποιο σημείο του κειμένου αναφέρεται ότι: Την εποχή εκείνη που η Ρηνιώ ζούσε στη Γερμανία του Κάιζερ, πριν τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο … Η καταστροφή της Σμύρνης το 22 και ο πόλεμος το 1914-18 δεν συμβαδίζουν με τα παραπάνω.
Είχαμε μείνει με την απορία για τη χρονική αυτή ανακολουθία.
Η ίδια η κυρά Ρηνιώ όμως μας διηγείται τη ζωή της αρκετά διαφορετικά από ότι την είχε παρουσιάσει στις στήλες του Αντίλαλου ο γιατρός.
Το κείμενο είναι αρκετά μεγάλο αλλά πολύ γλαφυρό και ενδιαφέρον. Πριν διαβάσετε αυτό είναι καλό να διαβάσετε το κείμενο που υπάρχει στο λεύκωμα (ή στον Αντίλαλο) για να διαπιστώσετε πόσο διαφορετικά τα λέει η ίδια για τη ζωή της. Για τα τάχατες πλούτη, για τις τάχατες σπουδές της, για τα τάχατες χρυσά χρόνια που έζησε στη Γερμανία.
Μας λέει η κυρά Ρηνιώ:
Γεννήθηκα το 1888. Η αδελφή μου η Μαριγώ (που παντρεύτηκε τον Αναστάση Τσέλεκα) το 1881. Εγώ ήμουνα το τρίτο παιδί. Ο Στέλιος το 1886 και ο Ανδροκλής το 1892. Όταν πέθανε ο πατέρας μου ήμουνα επτάμισι χρονών και οι χρεοοφειλέτες θέλανε να πάρουν τα κτήματά μας λόγω χρέους επειδή αγόρασε από τον αδελφό του Στυλιανό την αδελφική περιουσία για δεύτερη φορά αφού την πρώτη φορά την πήρε άνευ ομολογιών και την έβγαλε σε πλειστηριασμό. Ήταν άσωτος και σπάταλος και για να μην πάει σε ξένα χέρια η πατρική τους περιουσία αναγκάστηκε να χρεωθεί από διάφορους και να την πάρει.
Ο πατέρας ήταν εισπράκτορας φόρων και πέθανε το 1897 ξαφνικά. Δηλητηριάστηκε. Έτσι απ’ την αγορά του μεριδίου του αδελφού του Στυλιανού έμεινε χρεωμένος και στο τουρκικό δημόσιο.
Κάποιος καπετάνιος έλεγε «δεν έχ’ς κανένα να παντρέψ’;» Η γριά (η μητέρα μου) είπε: Η κόρη μου η μεγάλη, η Μαριγώ, βαστά το σπίτι, ο γιος (Στέλιος, 1885-1959) πηγαίνει στο σχολείο και τα άλλα είναι μικρά, το ένα μέσα στα οχτώ (εγώ) και το άλλο (ο Ανδροκλής 1892-1912)πέντε χρονών.
Δεν πειράζει το 8 ετών θα το πάρω στη Σμύρνη, για παρακουρούδ.
Σε έξι μήνες μετά το θάνατο του πατέρα μου, με ετοίμασαν και με κατέβασαν στα Βατερά. Εκεί το καΐκι ήταν έτοιμο με πανιά με μερικές γυναίκες επιβάτιδες. Ήμουνα πένθιμα ντυμένη, βρακούσα. Στο κεφάλι είχα μαλλί τριών λογιών άσπρο, κοκκινωπό και καστανό.
Έβγαλα τα τσοκαράκια μου, έκανα το σταυρό μου, χωρίς να με προμηθέψει κανένας και είπα «έλα Χριστέ και Παναγιά» και μπήκα στο γιαλό και με ανέβασαν στο καΐκι. Έμαθα αργότερα ότι η μητέρα μου όταν έφυγα λιγοθύμησε από τη συγκίνηση που έφευγα και όταν συνήλθε είπε: «το κορίτσι μου που το στέλνω τόσο μικρό!» αλλά …ήταν αργά πια!
Το ταξίδι βάσταξε αρκετές μέρες γιατί ο καιρός δεν ήταν ευνοϊκός. Η αγωνία μου μεγάλη γιατί δεν είχα το θάρρος να πω σε κανένα την …ανάγκη μου!
Φτάσαμε στη Σμύρνη αργά, δεν μπορούσαμε να βγούμε έξω. Έβλεπα τα βαγόνια να κινούνται και τα θεωρούσα σπίτια που κινούνται αλλά δεν ξεστόμιζα τίποτα. Κατά την ώρα της αποβίβασής μας οι συνεπιβάτιδες μου συνορίζονταν να με πάρουν στα σπίτια που «παρακόρευαν» οι κόρες τους με την ελπίδα μήπως με κρατήσουν και μένα και παίρναν το μπαξίσι τους για τη μεσιτεία τους. Ο καπετάνιος όμως (Χαρ. Μιναγούλ’ς) τις αποστόμωσε λέγοντας: Γω θα το πάρω το παιδί, γω είμαι υπεύθυνος, γω έδωσα το λόγο μου στη μάνα της.
Όταν βγήκαμε στο μουράγιο κάποια στιγμή μου λέει «κράτα με από τη βράκα μου να μη σε χάσω». Πήγαμε στο σπίτι που τον είχαν παραγγείλει για «παρακουρούδ». Μόλις μας αντίκρυσε η κυρία λέγει: «Αμ αυτό θέλει λάτρα, όχι να λατρέψει εμάς» Ο καπετάνιος απάντησε «δεν πειράζει, έχω και αλλού παραγγελία». Δυστυχώς όμως και στο δεύτερο σπίτι είχαμε την ίδια τύχη. Στεναχωρήθηκα και το κατάλαβε ο καπετάνιος και μου λέει: «Μη στεναχωριέσαι θα σε πάω πίσω στο χωριό και όταν μεγαλώσεις σε ξαναφέρνω πάλι»
Πικράθηκα πάρα πολύ, γι αυτό δεν ήθελα να γυρίσω στο χωριό. Ήμουνα περήφανη! Τι να κάνω όμως. Ο καπετάνιος κάθισε σε μια ταβέρνα να πιεί κάτι κι εγώ απέξω και έβλεπα τον κόσμο. Οπότε ερχόταν μια κυρά ως 24 χρονών που μου έκανε εντύπωση η λιλά φορεσιά της με το γκρι καπέλο με τους λιλά φιόγκους και η ομορφιά της. Πήγαινε να κάνει επίσκεψη πριν μεσημέρι στη μαμά της, χήρα consula, αλλά όταν πήγε να με προσπεράσει σταμάτησε μια στιγμή, όπως μου είπε αργότερα. Την είχαν σαγηνέψει τα μάτια μου. Μου λέει:
-Πως κάθεσαι μικρή εδώ;
-Περιμένω τον μπάρμπα μου που κάθεται μέσα στο μαγαζί, της απάντησα.
-Φώναξε τον έξω.
Πηγαίνω και του λέω: Μπάρμπα, μπάρμπα μια όμορφη γυναίκα θέλει να σε κουβεντιάσει. Βγήκε και η κυρία ζήτησε εξηγήσεις για μένα από τον καπετάνιο.
-Δυστύχησε η οικογένεια της, της είπε, και γω παρακίνησα τη χήρα μάνα της να το στείλει «παρακόρ» μα όπου το πήγα το βρήκαν πολύ μικρό.
– Πάω στη μητέρα μου visita, του απάντησε, και να την πάρω μαζί, ίσως εκείνη την κρατήσει γιατί ήθελε ένα μικρό «παρακουρούδ». Σε περίπτωση που δεν την κρατήσει θα την πάρω για φαγητό στο σπίτι μου και έλα να την πάρεις. Να η σύστασή μου.
Γυρίζει και λέει σε μένα: Έχουμε μακαρόνια με ζαμπόν, τα τρως;
-Μακαρόνια, της λέω, και η αδελφή μου, η Μαριγώ, κάν’ αλλά ζαμπόν δεν ξέρω τι είναι.
Εκείνη γέλασε. Ξεκινήσαμε, μα σε λίγο κοντοστάθηκε και γυρίσαμε σε κάτι σοκάκια γιατί ντράπηκε φαίνεται να συνοδεύεται από μένα. Όταν φτάσαμε στον αρχοντομαχαλά «Κηπριές» χτυπήσαμε μια πόρτα. Μας άνοιξε μια υπηρέτρια και είδαμε και άλλους επισκέπτες, παιδιά της αρχόντισσας. Ξαφνιάστηκε όμως η μητέρα της και της λέει:
-Τι είναι αυτό που σε ακολουθεί; Άννα;
-Να μαμά δεν ήθελες ένα μικρό δουλάκι;
-Τρελάθηκες μήπως Άννα; Τι θα μου κάνει αυτό το μωρό;
-Δεν πειράζει μαμά την έχω καλεσμένη στο σπίτι μου να φάει.
Έτσι με παρέλαβε ένας αδελφός της, ανύπαντρος, με πήγε στον μπουφέ, με πρόσφερε κουφέτα και άλλα γλυκίσματα. Μα εγώ δεν τα δέχτηκα, επειδή είχα φόβο από το σπιτικό μας να μην παίρνω από τα σπίτια δώρα και μας λεν «ψοφ Βαγγελινοί». Τότε εκείνος γυρίζει και λέει στους επισκέπτες «Είδατε παιδιά να μην τρώνε τα γλυκίσματα; Εκεί δίπλα υπήρχε μια φρουτιέρα με σταφύλια και γυρίζοντας με λέγει: «Στο χωριό σας όμως έχετε σταφύλια. Μου δίνει μια τσαμπουρδάνα την οποία κρατούσα δειλά-δειλά χωρίς να την τρώω. Του λένε οι άλλοι «Καλέ ντρέπεται και δεν την τρώει». Εκείνος τότε άνοιξε μια πόρτα και μ’ έβγαλε σ’ ένα κήπο ώστε νομίζοντας ότι είμαι μονάχη άρχισα να τρώγω το σταφύλι.
Έξαφνα σηκώνοντας τα μάτια μου βλέπω όλους τους επισκέπτες κολλημένους στα τζάμια να κοιτάνε εμένα γελώντας ενώ εγώ πόσο ήθελα να ανοίξει η γη να με βάλει μέσα! Επιτέλους φύγαμε με την Άννα για το σπίτι της. Μόλις πήγαμε ήρθε και ο άνδρας της από το Κράμερ (;) Ήταν Γερμανός και την πήρε για την ομορφιά της. Σπούδαζε γιατρός στη Γερμανία και όταν πέθανε ο πατέρας του έπαυσε τη σπουδή του και μπήκε στο πατρικό εργοστάσιο μουσικών οργάνων συνεταίρος και έγινε πλασιέ επειδή γνώριζε πέντε γλώσσες και ως τέτοιος ήρθε στη Σμύρνη και απέναντι στο δωμάτιο που έμενε τη γνώρισε και τη ζήτησε σε γάμο, ενώ εκείνη ήταν Φραντσέζα. Ήρθε αντιπρόσωπος της οικογένειας του από τη Γερμανία, είδε τα πράγματα και συγκατατέθηκε για το γάμο τους. Η πεθερά του την έδωσε με την εξής συμφωνία: «Μέχρις ότου ζω να μη φύγουν στο εξωτερικό παρά μόνο κατά το μήνα του μέλιτος»
Συζητούσαν γαλλικά, εγώ δεν καταλάβαινα, μου φαινόταν παράξενο και άνοιγα τα μάτια μου να μπω στο νόημα.Αυτοί το αντιλήφθηκαν και γελούσαν. Τέλος αποφάσισαν να με κρατήσουν και όταν με ρώτησαν σχετικά η χαρά μου ήταν απερίγραπτη. Με ρώτησαν «τί δουλειά ξέρεις να κάνεις;»
-Στρώνω το σουφρά, φέρνω τα χλιάρια, φέρνω το ιμάμ…
-Τώρα θα μάθεις και άλλες δουλειές. Θα στέκεις στο τραπέζι με σταυρωμένα χέρια, το ποτήρι αν αδειάζει θα το γεμίζεις.
Πήγα κι έφαγα με την άλλη υπηρεσία. Μ’ έραψε ένα φουστάνι, έβγαλα τα πένθιμα υφαντά βρακιά. Έγινα πεταλούδα.
Σε λίγο ήρθε ο καπετάνιος να με πάρει. Εγώ έτρεξα και τον απάντησα «Εγώ δεν έρχομαι, θα μείνω εδώ». «Αυτό παρακαλούσα κι εγώ παιδί μου» μου απάντησε. Του παρέδωσα τον τρουβά με τα ρούχα μ’ και το χραμ’ και του παράγγειλα να πει τη χαρά μου, ότι έπεσα σε καλά χέρια.
Όταν ήρθε η άνοιξη νοίκιασαν σπίτι στην Καραντίνα, κοντά στη θάλασσα. Τότε σε εννιά μήνες ήρθε η μητέρα μου για να με δει και έμεινε πολύ ευχαριστημένη. Έσπασα τον κουμπαρά μου. Είχα 35 γρόσια, ένα τοπ’ κάποτ, μια κούκλα κι άλλα δωράκια. Τα έδωσα. Με είχαν μάθει πως θα υποδέχομαι τους ξένους, να τους προσφέρω το καπέλο και το μπαστούνι τους και να απλώνω το χέρι για το φιλοδώρημα. Μάλιστα εκείνη τη μέρα έκανα μια τρέλα. Είχαμε πλύση. Εγώ έπρεπε να πλύνω τα μανδήλια και τα κολάρα, η μαγείρισσα τη μπουγάδα κι ο υπηρέτης να ζεστάνει το καζάνι, τη φωτιά. Εκείνος απαίτησε να κοιτάζω και το καζάνι. Τότε εγώ πήρα ζεστό νερό να τον περιχύσω, οπότε τον κυνήγησα. Πήδησε μέσα στη δεξαμενή του κήπου, στεγνή, που είχαμε τα κοτέτσια και τον απειλούσα ότι θα πεθάνει η μήνα του όταν βγει. Μα ύστερα τον παρακαλούσα να βγει, μα δεν έβγαινε γιατί θα πέθαινε η μήνα του. Όταν ήρθε η κυρία βγήκε και του έδωσε ένα χαστούκι, ύστερα μου έδωσε και μένα και η μητέρα μου έλεγε «ξύλο κυρία, δώσ’ του» Αυτή τη συμβουλή της μητέρας την κράτησε κατόπι. Η μητέρα μου προνόησε και είπε «αν καμιά φορά θέλετε τίποτα ή κάνει κάτι να αποταθείτε στον εξάδελφό μου Ιωάννη Καριώτη. Σύσταση δεν θυμούμαι.
Στο σπίτι είχαμε και τη μαμά της, φιλάσθενη μουσαφίρισσα, και ήμουνα συνοδός της, άγγελος φύλακας περιποιητικός , ώσπου πέθανε. Τότε ο άνδρας απαίτησε να φύγουν στο εξωτερικό, στη Γερμανία. Απαντά εκείνη «αν δεν πάρω μαζί μου την Ειρήνη, δεν πάω πουθενά» Και η απάντησή του ήταν «και γιατί να μην την πάρουμε;» Αποτάθηκαν τον Ι. Καριώτη τότε για την απόφασή τους. Κείνος όμως κακώς το δέχτηκε γιατί είχε τέτοια εντολή από τη μητέρα μου, επειδή ήταν ξενικό το σπίτι, να μη με ξενιτέψουν. Τον τάξανε χρυσές λίρες και του κάνανε τη γνώμη του. Τώρα έπρεπε να βγάλουν τα διαβατήρια. Άλλο εμπόδιο εκεί. Δεν έδιναν την άδεια γιατί ήταν αλλόθρησκοι (διαμαρτυρόμενος και καθολική). Τότε η Μητρόπολη με πήρε από κοντά τους και με πήγε τον Ι. Καριώτη, ενώ εγώ έκλαιγα. Παραπονέθηκε. Με πήραν από κει και με έκλεισαν σε ένα βρισαγώτικο μπακάλικο ενώ εκείνη (η κυρία μου) έτρεχε σαν τρελή να με ανακαλύψει. Αναγκάστηκε και έδωσε φιλοδώρημα στο θυρωρό και γραμματέα της Μητρόπολης για να μπει μέσα και κατόρθωσε να πείσει το Δεσπότη να με πάρει, αλλά έκαναν επίσημα έγγραφα ότι δεν θα άλλαζα την πίστη μου και όταν δε με σηκώσει το κλίμα να φροντίσουν να με στείλουν πίσω και μ’ αυτά αναγνωρίζονταν ως κηδεμόνες μου. Και έτσι ύστερα από λίγο φύγαμε για την Γερμανία.
Πρώτα πήγαμε σε ένα χωριό, Κόμενς. Είχαν εκεί εργοστάσιο ψαρόκολλας. Εκεί τους ανάγκασαν οι αρχές του χωριού να με στείλουν στο σχολείο. Εκείνος έδωσε την υπόσχεση να μου κάνει αυτός μαθήματα για να μην μάθω κατά πρώτον τη γλώσσα χωριάτικα. Η δουλειά δεν πήγε καλά και το εργοστάσιο έκλεισε. Φύγαμε για τη Δρέσδη. Εκεί με πήγε σ’ ένα σχολείο, στο Δημοτικό και κατόρθωσα μέσα σε ένα χρόνο να βγάλω δυο τάξεις. Στο χρόνο απάνω φεύγουμε από τη Δρέσδη και πάμε στη Λειψία για εργοστάσιο καλαθοπλεκτικής, μα δεν πήγε μπρος. Στο χρόνο απάνω γυρίζουμε πάλι τη Δρέσδη και άνοιξαν καπνοπωλείο. Εκεί κερδίζουν ένα λαχείο 500 λίρες και από κει πήγαμε 2 χρόνια στο Μικτόν, όπου και πτώχευσαν, οπότε με είχαν πωλήτρια ψιλικών στα σπίτια και σχεδόν εγώ τους συντηρούσα σε ηλικία 14 ετών, ενώ είχα τελειώσει το σχολείο. Έλεγα χίλιες δυο ψευτιές για οικογενειακή ανάγκη. Τόσο φτωχοί έγιναν ώστε και το νοίκι τους το πλήρωνε η μητέρα του. Ύστερα από 2 χρόνια γυρίσαμε στη Δρέσδη πάλι, οπότε εγώ αρνιόμουνα να κάνω την πωλήτρια γιατί με νερόπιαζαν οι νοικοκυράδες «δε πας σε θέση» μ’ έλεγαν. Ήμουνα 16 ετών. Εκείνοι το ‘ριξαν στο πιοτό, έγιναν αλκοολικοί. Ζωή μαύρη.
Ο Conrad Suites (έτσι έλεγαν τον κύριο) πήγε να πάρει τα έπιπλα της αδελφής του, που χώρισε από τον άνδρα της και να της τα στείλει. Τα πήρε. Στο ταξίδι στεναχωρέθηκε, βράχηκε, ήρθε πτώμα στο σπίτι και έπεσε στο κρεβάτι. (Με την Αλίκη στο πανηγύρι, χορό, φιλιά, αγωνία.) (;)
Ζητώ θέση σε σπίτι. Επιτυγχάνω κουβερνάντα σε παιδί 6 ετών. Παίρνω την άδεια του. Ζωή χαρισάμενη στη Δρέσδη. Μια μέρα με έκανε δώρα για τα γενέθλια μου η οικογένεια του παιδιού. Με μήνυσαν (τα πρώτα αφεντικά μου) στην πρώτη έξοδό μου να τους επισκεφτώ. Τον βρήκα πλαγιασμένο. Εκείνη παραπονιόταν ότι τους εγκατέλειψα. Δια της εφημερίδας φρόντισα και τους βρήκα υπηρεσία 14 ετών, απ’ την οποία όμως σε 15 μέρες έφυγε. Επί 4 μήνες έμεινα στη θέση μου και δεν με άφηναν. Εκείνος με παρακαλούσε να εγκαταλείψω τη θέση μου υποσχόμενος να με μάθει γαλλικά και αγγλικά «να πας διερμηνέας σε κατάστημα, σ’ αδίκησα ως τώρα» Τα νέα μου αφεντικά με συμβούλευαν να μη δεχτώ αφού ήταν άρρωστος. Πράγματι ο Θεός με προστάτεψε, είχε καλπάζουσα (φυματίωση) Η Αλίκη με περίμενε όταν ξεψυχούσε. Περιπέτεια στο δρόμο. Συνοδός δάσκαλος. Φτάσαμε στο σπίτι. Μόλις μ’ αντίκρισε ξεψύχησε. Την Άννα την πήρε η πεθερά της. Εγώ έμεινα κοντά της ένα μήνα βοηθώντας την. Απολυμάναμε το σπίτι. Γνώρισε τα αφεντικά μου. Έχασα τη θέση μου κι από τότε δούλευα σα κουβερνάντα σε διάφορα σπίτια. Αυτή πήρε τον άσχημο δρόμο. Εγώ έμαθα ραπτική, μαγειρική και κατά το 1911 γύρισα στην Ελλάδα.
Από εδώ έφυγα στην Αίγυπτο για να γνωρίσω τον αδελφό μου τον Στέλιο, που δούλευε κοντά σε πρίγκιπα. Το 1912 ήμουν στην Αίγυπτο και το 1913 ήρθαμε με το Στέλιο να πάρουμε τη μητέρα μας και την οικογένεια της αδελφής μου, της Μαριγώς, και να γυρίσουμε όλοι στην Αίγυπτο. Πεθαίνει ο αδελφός Ανδροκλής. Γίνεται ο αποκλεισμός (σημείωση: προφανώς κατά τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο) και μείναμε και γω κι ο Στέλιος εδώ.
Η διήγηση αυτή έγινε το 1981 στον αείμνηστο δάσκαλο Κώστα Τσέλεκα, που την κράτησε στο αρχείο του έτσι για να …λύσει τις απορίες μας.
Ας είναι αναπαυμένοι όλοι, η Ειρήνη, ο δάσκαλος, και όλα τα μέλη του μεγάλου σογιού (Ευαγγελινοί και Τσελέκηδες) που έχουν φύγει από τη ζωή. Και οι νέοι να ζήσουν, να θυμούνται τους προγόνους τους και να μάθουν τους συγγενείς τους. Στο τελευταίο θα βοηθήσει και το γενεαλογικό δέντρο που μας άφησε ο δάσκαλος.
Ευχαριστώ πολύ Στρατή για το δημοσίευμα, πράγματι είχα είχα κάποια πράγματα συγκεχυμενα στο μυαλό μου τώρα μπήκαν σε κάποια τάξη.
Σ’ ευχαριστούμε πολύ και για το κείμενο και για το ντονουμέντο από το γενεολογικό δέντρο της οικογένειας μας
Θα ηθελα και εγω με την σειρα μου Στρατη να σε ευχαριστησω για το υπεροχο κειμενο της οικογενειας μου που με κανει περηφανη για την καταγωγη μου.Ειχα ακουσει πολες φορες απο τον αειμνηστον πατερα μου καποιοα σκορπιστα γεγονοτα απο την ζωη της θειας μας Ρηνιως αλλα ποτε με τετοια λεπτομερια. Σε ευχαριστουμε πολυ και ας ειναι παντα οι ψυχες τους αναπαυμενες.