Από την Κατερίνα Γεωργή
Αντρέ
Οργασμός εργασίας ένα χειμωνιάτικο βράδυ στην κουζίνα της θείας μου της Ευστρατίας στο Νέο Ψυχικό.
Περιμέναμε για να του «κάνουμε το τραπέζι», τον αρραβωνιαστικό της ξαδέρφης μου της Μαρίας, της πρώτης και πολυχαιδεμένης εγγονής τής οικογένειας, τον Γιάννη, με ένα φίλο του και μελλοντικό κουμπάρο τους, αξιωματικοί και οι δύο του πυροβολικού.
Παρεπιπτόντως μέγας ψαροφαγάς ο Γιάννης όπως είχαμε διαπιστώσει σχετικά πρόσφατα, αφού πρόσφατα μέσω της αρραβώνας γνωρίσαμε και τον ίδιο.
Ως εκ τούτου το μενού περιελάμβανε ότι εκλεκτότερο διέθετε η κεντρική ψαραγορά.
Μαύρα μεσάνυχτα κατέβηκε στην Αθήνα ο άντρας της θείας μου για να ψωνίσει τα θαλασσινά, φρέσκα και από την πηγή.
Η κουζίνα γεμάτη μυρωδιές από τις γαρίδες και τα αστακουδάκια, την ψαρόσουπα, το βραστό ψάρι, την μαγιονέζα, τις αρωματικές σαλάτες και τα γλυκά.
Στον φούρνο είχαν τοποθετηθεί ήδη και τα ψάρια που προοριζόταν για ψητά.
“Πλούσια τα ελέη του Θεού” όπως θα έλεγε η γιαγιά μου αν ήταν παρούσα.
Η δε προγιαγιά μου στις εγγονές της όταν πηγαίναν στα πανηγύρια και τους φόρτωνε με φαγητά και γλυκά και διαμαρτυρόταν αυτές ότι ήταν πολλά, τους αποστόμωνε με την φράση:
“Ας μι λένι Μαλαμπίνα, κι ας ψουφώ από την πείνα”.
Τι ακριβώς τώρα ήταν αυτή η Μαλαμπίνα δεν ξέρω, όπως δεν ξέρω αν λέω και σωστά το όνομα γιατί ποτέ δεν σκέφτηκα να το διευκρινήσω στα σίγουρα.Έτσι το συγκράτησα μολονότι το άκουγα συχνά από μικρή να λέγεται κοροϊδευτικά στις οικογενειακές συγκεντρώσεις όταν ήταν πολλά τα εδέσματα. Υπέθετα ότι ήταν κάποια πλούσια κυρά στα παλιά χρόνια που όλες οι γυναίκες ήθελαν να τις παρομοιάζουν με αυτήν στα πλούτη και στην προκοπή.
Έτσι και εμείς είχαμε μαζευτεί εκτός από την οικοδέσποινα και την αρραβωνιασμένη ξαδέρφη, εγώ, η θεία Παναγιώτα με την κόρη της την Ελενίτσα και η μαμά της νύφης η θεία Ειρήνη μαγειρεύοντας και προσπαθώντας με τον τρόπο μας να μοιάζουμε σαν την Μαλαμπίνα της προγιαγιάς, σε αφθονία αγαθών και προκοπή.
Μία κουζίνα γεμάτη λοιπόν από γυναίκες χαρούμενες, με γέλια, κουτσομπολιά και πειράγματα.
Να θυμόμαστε που η μάνα μου έκανε τον κακό χαμό γιατί δεν έτριψε η Ευστρατούλα τελευταία στιγμή το κρεμμύδι σε ένα γλέντι να το βάλει στους κεφτέδες και θα μύριζαν άσχημα κρεμμυδίλα, ή μια φορά που η θεία Σοφία πήγε να σφάξει μια κότα και της ξέφυγε και κυκλοφορούσε με αίματα στην αυλή αλλά τελικά σώθηκε και δεν την πείραξαν μετά, μόνο πέθανε από βαθιά γεράματα, άλλη θυσιάστηκε στην θέση της, το ένα καλάθι με αχινούς που πέταξε πάλι η μάνα μου σε μια λαγκαδιά στον άγιο Φωκά γιατί θύμωσε που μόνο αυτούς τρώγαμε και περιφρονούσαμε τα φαγητά της που με τόσο κόπο είχε κάνει, τα γλέντια και τους χορούς του πατέρα μου σαν λεύτερος στον Πλάτανο, τις χοροεσπερίδες τις φιλίες και τα ειδύλλια στην κατοχή, το αλλάξτε ντάμες του Γιώργου Μανώλα στο βαλς και στο ταγκό που το έλεγε μάλιστα στα Γαλλικά, Shange’ le dame, και μέσα στα γέλια συγχρόνως κάθε μία κάτι έκανε μέχρι την τελευταία στιγμή, από το στύψιμο των λεμονιών για το αυγολέμονο που θα γινόταν μόλις έφταναν οι καλεσμένοι, μέχρι το κόψιμο του ψωμιού και των μυρωδικών στις πλούσιες σαλάτες.
Τον συντονισμό όμως και το γενικό πρόσταγμα το είχε η οικοδέσποινα, η θεία μου η Ευστρατούλα.
Ευστρατούλα κατ’ ευφημισμό γιατί ήταν μία ευτραφέστατη επιβλητική γυναίκα όμορφη, ξανθιά και γαλανομάτα με ένα υπολογίσημο εκτόπισμα κιλών.
Η όμορφη θεία μου που είχε ζήσει πολλά χρόνια στο Βελγικό Κονγκό, όπου είχε συναναστραφεί με πολύ κόσμο, πολυκαταστήματα είχαν, από φτωχούς μαύρους ιθαγενείς μέχρι πλούσιους Βέλγους, και μίλαγε καλά τα Σουαχίλι αλλά και τα Γαλλικά αρκετά καλά πλήν όμως με ελληνική προφορά ειδικά εκείνο το “γό” τους που το έλεγε καθαρό και γάργαρο “ρό” σαν το δικό μας.
Εικοσιτεσσάρων χρόνων πήγε στο Κονγκό παντρεμένη, και στα τριάντα τέσσερα της αν θυμάμαι καλά, έμεινε χήρα.
Ο θείος μου ο Στρατής ο Σάββας πέθανε ξαφνικά από έμφραγμα ενώ είχαν έρθει για διακοπές στην Ελλάδα.
Εκείνη τότε δεν γύρισε στο Κονγκό γιατί είχαν αρχίσει οι ταραχές με τους ιθαγενείς και έχασε και την μεγάλη περιουσία που είχαν φτιάξει εκεί.
‘Ομως μετά από τρία χρόνια ξαναπαντρεύτηκε με τον Σωκράτη τον Μανώλα, χωριανό μας, που ήταν συμπτωματικά λεύτερος και ένας παλιός νεανικός πλατωνικός έρωτάς της.
Και μένανε στο Ψυχικό και κάνανε και μία κορούλα και ήταν πολύ ευτυχισμένοι.
Το σπίτι λοιπόν στρωμένο με τα “καλά” του, ηλεκτροφωτισμένο από την κορυφή μέχρι τα νύχια μέσα και έξω, περίμενε μαζί μας τους επίσημους καλεσμένους μας.
Το τραπέζι με τα καλά κεντημένα λινά τραπεζομάντηλα, τα πορσελάνινα σερβίτσια και τα ασημένια μαχαιροπήρουνα από τα ταξίδια της στο Βέλγιο παλιά όταν ακόμα ήταν πολύ πλούσια,τα βάζα γεμάτα λουλούδια και τα μικρά παιδιά η Ελένη και το μωρούλι τους η Μάρη, τα μικρά ξαδελφάκια μου, ταϊσμένα και τακτοποιημένα νωρίτερα για την περίσταση.
Η θερμάστρα πετρελαίου στο φούλ, γιατί ο καιρός έξω ήταν χειμωνιάτικος με κρύο και βροχή, και μέσα θαλπωρή και χαρούμενη ευτυχισμένη ατμόσφαιρα!
Ακόμα εκείνα τα χρόνια δεν είχαν ξεκινήσει οι μονοκατοικίες να έχουν εγκατάσταση καλοριφέρ έξω ού και η θερμάστρα.
Μεγάλο το κέφι, η χαρά και η αδημονία για την άφιξη του αγαπημένου καινούργιου μέλους τής ούτως ή άλλως μεγάλης οικογένειάς μας.
Και καθώς είχε φτάσει πια η ώρα και περιμέναμε από στιγμή σε στιγμή το χτύπημα του ηλεκτρικού κουδουνιού από την μπροστινή πόρτα, ακούμε ένα περίεργο δυνατό χτύπημα κάτι σαν κλώτσημα στην πόρτα της κουζίνας που ήταν στο πίσω μέρος του σπιτιού, στο βάθος του κήπου της μονοκατοικίας.
Αν είναι δυνατόν!
Ελαφρώς παγώσαμε γιατί όπως σας περιέγραψα στην κουζίνα γινόταν ο κακός χαμός από φαγητά σε τραπέζι, πάγκους και ηλεκτρική κουζίνα, και ο νεροχύτης ξέχειλος από χρησιμοποιημένα κατσαρολικά και άνω κάτω όλα.
Μόνο η θεία Ευστρατούλα στητή στην καρέκλα της, ψύχραιμη, με ένα μεγάλο χαμόγελο και παίρνοντας το κοσμοπολίτικο ύφος της πετάει ένα “αντρέ” με έντονο το “ρό” που στα γαλλικά σημαίνει “περάστε”, αναμένοντας να ανοίξει η πόρτα από τους καλεσμένους μας και υποθέτοντας ότι μάλλον δεν λειτούργησε το ηλεκτρικό κουδούνι της μπροστινής πόρτας και με την φασαρία που κάναμε πιθανόν δεν ακούσαμε τις φωνές και τα χτυπήματα τους με το χέρι.
Και καθώς περιμέναμε ζεματισμένες και ολίγον σαν στήλες άλατος όλες οι υπόλοιπες και η πόρτα δεν άνοιγε παρόλο το “αντρέ”, την άνοιξα τελικά εγώ, όπου εμφανίστηκε ο θείος Σωκράτης κουκουλωμένος από το κεφάλι μέχρι τα πόδια με μια βρεγμένη μπατανία γιατί έξω είχε δυναμώσει η βροχή κρατώντας στα χέρια δύο μεγάλα μπιτόνια με πετρέλαιο για την θερμάστρα έξω ού και τα κλωτσήματα στην πόρτα.
Είχε κατέβει στο υπόγειο για να το φέρει, με κάτι ασχολήθηκε και άργησε λίγο να ανέβει, και εμείς μέσα στην γενική ευφορία και την ολοκληρωτική αφοσίωση στις προετοιμασίες τον είχαμε ξεχάσει.
Το τι έγινε δεν περιγράφεται!.
Από την μία το ύφος της θείας με όλη την μεγαλοπρέπεια της και το «γαλλικό της», και από την άλλη ο Σωκράτης μισοβρεγμένος, με κακομοίρικο ύφος και συγχρόνως αγανακτισμένο γιατί αργήσαμε να του ανοίξουμε να μπαίνει κουκουλωμένος με την μπατανία, μας έκανε να λυθούμε στα γέλια!
Πέρασαν χρόνια από τότε αλλά πάντα σε ανάλογες περιπτώσεις θυμόμαστε το περιστατικό και το “αντρέ” έχει την τιμητική του στις οικογενειακές μας συγκεντρώσεις.
Ψάχνουμε σώνει και καλά ευκαιρία να το “πετάξουμε”, χωρίς όμως να μπορούμε να αναπαράγουμε και να συναγωνιστούμε ούτε κατά διάνοια, το εκτόπισμα, το αυτοκρατορικό ύφος και το “τουπέ” της αγαπημένης μας θείας.
Ο Νίκος Μαυρουδής είχε την καλοσύνη να με πληροφορήσει ότι η γιαγιά του που είχε έρθει από την Ανατολή έλεγε: Ας με λένε Βοϊβοντίνα και ας ψοφώ από την πείνα. Όπου Βοϊβοντίνα ήταν η γυναίκα του Βοϊβόδα άρχοντα και διοικητή επαρχιών παραδουνάβιων περιοχών. Τον ευχαριστώ θερμά.
Αρκετά καλό αφήγημα .Υποθέτω ότι η -Μάρη- είναι και η φίλη ,η αναρτήσασα το κείμενο.
Το κείμενο γράφτηκε και αναρτήθηκε από εμένα την Κατερίνα Γραγουδά Γεωργή. Η Ευστρατούλα ήταν θεία μου, αδερφή της μαμάς μου. Η Μαρη πρώτη εξαδέρφη μου.