13-4-1941
Κυριακή Βαΐων Ξημερωνόμαστε. Απομεσήμερο. Μόλις πριν 10 ‘ πάτησα πάλι το ελληνικό χώμα. Από το μάτι μου κυλά ένα δάκρυ συγκίνησης ενώ το κεφάλι βουίζει από πονοκέφαλο. … Μόλις φτάσαμε στην Ιεροπηγή (;) παραμεθοριακό ελληνικό χωριό πήγαμε στην εκκλησία, κάναμε το Σταυρό μας με δάκρυα στα μάτια, πήραμε φύλλα Βαΐων για ανάμνηση
14-4-1941
Νεάπολη. Πρωί μόλις κάθισα ύστερα από ένα λουτρό στο συντριβάνι της πλατείας, και ύστερα από 16,5 ώρες πορείας χωρίς να σταματήσουμε ούτε λεπτό. Απ’ την κούραση δεν μπορώ να γράψω περισσότερα. Το χέρι μου τρέμει, το κεφάλι βουίζει. Τι ήταν αυτή η νύχτα; Κόλαση: … Στο Βόιον αντίκρυ διεξάγονται μάχες.
15-4-1941
Νεάπολη
16-4-1941
Πηγαδίτσα Γρεβενών Ν. Κοζάνης.
17-4-1941
Κάλαμο (;) Τρίκαλα
18-4-1941
Ξεκινάμε για την Καρδίτσα. …
19-4-1941
Ξεκινήσαμε για τους Σοφάδες …
20-4-1941
Διανυκτερεύσαμε στην Άναβρα μέσα σ’ ένα αχυρώνα. … Πρωί –πρωί ξεκινήσαμε για τη Λαμία. …Καταφθάνουμε στο χωριό Κωσταλέξη. …Πέφτοντας να κοιμηθώ βρίσκω στο προσκέφαλο μια μπουκιά ψωμί το οποίο κρύβω με επιμέλεια.
21-4-1941
Ξεκινάμε μέσα από κατσάβραχα για τη Γραβιά. Φτάνουμε στο Γαρδίκι. Κάτω απλώνεται ο κάμπος της Γραβιάς. Δεξιά μας το Καστέλι και αριστερά η είσοδος της χαράδρας της Γραβιάς. Μας συνιστούν να πάμε από τη Γραβιά και όχι από το σταθμό του Μπράλου γιατί κάτω η ρεματιά βάλλεται. Δεν ακούμε κανένα. Βάζουμε κατεύθυνση για το Δαδί και ακολουθούμε τη χαραδρίτσα κάτω απ’ το Γαρδίκι. Περπατούμε, περπατούμε. Κατά το ηλιοβασίλεμα ένα αεροπλάνο γερμανικό μας βάλει. Γλιτώσαμε παρά τρίχα. Νύχτωσε κι ακόμα το Δαδί. Επιτέλους φτάνουμε. Ερημιά. …
22-4-1941
Το πρωί μας έκαμαν να ξυπνήσουμε κατά τις 4 και να συνεχίσουμε προς τη Λειβαδιά. Μόλις είχαμε βαδίσει 10 χιλιόμετρα αναγκαστήκαμε να παραμείνουμε σε ένα αχυρώνα δίπλα στο δημόσιο δρόμο κοντά στο χωριό Πιθάριο Δοκρίδας. Η εξάντληση είναι καταφανής. Κοντά είναι εγγλέζικος προσωρινός καταυλισμός. Τα αεροπλάνα σε ύψος 30 μέτρων πολυβολούν Σωστή κόλαση γύρω μας. Κρυβόμαστε μέσα σε ακαθαρσίες του αχυρώνα για να προφυλαχτούμε. Τι θα γίνει; Ψωμί δεν έχουμε, οι τροφές μας εξαντλήθηκαν. Κατά το απόγευμα αποφασίζουμε να ξεκινήσουμε πάλι για τη Λειβαδιά.
23-4-1941
Λειβαδιά. Φτάσαμε πεζοπορώντας όλη τη νύχτα κατά τις 4 το πρωί Η κούραση είναι αφάνταστη. Περνούν αυτοκίνητα δικά μας ερχόμενα από το Αγρίνιο. Παρακαλάμε μα δεν μας παραλαμβάνουν. Η αγανάκτησή μας κορυφώνεται Φθάνω στο σημείο να κλάψω. Επιτέλους όμως με μεγάλη προσπάθεια κατορθώνω να γαντζωθώ σε ένα αυτοκίνητο γεμάτο από φαντάρους οι οποίοι με απειλούν με τις γροθιές τους να κατεβώ. Ξεκινά το αυτοκίνητο και βρίσκομαι κρεμασμένος. Με αφήνουν να καθίσω μετά αφού με τις βλασφημίες τους με έκαναν κουρέλι. Μέσα σε μια χαράδρα εγκαταλείπουμε το αυτοκίνητο γιατί φαίνεται σμήνος αεροπλάνων που παρακολουθούσε την αγγλική φάλαγγα. Είμαστε 55 χιλιόμετρα μακριά απ’ την Αθήνα.. Επικρατεί ή άποψη να φύγει το βράδυ το αυτοκίνητο. Μα με 3 άλλους αποφασίζουμε να φιλοδωρήσουμε το σωφέρ. Ένα 500 στο χέρι τον κάνει να αλλάξει απόφαση. Έτσι κατά τις 11 το πρωί φτάνουμε στην Αθήνα. Στην Ομόνοια βλέπω τους Τσιμπουκέλλη, Νέμτσα, Ντόμπρα, Σαλή με τους οποίους συνεννοούμαστε να συναντηθούμε στις 8 το βράδυ στα Κυβέλεια. Κατευθυνόμεθα στο ξενοδοχείο … και προσπαθούμε να μάθουμε αν υπάρχει βενζινόπλοιο. Περιμένοντας στην πόρτα με πλησιάζει μια κυρία και με ρωτά σχετικά με τον τομέα. Περιμένει τον άνδρα της. Οι πελάτες με περιεργάζονται με λοξές ματιές. Η όψη μου είναι αγρία. Έχω γένια μεγάλα και η κούραση με την αϋπνία φαίνεται πως άφησαν μεγάλα σημάδια στη φάτσα μου. Να και με πλησιάζει η β΄ κυρία εις τις οποίες εξιστορώ κοντοσύλλαβα την ταλαιπωρία μας. Τη συνομιλία μας την παρακολουθεί ένα λουστράκι 9-10 ετών, το οποίο μόλις απομακρύνθηκαν οι κυρίες μ’ ερωτά: «πεινάς Φαντάρε;» «Ναι» του απαντώ «Στάσου εδώ» αποκρίνεται και φεύγει δρομέως. Σε λίγο επιστρέφει και μου προσφέρει ένα εικοσάρικο λέγοντας «Πάρε να φας» ενώ συγχρόνως αρχίζει το κλάμα μονολογώντας «Οι άτιμοι που θα μας παν» Απ’ το μάτι κυλούσε ένα δάκρυ ενώ έδινα το εικοσάρικο στο συνάδελφο Αντρέα που είχε ανάγκη χρημάτων. Μπράβο παιδί μου Είσαι σωστό ελληνόπουλο. Αυτό μόνο ενδιαφέρθηκε για μένα ενώ το επίσημο κράτος με εγκατέλειψε. … «Προσοχή γυρνά περίπολος» μας λέει ένας φίλος φαντάρος «εγώ έχω άδεια» Φεύγω βιαστικά για το δωμάτιο του Δημητρακέλλη ο οποίος έχει αναχωρήσει για το χωριό. Ας είναι καλά και η Ελένη. Μας πρόσφερε ένα δωμάτιο, μας έπλυνε τις κάλτσες, πλυθήκαμε, πλαγιάσαμε με τον Αντρέα να ξαποστάσουμε. Ο ύπνος δεν έρχεται ύστερα απ’ την πληροφορία που άκουσα στο ραδιόφωνο: «Η κυβέρνηση ανεχώρησε δια Κρήτη..» Κατεβαίνω κάτω για να στείλω τηλεγραφήματα αλλά ο Νίκος Μιχαηλίδης με αποτρέπει για δε θα πάνε. Τι να κάνω, που να πάω για να αποφύγω τη σύλληψη έως ότου δούμε τι θα γίνει. Παίρνω την άγουσα για το σπίτι του Μιχαηλίδη όπου ζητώ στέγη και άσυλο.
24-4-1941
Αθήνα. Η ώρα περνά. Είμαι αναποφάσιστος Λένε πως συγκρότησαν σώματα για άμυνα. Αναμένω το Νίκο να έλθη να μας πει τα νέα για να κανονίσω την πορεία μου. Μα δεν κρατήθηκα. Κατά τις 11 φεύγω απ’ το σπίτι και κατεβαίνω στα Κυβέλεια . Η πόλη ανάστατη, ο κόσμος όλος στους δρόμους, ουρές έξω απ’ τα καταστήματα. Συναντώ τον Γιάννη Χ#Νικόλα ο οποίος με πληροφορεί πως στο Λαύριο (έχει) καΐκι για τη Μυτιλήνη. Αποφασίζουμε να φύγουμε παρ’ όλες τις πιέσεις διαφόρων οι οποίοι μας απέτρεπαν ως πολύ επίφοβο το εγχείρημα. Ώρες βασανιστήκαμε για την ανεύρεση αυτοκινήτου. Φύγαν και μ’ άφησαν μόνο. Επιτέλους μέσα σε μια grand cassa φθάνω κατά το δειλινό στο Λαύριο όπου συναντήθηκα με τους άλλους οι οποίοι είναι περίτρομοι από την προ ολίγου επιδρομή αεροπορική κατά του Λαυρίου. Αποφασίσαμε την αναχώρηση μας κατά τις 10,30. Αναχωρήσαμε διά Γαύριον Άνδρου.
25-4-1941
Γαύδιο Άνδρου. Όμορφο χωριουδάκι με όψιν πόλεως, γοητευτικό, κατάλευκο με κόσμο καλό και φυσικό λιμάνι. Η γαλήνη επιδρά στη ψυχή μας . Νοιώθουμε ένα ψυχικό και σωματικό ξεκούρασμα. Φάγαμε καλά, ξεκουραστήκαμε και κατά τις 7 αναχωρούμε με την ελπίδα στο Θεό για τα Ψαρρά.
26-4-1941
Ψαρρά. Κατά το γλυκοχάραμα φτάνουμε σε ένα όρμο του ηρωικού νησιού ύστερα από ένα θαυμάσιο ταξίδι. Καταφεύγουμε ύστερα από πορεία μιας ώρας στο χωριό αφού ψωνίσαμε ψάρια. Να το ολόλευκο κοντά στη θάλασσα με τις δυο εκκλησίες του την Ανάσταση και άγιο Νικόλαο. Να και η μαύρη ράχη με το ερειπωμένο κάστρο όπου έγινε το ολοκαύτωμα των Ψαριανών για την ελευθερία. Ο κόσμος ξεχύνεται στους δρόμους μόλις είδε τη συντροφιά μας. Ατέλειωτες είναι οι ερωτήσεις των γυναικών για τους δικούς των και τα δάκρυα για την τύχη των. Καταφεύγουμε κατά πρώτον εις την εκκλησία για να δοξάσουμε τον Θεόν που μας αξίωσε να φθάσουμε ως εδώ.. Προθυμοποιείται όλος ο κόσμος για να μας εξυπηρετήσει. Μια γριούλα μας τηγάνισε τα ψάρια και μια άλλη μας έδωσε ψωμί.. Α! το σημερινό γεύμα κάτω στην ακροθαλασσιά με το Δούκα Πασγιάνο θα μας μείνει αξέχαστο. Φάγαμε 1,5 οκά ψάρια με ψωμί εξαιρετικό. Για πρώτη φορά χορτάσαμε καλά ύστερα από τόσες μέρες. Επισκεφθήκαμε το σπίτι που γεννήθηκε ο Κανάρης. Είναι τώρα σχολικός κήπος. Έχει διτάξιο σχολείο. Απ’ τη Μυτιλήνη κατέβηκε άλλο καΐκι με φαντάρους για την Αθήνα. Το δειλινό ξεκινήσαμε για μπαρκάρισμα. Ο καιρός άρχισε να αγριεύει και ο καπετάνιος δήλωσε πως είναι αδύνατο να φύγουμε. Ε! τι απελπισία μας κατέλαβε! Τι διαπληκτισμοί και ψευτοπαλληκαρισμοί. Κοιμήθηκα μόνο με τη χλαίνη στο κατάστρωμα ενώ όλη τη νύχτα με βελόνιαζε το κρύο. Θα περάσει κι αυτή βραδιά έλεγα.
27-4-1941
Πάνω σε ένα βράχο ανάμεσα στα Ψαρρά και τα Αντίψψαρα βρίσκομαι μαζί με τα άλλα παιδιά. Επειδή η κακοκαιρία εξακολουθούσε και φοβόμασταν επιδρομή βγήκαμε στο βράχο ως άλλοι Ροβινσώνες. Η πείνα μας θερίζει. Λίγο κρέας μισοψημένο με λίγο ψωμί θα είναι το φαγητό για σήμερα. Ψειρίστηκα στον ήλιο. Το χιτώνιο είχε αρκετές. Πότε Θεέ μου θα σωθούν τα βάσανά μας και θα φθάσουμε στην αγκαλιά της οικογένειάς μας. Σε Σένα στηρίζουμε τις Ελπίδες μας και δεόμεθά σου ελέησόν ημάς.
Εδώ σταματά τις σημειώσεις του ο Δάσκαλος. Φαίνεται πως την επομένη έφτασαν στον προορισμό τους και η χαρά, η συγκίνηση μα και τα προβλήματα και οι ευθύνες ήταν τόσο έντονα που τον απορρόφησαν και ξέχασε να ολοκληρώσει τη δική του Οδύσσεια. Το κείμενο στα φθαρμένα ημερολόγιά του ήταν δυσανάγνωστο και γι αυτό μπορεί να υπάρχουν μικρολάθη. Τέλος να σημειώσω ότι στην αρχή και των δυο τευχών έγραφε; «Είτε κλαις είτε γελάς η μέρα θα βραδιάσει»