Χριστουγεννιάτικα πορτοκάλια
Ήταν κάπου κει στα 1962. Δέκα χρονώ ο μικρός, είκοσι ο μεγάλος και ανάμεσα ακόμα δυο. Τέσσερα παιδιά, όλα αρσενικά. Ο πατέρας και η μάνα μέσα στη φτώχεια λαχταρούσαν και προσπαθούσαν να δουν τα παιδιά τους να απολαμβάνουν μια καλύτερη ζωή.
Έτρεχε ο ιδρώτας ποτάμι του μπάρμπα Κώστα σαν έριχνε τα πευκόξυλα στο «κιορχάνι» στο καμίνι, όπου φλιτζάνια και πιάτα αποζητούσαν δυνατές φωτιές για το ψήσιμό τους. Οχτώ μεροκάματα τη βδομάδα. Εφτά μέρες και μια νύχτα.
Πέντε άντρες κι ένα σπιτικό είχε για να ταΐσει, να ντύσει, να πλύνει, να υφάνει, να πλέξει, να «ξωμίσει», να μπαλώσει η Μυρσινιό της Μελαχροινής. Στιγμή δεν ανάσαινε!
Κι οι δυο τους το είχαν μεράκι: με μέτρο και σύνεση (με τον διαβήτη καθώς μονολογούσαν) να τα βγάλουν πέρα, να κάνουν τα παιδιά τους «ανθρώπους». Ο μεγάλος τέλειωνε την Παιδαγωγική Ακαδημία της Μυτιλήνης. Όταν, πριν δυο χρόνια, είχε τελειώσει το Γυμνάσιο είχε πει στον πατέρα : «Αν δώσω στη Φυσικομαθηματική θα περάσω» «Το ξέρω γιε μου αλλά ακολουθούν ακόμα τρεις. Εγώ δεν θέλω τον έναν γραμματιζούμενο και τον άλλο εργάτη. Πήγαινε στην Ακαδημία που είναι κοντά μας και έχει ο Θεός». Και πήγε!
Μπορεί τα ρούχα να ήταν μπαλωμένα, μα ποτέ σχισμένα. Μπορεί η όψη να ήταν φτωχική μα ποτέ βρώμικη. Μα τα παπούτσια; Αχ αυτά τα άτιμα τα παπούτσια! Του μικρού ιδιαίτερα, που ήταν –έλεγαν- πιο ζωηρός κάθε τόσο τρυπούσαν, κάθε τόσο ήθελαν τον τσαγκάρη. Τον μάλωναν σαν έλεγε ότι πάλι τρύπησαν τα παπούτσια του. Γι αυτό το απόφευγε. Κι ήρθε η παραμονή των Χριστουγέννων κι η κυρά Μυρσινιό πήρε πέντε ζευγάρια παπούτσια -τα δικά της που έβαζε μόνο την Κυριακή ήταν εντάξει- να καθαρίσει και να βάψει για να πάει η οικογένεια το πρωί στην εκκλησία. Μα σαν πήρε στα χέρια της τα παπούτσια του μικρού, έφριξε. Ξεχαρβαλωμένα! Τέτοια μέρα, τέτοια ώρα, τι θα κάνουμε. Όλα περνούσαν απ’ το μυαλό της εκτός απ’ το να μην πάει στην εκκλησία, τέτοια μέρα που θα ξημέρωνε. Όταν άνοιξε η πόρτα και γύρισε ο πατέρας απ’ το καφενείο, έχοντας στη τσέπη του –όπως κάθε μέρα – ένα λουκούμι τυλιγμένο στο χαρτί –το κέρδος απ’ το «Γκράνκο» (είδος παιχνιδιού με τράπουλα)- για να το μοιραστούν μετά το φαγητό όσα από τα παιδιά ήταν παρόντα, του έδειξε τα παπούτσια κι αυτός χωρίς κουβέντες έψαξε και βρήκε καρφιά και σπάγκο και τσακοράφα και σουβλί και τα συμμάζεψε με την προτροπή μονάχα«καλό είναι να προσέχεις και να μην χαλάς τα παπούτσια σου αλλά αν χαλάσουν να το λες αμέσως. Τι θα λένε όσοι σε βλέπουν με τρύπια παπούτσια!»
Μόλις πριν δυο μέρες παίζοντας ο μικρός στο μαχαλά με τα παιδιά άκουσε την κυρά Ρηνιώ, τη γυναίκα ενός «προύχοντα» του χωριού να τον καλεί όταν σκοτείνιαζε να περάσει απ’ το σπίτι της. Πήγε και αφού τον κέρασε μια μακαρόνα του έδειξε ένα μπόγο: «πάρτο αυτό και πήγαινέ το στο σπίτι σας. Είναι ρούχα». Ο μικρός τα ‘χασε. Ένοιωσε παράξενα. Πώς να πάρει τέτοια ελεημοσύνη; Δεν του πήγαινε η καρδιά του. Το θεωρούσε προσβολή.«Καλά παιδί μου αν δεν θέλεις, άστα» Στο σπίτι είπε τα καθέκαστα και την επομένη με συνοδεία του πατέρα ξαναπήγε στο σπίτι της κυρά Ρηνιώς. «Κυρά Ρηνιώ, μου είπε ο μικρός για τα ρούχα. Ξέρεις τα παιδιά μου είναι φτωχά αλλά είναι περήφανα. Αν δεν τα έδωσες αλλού μπορούμε να τα πάρουμε.» Και τα πήρε ο μικρός στον ώμο και έφυγε. Ίσα ίσα που κατάφερνε να τα σηκώσει.
Την προηγούμενη μέρα στο σπίτι είχε έρθει, για τους δυο μικρούς, διπλή χαρά. Ο Χαράλαμπος ο Καπτανής, ο ταχυδρόμος, είχε γυρίσει από την Αθήνα και μαζί με τα καλάθια που γεμάτα με λογής-λογής καλούδια είχαν στείλει οι Αθηναίοι στους δικούς τους στο χωριό – η οικογένεια δεν είχε- είχε φέρει και «χοιρνό» (το άσπρο λίπος του χοιρινού), που στα κάρβουνα της «γωνιάς» αλλά και παστωμένο στο λιομάζωμα είχε θεϊκή γεύση, και πορτοκάλια. Και ο πατέρας είχε φέρει στο σπίτι λίγα κομμάτια «χοιρνό» και 10 με 15 κομμάτια πορτοκάλια.
Τι χαρά όταν είδαν τα πορτοκάλια. Τι χαρά! Μόνο τέτοια μέρα υπήρχε η πολυτέλεια να μπουν στο σπίτι πορτοκάλια. Αμέσως έπεσαν και οι δυο με τα μούτρα! Όχι για να φάνε, αλλά για να τα στολίσουν! Πάνω στον «πκαρή» και πάνω στην «σκουθέσ΄ι». Ανάμεσα στα πράγματα που υπήρχαν τοποθετούσαν τα πορτοκάλια με προσοχή και όσο γίνονταν με συμμετρία. Α ναι, ένα τοποθετούσαν και κάτω απ’ το Χριστουγεννιάτικο δέντρο –μια πευκαρούδα από την Παναγιούδα, στολισμένη με μπόλικο μπαμπάκι και λιγοστές «φούσκες» (μπαλόνια). Απολάμβαναν το άρωμα και την όψη τους. Τα Χριστούγεννα θα έκοβαν το πρώτο και θα μοιράζονταν τις «μοίρες» όλοι. Συνήθως ο πατέρας δεν ήθελε, γιατί τάχα του πονούσε το στομάχι! Καταναλώνονταν σιγά σιγά μέχρι να βγει ο χειμώνας, γιατί το πορτοκάλι ήταν και φάρμακο στον άρρωστο. Όταν τέλειωναν τα πορτοκάλια γύριζαν στο συνηθισμένο «φρούτο» του χειμώνα. Το πασπαλισμένο με ζάχαρη εσωτερικό της λεμονόκουπας, αν τύχαινε να βρεθεί στο σπίτι λεμόνι, μιας και το λεμόντουζο (κρυσταλλωμένο κιτρικό οξύ) ήταν πολύ πιο φτηνό.
Σε δώδεκα χρόνια από τις μέρες εκείνες, ξημερώνοντας Χριστούγεννα το 1974, ο μπάρμπα Κώστας έφυγε μέσα στο κρύο δωμάτιο της εντατικής στο Ιπποκράτειο, ύστερα μια απλή επέμβαση προστάτη.
Δεν ξεχνιούνται τα χριστουγεννιάτικα πορτοκάλια, μα προπαντός δεν ξεχνιέται ο μπάρμπα Κώστας. Δεν ξεχνιέται ούτε και η συμβουλή του, όταν γυρίζοντας, καταχαρούμενος, με τον μικρό στο χωριό, με τα πόδια, απ’ το Γυμνάσιο Πολιχνίτου- όπου του είχαν δώσει τον έλεγχο με τους καλούς βαθμούς του μικρού και το βραβείο απ’ την έκθεση της Αποταμίευσης- του είπε: Γιε μου δεν ξέρω τη δουλειά θα κάνεις στη ζωή σου, αλλά ότι και να κάνεις μη ξεχνάς να βοηθάς όσο μπορείς, όποιον έχει μεγαλύτερη ανάγκη από σένα.
Στρατή τι υπέροχο κείμενο! Ωδή και τιμή για τους γονείς που τα έδωσαν όλα για την προκοπή των παιδιών τους. Ωδή και τιμή για τα παιδιά που πρόκοψαν και τιμούν την μνήμη τους. Ας είναι παράδειγμα για τις νέες γενιές. Σε ευχαριστούμε.
Καμιά φορά όταν είμαι σε φόρτιση στέλνω ανώνυμο σχόλιο ξεχνώντας να συμπληρώσω το όνομα μου. Σπάνια μεν αλλά με συγκίνησες. Το σχόλιο της Κατερίνας.
Αγαπητέ φίλε Στρατή,
Χρόνια πολλά και καλά με υγεία σε όλη την οικογένεια σου, και στους προσφιλείς απανταχού Βατεριανούς και Βρισαγώτες… ομολογώ ότι μας λείπουν πολύ τα Βατερά φέτος! Με αγάπη, Ειρήνη & Κώστας Καλαμποκίδης
Ένα κείμενο γεμάτο αγαπη, φροντίδα, αξιοπρέπεια, καλοσύνη, ζεστασιά, περηφάνια και ανιδιοτέλεια. Σ’ευχαριστούμε, Στρατη, που το μοιράστηκες μαζί μας αυτή την ημέρα. Είμαι σίγουρη ότι οι γονείς σας θα είναι πολύ περήφανοι από κει ψηλά. Ας γίνουν όλες αυτές οι αξίες ευχές για την καινούργια χρονιά.
Εις μνημόσυνον αιώνιον.
Είναι πάντα στο μυαλό μου η θεία Μυρσινιό και ο μπάρμπα Κώστας ,μόνο εκείνα τα Χριστούγεννα του 1974 θύμωσα πολύ με το θείο Κώστα!!! Mέρα που βρήκε να πεθάνει, δεν θα φορέσω το καινούριο κόκκινο καρό παλτό μου….. Τους αγαπούσα πολύ και τους δύο . Η θεία Μυρσινιό έλεγε συχνά ότι είμαι η κόρη που δεν γέννησε. Μου έμαθε πολλά πράγματα. ΑΙΩΝΙΑ Η ΜΝΗΜΗ ΤΟΥΣ