Από την Κατερίνα Γεωργή
Παραμονή Χριστουγέννων
Παραμονή Χριστουγέννων. Η φωτιά στο τζάκι άναβε δυνατά. Μια τεράστια καμπανούστρα υπήρχε συνέχεια με φόβο να πάρει φωτιά ο πκαρής. Μεγάλα χοντρά ξερά ξύλα και από πάνω τα χλωρά με τους χυμούς τους να τρέχουν και να βγάζουν μικρές φουσκαλίστες στο κάτω μέρος τους τραγουδούσαν το δικό τους τραγούδι. Κοντά στα ξερά καίγονται και τα χλωρά, έλεγε η γιαγιά Ουρανία που είχε έρθει στο διωγμό από απέναντι με τον άντρα της και το γιό της τον Παναγή και μιλούσε ωραία τα ελληνικά. Στη μέση του δωματίου υπήρχε το μαγκάλι γεμάτο με κάρβουνα από την φωτιά, για επί πλέον θέρμανση, και από κάτω του κοιμόταν ο γάτος ο Πειρατής. Τον έλεγαν έτσι γιατί ήταν ολόασπρος και μόνο στο δεξί του μάτι είχε μια μαύρη βούλα. Το Ουρανιώ και το Χριστινιώ τα δυο κοριτσάκια της οικογένειας με κολλημένες τις μυτούλες τους στο τζάμι προσπαθούσαν να δουν από την λάμπα του δρόμου τις μικρές νιφάδες χιονιού που έπεφταν από τον ουρανό.
-Γρήγουρα ήρθι φέτους του κρύου, σιγομουρμούρισε η μάνα τους η Θεραπεία. Θεραπεία όνομα και πράγμα. Χειροπράκτισσα δασκαλεμένη από την πεθερά της που και αυτή τα είχε μάθει από μια Τουρκάλα στην Σμύρνη πριν την καταστροφή και τώρα γέρασε και δεν μπορούσε πια να το κάνει, άξια νοικοκυρά μάνα και σύντροφος. Καπετάνισσα, μεταφορικά, με τα όλα της. Θηλυκό και αντρογυναίκα πρώτη και καλύτερη στο σπίτι και στο χωράφι. Πάντα δίπλα στον άντρα της στα εύκολα και στα δύσκολα.
-Τυχιρός γω που σι πήρα, ούλα τα θιραπεύγς συ, της έλεγε ο Πανάγος ο άντρας της πολλές φορές για να την πειράξει και να την καλοπιάσει.
Από νωρίς είχαν λουστεί και αλλάξει εσώρουχα όλοι τους φέρνοντας την σκάφη στην κουζίνα και τώρα οι μικρές περίμεναν τον πατέρα τους να γυρίσει από τον καφενέ να τον καληνυχτίσουν για να παν για ύπνο. Χαράματα άρχιζε η λειτουργία ανήμερα των Χριστουγέννων. Καθόλου δεν ήθελαν οι μικρές να αφήσουν την ζέστη και να πάνε στο πάνω πάτωμα με τα παγωμένα δωμάτια και στρωσίδια αφού η μόνη θέρμανση ήταν η γωνιά με τα ξύλα στην κουζίνα του σπιτιού. Εκεί που γινόταν όλη η λάτρα, εκεί που υπήρχε η μόνη λάμπα και ένα λυχνάρι για να βλέπουν. Όλη την νύχτα ήταν κολλημένες η μια με την άλλη και ποτέ δεν ζεσταινόταν. Κουρασμένες σηκωνόταν κάθε πρωί και πιασμένες αφού τα στρωσίδια ήταν πολλά και βαριά αλλά δεν μπορούσαν να τις ζεστάνουν, και μάζευαν τα γόνατα τους τυλιγμένα μέσα στο νυχτικό και τα έφταναν διπλωμένα μέχρι το σαγόνι τους.
Την Ουρανιώ και το Χριστινιώ κατά την μάνα τους, Χριστίν και Ουράν όπως τις έλεγαν τα παιδιά στο σχολείο, Ουρανίτσα και Χριστινούλα κατά την μανή τους την Σμυρνιά που τις έδινε χίλιες ευχές όταν της πήγαιναν ότι καλό μαγείρευε η Θεραπεία, και Ουρανία και Χριστίνα κατά τον πατέρα τους, η Θεραπεία τις γιόρταζε ανήμερα των Χριστουγέννων και τις δύο. Το Χριστινιώ από τον Χριστό και το Ουρανιώ γιατί λέει εκείνη την μέρα άνοιγαν οι ουρανοί και κατέβαιναν οι άγγελοι στην γη.
Άμα ήταν στα καλά της η Θεραπεία τις έπαιρνε αγκαλιά και τις έλεγε και καμιά φορά «αγγιλέλια» της που ήρθαν από τον Παράδεισο να κάνουν παράδεισο την δική της ζωή. Αυτό όμως γινόταν σπάνια γιατί πάντα κάτι είχε να κάνει στο σπίτι ή στα χωράφια, στα ζώα, στις κότες και στα χειροπρακτικά της και όταν καθόταν υποτίθεται να ξεκουραστεί κάτι θα έπλεκε ή θα καρίκωνε ή θα έραβε. Πολλές οι δουλειές στο χωριό και όλα περνούσαν από τα χέρια της. Είχε να φροντίσει και την πεθερά της που γέρασε πια και ήταν ανήμπορη αλλά ό,τι της έκανε το έκανε με χαρά γιατί ήταν χρυσή γυναίκα και την αγαπούσε πολύ. Ορφανή από μάνα ήταν από πολύ μικρή η Θεραπεία και η πεθερά της τής δίδαξε όλα όσα ήξερε τώρα. Την αγαπούσε, την σεβόταν, και την τιμούσε πολύ.
Βιαζόταν οι μικρές να ξημερώσει για να παν στην εκκλησία να κοινωνήσουν και να βάλουν τα καινούργια παπούτσια που τους είχε φτιάξει ο νονός της Χριστινούλας που ήταν τσαγγάρης στο χωριό τους. Ο μαστρο Νικόλας με το όνομα που από νωρίς τούς είχε πάρει μέτρα βάζοντας τες να πατήσουν γερά σε ένα χαρτόνι και με το μολύβι έκανε γύρω γύρω το περίγραμμα της πατούσας τους. Πάντα τα έκανε λίγο πιο μεγάλα για να τους χωράνε και αργότερα, απλά έβαζαν πάτους στην αρχή και λίγο μπαμπάκι μπροστά στα δάχτυλα για να μην τους μπαινοβγαίνουν. Θα παίρναν και το ρεγάλο τους από τον πατέρα και την μάνα για την γιορτή τους και που θα φιλούσαν το χέρι τους ζητώντας να τις συγχωρέσουν για όλες τις σκανταλιές και τις ανυπακουές τους. Της γιαγιάς και των νονών τα είχαν φιλήσει ήδη νωρίς νωρίς το μεσημέρι.
Θα έλεγαν τα κάλαντα με τις φίλες τους στο χωριό, θα έτρωγαν το καλό φαγητό μετά από τρεις μέρες νηστεία αλλά και κουραμπιέδες και μακαρόνες που ήταν έτοιμα από το πρωί στολισμένα στην μεγάλη πιατέλα στο τραπέζι της καλής κάμαρας αλλά απαγορευόταν να τα αγγίξουν μέχρι αύριο.
Και ενώ περίμεναν μισονυσταγμένες να έρθει ο πατέρας τους από τον καφενέ ένα χτύπημα σιγανό ακούστηκε στην πόρτα τους. Ίσα που το κατάλαβαν. Κοιτάχτηκαν με την μάνα τους απορημένες. Ποιός να ήταν τέτοια ώρα και με τέτοιο παλιόκαιρο;
Βγήκε στο μικρό χαγιάτι η Θεραπεία και άνοιξε την πόρτα διστακτικά. Ένας παγωμένος αέρας μπήκε μέσα μαζί με μια καμπουρίτσα γιαγιά σκεπασμένη με ένα σάλι με γυμνά πόδια με ένα ζευγάρι τσόκαρα και ένα καλάθι στο χέρι της.
-Άχου μι τα τσόκαρα ήρτι, ψυθίρισε το Χριστινιώ στην αδερφή της αλλά μια άγρια ματιά της Θεραπείας την έκανε να σωπάσει.
-Καλώς την θεια Βαγγιλιώ είπε η μάνα, έλα μέσα να ζισταθείς.
-Καλησπέρα, να λίγα χουρταρέλια σας έφιρα.
-Άχου κυρά Βαγγιλιώ τι να τα κάνου Χριστουγινιάτκα τα χουρτάρια; Είνι τσι πουλλά.
-Πάρτα να χαρείς τα πιθαμένα σ’, είπε η γριά και έβαλε τα κλάματα.
-Τι είνι θεια Βαγγιλιώ γιατί κλαις;
-Να η Λεν είνι μια βδουμάδα που έφγι κόρη μ’ μι τουν Λιφτέρ’ τς Λένκους να παν για δλειά στου Λισβόρ που έχ’ φτος κάτ’ πλούσιους συγγινείς τσι ινώ είπι πους θα νέρτ ντ’ παραμονή τα Κστούγιννα ακόμα δένι φάντσι.
- Λένη ήταν η κόρη της κυρά Βαγγελιώς χήρα με πέντε παιδιά. Τώρα τραβιόταν με ένα χωριανό τους, τον Λευτέρη, και τα μωρά τα είχε παρατήσει στη μάνα της για να πάει για μεροκάματο σε ένα κοντινό χωριό με το δικό τους, το Λισβόρι.
-Μ’ έφτουν τουν ανιπρόκουπου που έμπλιξι δε θα δει χαΐρ τσι προυκουπή, είπε η Θεραπεία κάνοντας ένα μορφασμό δυσαρέσκειας.
-Θα τουν στρώσ’ λέγ’ φτη στη δλειά.
-Μακάρ. Αλλά ανιπρόκουπους είνι τσι δε πρόκειτι να αλλάξ’ να μι ζπαθάς τσόλιας που του λέγου.
-Του ίδιου λέγου τσι γω αλλά δεν ακού κανέναν του Λεν άμα βάλ’ κάτ’ στου τσιφάλ τ’, είπε η γριά και ξανάβαλε τα κλάματα.
-Έλα μη κλαις τώρα. Κάτσι να αδειάσουμε τα χουρτάρια.
Η γριά έβαλε πιο δυνατά κλάματα.
-Είνι να μη κλαίου ω Θιραπεία; Τίπουτα δεν έχου να μαγειρέψου για τα μουρά αύριου. Μόνου γάλα αυγά τσι χουρτάρια έχου στου σπίτ’. Είνι όμους Κστούγιννα. Τι να πω στα μουρέλια έδιας που μι λουγιάζουν;
-Όξου απί δώ. Πάναγια μ’, είπε η μάνα.
Βγήκε γρήγορα γρήγορα από το δωμάτιο και πήγε στο κατώνι. Όταν γύρισε κρατούσε μια καλαθάρα και άδειασε μέσα τα χόρτα. Ξαναέφυγε και γύρισε με ένα μεγάλο κομμάτι κρέας από τον μνούχο τους, το τύλιξε καλά με χασαπόχαρτο που είχε πάντα στο ντουλάπι τους, το έβαλε στο καλάθι και μετά πήρε δυο πακέτα μακαρόνια «Αραπάκι», πατάτες, ένα σακούλι ρύζι, σύκα, και σε μια καστανιά έβαλε μακαρόνες και κουραμπιέδες.
-Άχου, ψυθίρισε πάλι το Χριστινιώ μεις ακόμα δε δουκιμάσαμι τσι τα δίν’ στ’ γριά.
-Σκασμός. Θα φας αύριο που θα έχ’ς μιταλάβ’, της απάντησε μέσα από τα δόντια η μάνα της.
Μετά άνοιξε ένα κουτί που ήταν πάνω στην κουφέση έβγαλε ένα χιλιοδιπλωμένο κατοστάρικο και το έχωσε με τρόπο κρυφά από τις μικρές στην τσέπη της κυρα Βαγγελιώς που είχε σηκωθεί από το σκαμνί που καθόταν δίπλα στην φωτιά. Τα μάζευε αυτά τα λεφτά από τα αυγά που πούλαγε στον μπακάλη για να αγοράσει μπαμπακούλες να ‘φάνι προικιά για τις κόρες της κι ας ήταν ακόμα μικρές.
Κατουστάρκου τ’ δώτσι του είδα γω, κότσνου ήνταν , ψυθίρισε πολύ σιγά πάλι το Χριστινιώ που δεν άφηνε από τα μάτια της κάθε κίνηση, για να μην την ακούσει η μάνα της.
-Τα καλά του Αβραάμ τσι του Ισαάκ να σας δίν’ ου μιγαλουδύναμους.
Χώμα να πιάνιτι τσι χρυσάφ’ να γίνιτι, είπε η κυρά Βαγγελιώ σκουπίζοντας τα μάτια της που έλαμπαν τώρα από χαρά.
-Έλα θεια Βαγγιλιώ δεν έκανα τίπουτα μέρις που είνι. Τσι να μη στιναχουριέσι, θα νέρτ του Λεν. Μπουρεί να έχ’ χίλια ξούρια να είνι αγύριστου τσιφάλ αλλά είνι καλή μάνα. Μπουρείς να του σκώχς του καλάθ’ ή να σι βουηθήσου να του πας;
-Μπουρώ μπουρώ, χίλια φχαριστώ κόρη μ’.
Βγαίνοντας να φύγει η κυρά Βαγγελιώ κάτι θυμήθηκε πάλι η Θεραπεία.
-Πιρίμινι ένα λεφτό θειά, της είπε.
Ανέβηκε γρήγορα τη σκάλα για τον πάνω όροφο και σε λίγο κατέβηκε κάτω κρατώντας μια μπατανία που μύριζε ναφθαλίνη.
-Τ’πιθιρού μ’ ήνταν αλλά πάλιουσι τώρα τσι δε τ’ φουρί πια ου Πανάγους. Σκεπάσου ντην μη παγώχς, είπε. Άντι καληνύχτα τσι τ’ χρόν. Τσι να μη στιναχουριέσι τσι κλαις. Μη σι βλέπουν έδιας τα μουρά.
-Χίλια φχαριστώ κόρη μ’ ου Θιός να σας δίν’ ούλα τα καλά, είπε η γριά κουκουλωμένη με το παλιό παλτό.
-Άντι έπιασι τόπου, σιγοψυθίρισε η Θεραπεία.
Όταν μπήκε μέσα οι μικρές καθόταν αμίλητες και την κοίταζαν.
Το ύφος της ήταν συννεφιασμένο και τα μάτια της δακρυσμένα.
-Δόξα του Θιό τίποτα δε μας λείπ’. Άτιμου πράμμα η ουρφάνια, μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της, και γυρίζοντας προς τις κόρες, τα μάτια σας δικατέσσιρα, τσιμουδιά σι κανέναν απ’ ότ’ είδατι τσι ακούσατι σήμιρα, τους είπε με ύφος που δεν σήκωνε αντίρρηση και κουβέντα.
Εκείνη την ώρα ακούστηκε το κλειδί στην πόρτα και μπήκε μέσα ο Πανάγος. Η μάνα τον πήρε παράμερα στο χαγιάτι και του είπε με λίγα λόγια τι έγινε.
Οι μικρές περίμεναν με αγωνία να δουν τι θα έλεγε ο πατέρας. Θα την μάλωνε άραγε τη μάνα τους που έδωσε τόσα πράγματα στην ξένη γυναίκα; Είχαν αγωνία και φοβόταν λίγο. Ακόμα και την μπατανία του παππού έδωσε σκεφτόταν η Χριστινούλα. Την αγαπούσε ο πατέρας αυτήν την παλιά μπατανία γιατί ήταν του πατέρα του που είχε πεθάνει, από την Σμύρνη την είχε φέρει, και δεν άφηνε τη μάνα να την πετάξει κι ας γκρίνιαζε αυτή γιατί της έπιανε το χώρο στην ντουλάπα. Μια είχανε όλη και όλη. Όχι ότι είχαν πολλά ρούχα να βάλουν μέσα αλλά ήταν και τέσσερα άτομα.
Ο Πανάγος δεν μίλησε εκείνη τη στιγμή αλλά όταν τον φίλησαν για καληνύχτα τις κοίταξε με αγάπη στα μάτια και τους είπε.
-Άντι μουρέλια μ’καλά Χριστούγεννα να έχουμε. Γιροί τσι αγαπμέν’ να είμαστι πάντα. Σήμιρα οι αγγέλ κατιβήκαν πιο νουρίς απ’ τουν ουρανό. Τουν ένα απί φτους τουν λεν Θιραπεία.