Το γεφύρι
Την ώρα που έπλενε τα δόντια της πριν πάει για ύπνο κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Η πρεσβυωπία την εμπόδιζε ευτυχώς να δει καλά τις ρυτίδες της αλλά την «ρίζα» στα μαλλιά της την είδε καθαρά έτσι που είχε μεγαλώσει. Θέλουν βάψιμο είπε από μέσα της. Και έχουν αραιώσει κιόλας, σκέφτηκε. Το μέτωπο «αεροδρόμιο» όλο και επεκτείνεται. Μια κυρία που μιλάει σαν «οπλοπολυβόλο» διαφημίζοντας τα Medi Jeunesse, την ζαλίζει κάθε μέρα από τον ΣΚΑΙ ισχυριζόμενη ότι τώρα πλέον μπορούν να φυτρώνουν μαλλιά, με τα δικά σας βλαστοκύτταρα τονίζει, ή κάνουν εμφυτεύσεις τρίχα τρίχα πάλι από τα δικά σας μαλλιά, λέει. Μήπως να το κάνει, τολμάει να αναρωτηθεί. Μια φωνή μέσα της την επαναφέρει στα σύγκαλά της. Μήπως ξεχνάς βρε ότι μπήκες στα 76; Δεν κοιτάς το χάλι σου που σταμάτησες το κολύμπι για τον πόνο στον ώμο σου, απλωτές μού ήθελες, και τώρα σε πονάει και το γόνατο; Οι ομορφιές και τα Medi Jeunesse σε μάραναν κάγχασε από μέσα της οικτίροντας τον εαυτό της. Είναι όμως και «νταμαχιάρα». Κάθε φορά που κάνει κάτι για να γυμναστεί το κάνει με πάθος και νά το αποτέλεσμα. Κουσουράκι. Ώμος, μέση, γόνατο. Τι έχει ο Γιάννης δεν μπορεί πάλι ο κώλος του πονεί, που λέγανε οι παλιοί. Άλλως τε έτσι που πάνε τα πράγματα, για την ρίζα πάλι σκέφτεται, δεν υπάρχει και κανείς να την δει. Καραντίνα και έχει ο θεός πότε θα ξεμυτίσει από την απομόνωση. Πόσες ανόητες σκέψεις και άλματα από το ένα στο άλλο πάει το μυαλό της νυχτιάτικα! Γέρασα και ξεμώρανα σκέφτεται και πηγαίνει στο κρεββάτι.
Ο ύπνος όμως δεν έρχεται γρήγορα γιατί πονάει ο ώμος αλλά κοιμάται και το μεσημέρι για να πούμε την αλήθεια. Να και ένα πλεονέκτημα των γηρατειών σκέφτεται και χαμογελάει χαιρέκακα από μέσα της για τους νέους που έχουν μαλλιά μεν αλλά δεν προλαβαίνουν να ξεκουραστούν το μεσημέρι. Ξαφνικά θυμάται καθώς στριφογυρίζει ότι η φίλη της η Μαρία της λέει ότι εκείνη για να κοιμηθεί εύκολα κλείνει τα μάτια και σκέφτεται σπίτια και ανθρώπους που ζούσαν σε αυτά πιο παλιά στο χωριό γυρνώντας με το μυαλό της σε όλες τις γειτονιές, άλλοτε πάλι μετράει τα παράξενα γυναικεία ονόματα που υπάρχουν στην γειτονιά της από της εκκλησιάς το λαγκάδι μέχρι την Παράδεισο, πόσοι έχουν πάει στο εξωτερικό ή έχουν πεθάνει και πού βρίσκονται τώρα τα παιδιά τους. Σκέφτεται να κάνει και αυτή αυτό το κόλπο.
Το μυαλό της πάει στο γεφύρι του χωριού της που έχει πάθει ζημιά από τον σεισμό και τώρα θα αρχίσουν επιτέλους να το φτιάχνουν αλλά θα το αλλάξουν λέει. Πως και τι δεν κατάλαβε. Έτσι έγραψε ο Στρατής στο Κάτω από τον Πλάτανο. Μακάρι να αρχίσουν επιτέλους και αν είναι για καλό ας αλλάξει κιόλας. Τρισήμυσι χρόνια πέρασαν ήδη. Είχε περάσει τις προάλλες από εκεί με τα πόδια και στεναχωρέθηκε πολύ για την κατάσταση που επικρατούσε με τα μπάζα και τα σκουπίδια.
Ποταμό μεγάλο δεν έχει το χωριό της. Ένας ξεροπόταμος υπάρχει που αν ήταν βροχερή η χρονιά «κατέβαινε» το χειμώνα και ξεραινόταν το καλοκαίρι. Με ένα απλό γεφύρι χωρίς στολίδια και καμάρες που όμως ήταν το δικό τους. Μερικές φορές το νερό αν ήταν πολύ σκέπαζε μέχρι και τα «αυγά» του, και τρέχαν παλιά όλα τα παιδιά να το απολαύσουν όταν σταμάταγε η βροχή έτσι που κατέβαινε ορμητικό, κατακόκκινο από την λάσπη και στροβιλιζότανε γύρω τους, το γεφύρι που στις ράγες του όταν ήταν ξερός ο ποταμός κρεμόταν τα αγόρια από κάτω και έκαναν μονόζυγο, που πάνω στα τοιχία του που συγκρατούσαν τα κάγκελα ανέβαιναν πάλι τα αγόρια, μιλούσαν και γελούσαν με χαζομάρες, αντάλλασσαν τους βόλους και τις ψήφες τους ή τα χαρτονάκια με τις εικόνες ποδοσφαιριστών και ηθοποιών που έβρισκαν στις σοκολάτες, που διηγόταν ιστορίες ή διάφορα κατορθώματα και ανδραγαθήματα δικά τους, αληθινά ή προϊόντα της φαντασίας τους, τα αγόρια που έβαζαν στοιχήματα μεταξύ τους μαλώνοντας και παλεύοντας και πείραζαν τα κορίτσια που πέρναγαν τις Κυριακές και γιορτές για βόλτα στον καροτσόδρομο ή σιδηρόδρομο όπως τον έλεγαν. Άραγε από τα κάγκελα ή τις ράγες του γεφυριού πήρε το όνομα σιδηρόδρομος; Παλιά είχε πάντα την απορία γιατί λεγόταν έτσι ο δρόμος μέχρι που κάποιος την ενημέρωσε ότι οφειλόταν στο γεφύρι αλλά για να είναι ειλικρινής δεν πολυκατάλαβε το γιατί. Μάλλον από τις ράγες θα είναι σκέφτηκε. Να θυμηθεί όταν ξυπνήσει να ρωτήσει τον άντρα της που είναι μεγαλύτερος. Ωραίες απορίες έχεις μετά από έναν αιώνα ζωής σε αυτό τον τόπο σκέφτηκε και γέλασε με τον εαυτό της αυτή τη φορά. Το γεφύρι πάντως ήταν ένα σήμα κατατεθέν του χωριού. Ήταν ακριβώς λίγο πριν από την μοναδική είσοδο και έξοδο του προς τα άλλα χωριά και την πρωτεύουσα, τότε δεν υπήρχε περιφερειακός, ανάμεσα στα δυο ελαιοτριβεία, και από εκεί περνούσαν τα αυτοκίνητα που έφταναν ή διέσχιζαν το χωριό για να παν στα Βατερά, τα ζώα φορτωμένα με ελιές, τα κάρα με τα λάδια και εκεί στην πλατιούλα που είχε δίπλα του ήταν η στάση του λεωφορείου που πήγαινε Μυτιλήνη. Αυτό έγινε όταν μεγάλωσαν τα λεωφορεία και ήταν δύσκολο πια να μπουν στο χωριό ενώ πριν έφταναν μέχρι την Παράδεισο. Από εκεί ξεκινούσε βασικά και ο δρόμος της βόλτας και του «νυφοπάζαρου», τότε στα παιδικά και νεανικά χρόνια της που οι ελευθερίες ήταν περιορισμένες και τα αγόρια με τα κορίτσια ήταν σε ξεχωριστές παρέες και αρκούνταν με το να ανταλλάζουν κλεφτές ματιές μεταξύ τους, πειράγματα και γελάκια. Όλο σχεδόν το χωριό εκτός από τους πολύ γέρους πέρναγαν από πάνω του για να περπατήσουν τις Κυριακές στον χωματόδρομο και μετά να κάτσουν στο Αγροκήπιο απέναντι από τον άγνωστο στρατιώτη ή στην Πίστα.
Θυμάται τον πατέρα της με τον Γδούντο και την μαμά της με την Μαρίτσα την γυναίκα του με τα καλά τους, απόγευμα γιορτών να «σουλατσάρουν» πάνω κάτω και πάντα με μια ζακέτα στο χέρι ακόμα και με τις μεγάλες ζέστες. Φοβόταν μήπως την «αρπάξουν» όπως έλεγαν σε κανένα ρεύμα. Αλλά και τα Φώτα το γεφύρι πρωτοστατούσε όταν είχε νερό ο ποταμός. Επάνω του ανέβαινε ο παπάς και έψελνε το «εν Ιορδάνη» και της άρεσε πολύ που γινόταν στον ποταμό η βάφτιση για τον «τζερτζελέ» και την βόλτα. Θυμάται και γελάει, σε καλό να μου βγουν τα γέλια σκέφτεται.
Μια χρονιά που η μάνα της για τα Χριστούγεννα τής έραψε ένα κόκκινο φόρεμα από βελούδο. Πολύ καμάρωνε για αυτό το φόρεμα. Κάπου σε ένα άλμπουμ υπάρχει μια φωτογραφία της με αυτό. Δεν θυμάται αν την έβγαλε ο Ηρακλής ή ο φωτογράφος από τον Πολιχνίτο που ξεχνάει τώρα και το όνομα του. Των Φώτων λοιπόν που ο καιρός ήταν καλός αλλά είχε βρέξει τις προηγούμενες μέρες βγήκαν βόλτα το απογευματάκι με τις φίλες της. Φορούσε το καινούργιο φορεματάκι το περσυνό παλτό της και καινούργια λουστρινένια παπούτσια.Την ώρα ακριβώς που περνούσαν πάνω από το γεφύρι κάποιος από τους νεαρούς που ήταν σκαλωμένοι στα τοιχία κάτι είπε για κόκκινα, αν θυμάται καλά φωτιά στα κόκκινα είπε, γύρισε να τον κοιτάξει και γλύστρισε η γυαλιστερή ακόμα σόλα από το καινούργιο παπούτσι σε λάσπη και αυτή προσγειώθηκε καθιστή σε μια λακκούβα που υπήρχε εκεί με νερό. Μούσκεμα το βρακί της και ευτυχώς που το νερό ήταν λίγο και δεν χάλασε και το βελούδο στα λασπόνερα. Ήθελε να άνοιγε εκείνη τη στιγμή η γη και το γεφύρι μαζί να την καταπιεί γιατί τα αγόρια είχαν ξεραθεί από τα γέλια. Γρήγορα επέστρεψε στο σπίτι να αλλάξει. Η θεία της η Κατίνα που ήταν σπίτι τους για επίσκεψη είπε ότι την μάτιασαν και να βάλει μια μπλε ψήφα μαζί με το φυλαχτό της γιατί τραβάει το κακό μάτι. Αυτή ή η ψήφα δεν κατάλαβε. Πολύ που την ένοιαζε όμως εκείνη τη στιγμή το κακό μάτι. Τα μάτια των αγοριών που την είδαν να πέφτει την ένοιαζαν και το γέλιο τους το κοροϊδευτικό. Μα αφού οι παλιοί έλεγαν ότι δεν ματιάζονται αυτοί που έχουν γαλανά μάτια… ήταν η τελευταία σκέψη της πριν βυθιστεί στον ύπνο.
Υ.Γ. Αποδεχόμενη την πρόσκληση- πρόκληση του Στρατή προσπάθησα μολονότι το γεφύρι ήταν φέουδο των αγοριών και δεν διέθετα αρκετό υλικό και μνήμες, να το ζωντανέψω. Δύσκολη υπόθεση. Δεν ξέρω αν τα κατάφερα. Παρακαλώ να εκτιμηθεί η προσπάθεια.
Η προσπάθεια σου όχι μόνο εκτιμάται, Κατερίνα μου, αλλά εγώ τουλάχιστον την απολαμβάνω κάθε φορά που διαβαζω οσα γράφεις. Να είσαι καλά και να μας ψυχαγωγείς που το έχουμε ανάγκη αυτες τις μερες.
Καλημέρα Μαίρη μου. Άντε να την «βγάλουμε καθαρή» όλοι μας και το καλοκαίρι να τα πούμε από κοντά. Ευχαριστώ για τα καλά λόγια.