Από την Κατερίνα Γεωργή

Ο Νικόλας μας

Το 1985 είχαμε ήδη εγκατασταθεί σε δικό μας σπίτι στο Πολύδροσο στο Μαρούσι. Εξοχή σχεδόν ήταν όταν πήγαμε με ελάχιστα κτίρια αλλά η ανοικοδόμηση είχε αρχίσει. Πολύ μου κακοφάνηκε στην αρχή που φύγαμε από την περιοχή του Γηροκομείου που μέναμε και τον πολιτισμό όπως χαριτολογώντας λέγαμε, με όλα τα καταστήματα στα πόδια και τα χέρια μας σε απόσταση αναπνοής, και ήρθαμε στην ερημιά.

Γεμάτη η παλιά μας γειτονιά από μπακάλικα, μανάβικα, χασάπικα, ψαράδικα, ζαχαροπλαστεία, φούρνους, φαρμακεία, περίπτερα, κομμωτήρια, καθαριστήρια, ανθοπωλεία, εμπορικά με ρούχα και παπούτσια, χρυσοχοεία, βιβλιοπωλεία, χαρτοπωλεία, κινηματογράφους, μέχρι και κλινική είχαμε. Άσε δε τα λεωφορεία και τρόλεϊ που περνούσαν από την Κηφισίας και σε πήγαιναν σε χρόνο ελάχιστο στον προορισμό σου. Και όλα αυτά στα δέκα έως τριακόσια μέτρα από το σπίτι μας.

Και μετακομίσαμε στην καινούργια, και αφήσαμε όλα αυτά τα ωραία πίσω μας, ένα περίπτερο όλο κι όλο υπήρχε στο ένα χιλιόμετρο απόσταση περίπου με τηλέφωνο ευτυχώς, για ώρα ανάγκης γιατί στο σπίτι δεν είχαμε, αλλά η θυσία έγινε για τα παιδιά μας, να μην αναπνέουν το καυσαέριο που είχε αυξηθεί δραματικά τότε στην περιοχή. Να φανταστείτε πλέναμε τις κουρτίνες στην μπανιέρα και το πρώτο νερό έβγαινε σαν να τις είχαμε κρεμάσει σε καρβουναποθήκη. Μαύρο. Ενώ στο Πολύδροσο γύρω από το σπίτι χωράφια, μπαξέδες και ελιές, καθαρός αέρας, και οι μικρές μου με τα άλλα παιδάκια της πολυκατοικίας, οι περισσότεροι ένοικοι είμαστε άλλως τε νέα ζευγάρια, έπαιζαν στην πυλωτή και στην γύρω περιοχή χωρίς φόβο και περιορισμό. Δεντρόσπιτα έκαναν τις ελιές στην «αλάνα» όπως έλεγαν ένα λιόκτημα ξέφραγο που ήταν δίπλα μας. Σαν να είμαστε στο χωριό μας και ακόμα καλύτερα.

Εγώ όμως εκτός των άλλων ξεβολεύτηκα και όσον αφορά το ιατρείο που παρέμεινε στους Αμπελοκήπους, που σημειωτέον ήταν τότε μέσα στο ενοικιαζόμενο σπίτι μας, και ανεβοκατέβαινα καθημερινώς με συγκοινωνία, κάθε μια ώρα περνούσε λεωφορείο, μια και δεν είχα καταφέρει να μάθω η άχρηστη, ο χαρακτηρισμός δικός μου, οδήγηση. Η δε Πεντέλη να κατεβάζει το χειμώνα ένα «βόριαδο» άλλο πράγμα. Έπρεπε να κρατιέσαι από το σίδερο της στάσης όσο περίμενες για να μην σε πάρει. Αλλά τι να κάνω, είχα υποταχτεί στην μοίρα μου για χάρη των «βλασταριών» μου που ήλπιζα στο απώτερο μέλλον να αναγνωρίσουν την θυσία μου. Μάλλον έτρεφα φρούδες ελπίδες, αλλά όπως είπε και κάποιος η ελπίδα πεθαίνει τελευταία, γιατί στην εφηβεία τους μάς τα «χώνανε» κανονικά που φύγαμε από το κέντρο και τον πολιτισμό, μολονότι, συγκριτικά πάντοτε, ο πολιτισμός μάς είχε πια πλησιάσει αρκετά.

Έτσι μια Κυριακή για να επανέλθω στην ιστορία μου, δυο τρεις μέρες μετά του Αγίου Νικολάου, η οικογένεια πλην εμού που παρέμεινα στο σπίτι να τελειώσω τις άπειρες δουλειές που συσσωρεύονταν όλη την εβδομάδα, επιβιβάστηκαν στο αυτοκίνητο να πάνε μια βόλτα στην Πεντέλη που την είχαμε και κοντά μας, σε ένα μικρό εκκλησάκι του Αγίου το οποίο είχαμε εντοπίσει κοντά σε μια ταβέρνα που συχνά την επισκεπτόμαστε για φαί, ειδικά τα καλοκαίρια. Θα άναβαν ένα κεράκι και θα έπαιζαν τα παιδιά. Και όπως μου τα διηγήθηκαν μετά, όταν έφτασαν, ένα μικρούλι ασπρόμαυρο γατάκι τους πλησίασε και τρίφτηκε στα πόδια του συζύγου μου.

Τα παιδιά το πήραν αγκαλιά και αυτό εντελώς ήμερο βολεύτηκε σαν στο σπίτι του και άρχισε να γουργουρίζει. Τρελάθηκαν οι μικρές που πάντα ήθελαν ζωάκι αλλά και που πάντα ο μπαμπάς μας αντιδρούσε. Και τον παρακάλεσαν να το πάρουν να το δείξουν δήθεν και σε μένα, και ενέδωσε ο μπαμπάς ίσως και κολακευμένος από την προτίμηση του μικρού προς το πρόσωπο του αφού σε εκείνου τα πόδια αρχικά τρίφτηκε, και νά τους. Το φέραν το γατούλι στο σπίτι και φυσικά εγκαταστάθηκε και βαφτίστηκε Νικόλας λόγω ημέρας και τόπου ανευρέσεως, και κυριολεκτικά γέμισε την ζωή μας. Από χαρά και υποχρεώσεις. Η χαρά όλων μας, οι υποχρεώσεις δικές μου ως επί τώ πλείστον. Έκαστος εφ’ ω ετάχθη άλλως τε. Διότι μη γνωρίζοντας την πρόοδο της επιστήμης και του εμπορίου γενικά όσον αφορά κατοικίδια, είχαμε μείνει στην εποχή του πενήντα και στις γάτες του χωριού, του έβαλα για κρεββατάκι κουβερτούλα σε καλάθι από ποτά, δώρο σε κάποια από τις γιορτές μας, στο οποίο βολεύτηκε μια χαρά, μπολάκια από παγωτό για νερό και φαγητό, χαλάσαμε και το σετ αλλά ουδόλως μας ενδιέφερε, μαγείρευα και για το γατί συν πέντε άτομα γιατί έμενε μαζί μας και η ανηψιά μας, ενίοτε μάλιστα «ιδιαίτερες σπεσιαλιτέ» όταν τα φαγητά μας ήταν ζαρζαβατικά ή όσπρια, αλλά έπρεπε να φροντίσουμε και για τις άλλες ανάγκες του και βασικά για την αφόδευση του.

Αυτό ήταν και το δυσκολότερο. Διότι χώμα στην βεράντα του τέταρτου δεν διαθέταμε πλην μιας ζαρντινιέρας την οποία εντόπισε οφείλω να ομολογήσω από την πρώτη στιγμή και την επισκέφτηκε, απλά δεν επαρκούσε για τις ανάγκες μιας ζωής. Και αγοράσαμε μια μεγάλη λεκάνη και αρχίσαμε τις επιδρομές στα γιαπιά της γύρω περιοχής με σακούλες και τσάντες και κλέβαμε άμμο και βολευόμαστε προς το παρόν. Αλλά μέχρι πότε θα κρατούσε η ανοικοδόμηση του Πολυδρόσου; Άσε την ντροπή για όσους μας βλέπανε να βγαίνουμε από τις οικοδομές φορτωμένοι με σακούλες νυχτιάτικα.

Για καλή μας τύχη όμως την δεύτερη τρίτη φορά που το πήγαμε στον κτηνίατρο για τα εμβόλια του και είχαμε πλέον τα «θάρρητα» μας μαζί του, ανοίξαμε κουβέντα για τα πάθη μας και μας πληροφόρησε για την ύπαρξη pet shop και την ποικιλία προϊόντων τα οποία διέθεταν. Το οποίον σημαίνει τέρμα τα ιδιαίτερα μαγειρέματα και οι κλοπές, αφού υπήρχαν κονσέρβες, κροκέτες και ειδική άμμος για την τροφή και αφόδευση του που μπορούσαμε να αγοράσουμε. Ένα άλλο που μας είπε ο γιατρός που όμως δεν το πήραμε όσο έπρεπε στα σοβαρά ήταν το ότι έπρεπε μετά από την ηλικία των έξη οχτώ μηνών να το στειρώσουμε έστω και εάν δεν κυκλοφορεί στον δρόμο. Μας επισήμανε δε ότι ήταν ικανός να πηδήξει από τον τέταρτο όροφο για χατήρι των αδέσποτων γάτων που τον καλούσαν όταν ήταν σε οίστρο από κάτω, και εμείς αφ’ ενός μη γνωρίζοντες ακριβή ηλικία και απασχολημένοι με τα καθημερινά προβλήματα το αναβάλαμε για λίγο.

Τέλειο το γατίνι μας, μας λάτρευε και το λατρεύαμε, και ήταν μια από τις χαρές της ζωής ακόμα και για μένα, μεγάλη γυναίκα, όταν γύριζα το βράδυ από την δουλειά το να το πάρω αγκαλιά και να ξαπλώσω στον καναπέ με τα παιδιά δίπλα μου μιλώντας και εξιστορώντας η μια στην άλλη τα συμβάντα της μέρας μας. Περνούσαν οι μέρες όμορφα και ήρθε επιτέλους το καλοκαίρι και προέκυψε το πρόβλημα τού τι θα κάνουμε με τον Νικόλα και τις διακοπές μας, ο οποίος Νικόλας κατά κακή μας τύχη ζαλιζόταν, εντελώς όμως λέμε, μέσα στο αυτοκίνητο. Ούτε ένα χιλιόμετρο δεν προλαβαίναμε να διασχίσουμε και έκανε εμετό. Ήταν που ήταν δύσκολο να τον κουβαλάμε στην Μυτιλήνη, αυτό του το ελάττωμα όμως έκανε την κατάσταση πολύ χειρότερη. Και προθυμοποιήθηκε η κοπέλα που μας καθάριζε το σπίτι να τον πάρει για εικοσιπέντε μέρες να τον φιλοξενήσει σπίτι της. Τόσο θα λείπαμε. Όπερ και εγένετο.

Φεύγουμε μέσα στην καλή χαρά και επιστρέφουμε, όχι το ίδιο χαρούμενοι θα έλεγα, πλην της λαχτάρας μας να δούμε τον Νικόλα μας. Έρχεται που λέτε η κοπέλα Βάσω στο όνομα, μετά από ειδοποίησή μας ότι φθάσαμε, με μεγάλη ανακούφιση μάς τον παραδίδει, και μας εκμυστηρεύεται το μυστικό και τα πάθια της. Το σπίτι της στην Αγία Τριάδα στους Αμπελοκήπους ήταν στον πρώτο όροφο και ο γαμπρός, εν προκειμένω ο Νικολάκης μας, εύκολα πήδηξε ένα βράδυ κάτω, πήγε για μάλλον πονηρές «τσάρκες», και χάθηκε. Τρελάθηκε η γυναίκα. Με τι πρόσωπο να μας αντικρίσει η δόλια; Δεν τολμούσε να πάρει τηλέφωνο καν για να μας το αναφέρει.

Μέρες τον έψαχνε σίγουρη ότι τον πάτησε αυτοκίνητο στην λεωφόρο. Και κάποια ωραία πρωία που ξημερώματα έφευγε για δουλειά να σου ο καλός σου στην είσοδο της πολυκατοικίας. Είχε κάνει το καθήκον του, δηλαδή να αυξήσει τον αδέσποτο πληθυσμό γατιών των Αμπελοκήπων, και ως άσωτος υιός επέστρεψε. Και τον άρπαξε η καημένη και τον ανέβασε επάνω, έκλεισε πόρτες και παράθυρα προς την βεράντα μεριά και μας δήλωσε μετά που μας τον παρέδωσε σώο και αβλαβή, ευθαρσώς θα έλεγα, ότι μετά την λαχτάρα και την ζέστη που τράβηξε καλοκαιριάτικα δεν τον φιλοξενεί ξανά. Εμείς βέβαια μετά από αυτό σοφά πράττοντες τρέξαμε και στειρώσαμε το γάτο μη μας πηδήξει από τον τέταρτο, που είπε και ο γιατρός. Και εξελίχθηκε όσο πέρναγε ο καιρός σε ένα εξαιρετικό ζώο «κύριος με τα όλα του» πανέξυπνος, πονόψυχος και δεμένος με την οικογένεια.

Ειδικά με την μεγάλη κόρη μου που έτσι και την έβλεπε να κλαίει, πήγαινε αμέσως κοντά της, την αγκάλιαζε και την χάιδευε σαν να ήθελε να την παρηγορήσει, και νιαούριζε σιγανά και παραπονιάρικα μέχρι να σταματήσει. Η μικρή παρεπιπτόντως έκλαιγε τις περισσότερες φορές στα κρυφά στην βεράντα, για να μην δείξει αδυναμία, και δεν μας έδινε πολλές ευκαιρίες να της παρασταθούμε οικογενειακώς στον πόνο. Τον μπαμπά μας τον αντιλαμβανόταν όταν ερχόταν από την πυλωτή, ακόμα πριν μπει στο ασανσέρ, και στηνόταν νιαουρίζοντας μπροστά στην είσοδο του σπιτιού για να τριφτεί στα πόδια του και να πηδήξει μετά στην αγκαλιά του. Η μαμά μου που γενικά ήταν αποστασιοποιημένη και σιχασιάρα όσον αφορά ζώα μέσα στα σπίτια, για τον Νικόλα μας έλεγε ότι, «μονάχο του αγαπιέται αυτό το ζώο» και ότι, «καταλαβαίνει καλύτερα από μερικούς ανθρώπους» κοιτάζοντας μέ νόημα προς το μέρος μου. Δεν ξέρω αν υπονοούσε κάτι ή ως έχουσα την μύγα μυγιαζόμουν αλλά ας μην το πολυψάχνουμε γιατί χαμένοι θα βγούμε ούτως ή άλλως.

Ο αγαπημένος γάτος μας όμως ως κεραμιδόγατος, εκτός των άλλων προσόντων του, ήταν και ζογκλέρ. Και μια και δεν είχαμε κεραμίδια να πηδά και να κάνει τα ακροβατικά του, ανέβαινε σε ένα διαχωριστικό πάγκο, κουζίνας- καθιστικού, πήδαγε στο ψυγείο, έκανε τσάρκα στην δοκό ισορροπίας, όρα κουρτινόξυλο, και μετά βολευόταν στο πάνω μέρος των ντουλαπιών έχοντας πανοραμική θέα και παρακολουθώντας τα τεκταινόμενα στο χώρο από θέση ισχύος. Και μυγούλες, σφήγκες, μέλισσες, πεταλουδίτσες και καστροπουλάκια συνελάμβανε στον αέρα, και στις κουρτίνες σκάλωνε, και στο σβέρκο μας σκάλωνε, αλλά και στα κάγκελα των βεραντών μας, των οποίων η κουπαστή σημειωτέον ήταν λεπτή έκοβε βόλτες, και πήδαγε, για βεγγέρα, στα διπλανά διαμερίσματα όπου ήταν πάντα καλοδεχούμενος. Τα κάγκελα δε, δεν ήταν ενιαία, αλλά σε ορισμένα σημεία μεσολαβούσε απόσταση μεταξύ τους με το κενό να βρίθει από κάτω, κινδύνους. Και σε εμάς να μην πάει ο νους στο κακό. Μόνο καμαρώναμε κιόλας για τον πρωταθλητή στο μήκος άλτη γάτο μας, με τις τρομερές ικανότητες στην ασφαλή προσγείωση. Και προκαλούσαμε εμείς την τύχη μας και αυτός την δική του. Μόνο στοιχήματα που δεν βάζαμε γιατί είμαστε απόλυτα βέβαιοι για το τέλειο αποτέλεσμα.

Όμως μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και την κακή του μοίρα, πόσο μάλλον που εμάς δεν ήταν τρεις οι φορές αλλά χίλιες δεκατρείς. Έτσι μια αποφράδα μέρα είχε νεροχιονίσει λίγο και εγώ τηγάνιζα κεφτεδάκια στην ασφάλεια της κουζίνας μου, η μεγάλη έλειπε στο εξωτερικό, η μικρή ήταν ακόμη σχολείο και ο σύζυγος στην δουλειά, μέσα στο θόρυβο του τηγανιού και του απορροφητήρα σαν να άκουσα ένα κάτι τις δυνατό, ένα θόρυβο περίεργο απ’ έξω αλλά βιαζόμουν να τελειώσω να φύγω για ιατρείο, με είχαν καθυστερήσει βλέπεις οι κεφτέδες, και δεν έδωσα σημασία. Στα όρθια σχεδόν έφαγα δυο μπουκιές και αναχώρησα. Κατά τις έξη το απόγευμα κτυπάει το τηλέφωνο και με μια κάποια αγωνία στην φωνή η κόρη μου με ρωτάει αν είχα υπ’ όψιν μου πού μπορεί να είναι ο Νικόλας γιατί δεν τον βρίσκουν. Και θυμήθηκα μια αμυδρή εικόνα του έξω στην βεράντα, πως στο διάβολο μου ξέφυγε και βγήκε ούτε που θυμόμουν, και τον περίεργο θόρυβο που άκουσα, και τον συνέδεσα με βρεγμένα κάγκελα που γλυστράνε και πτώση του από τον τέταρτο, και τι να σας πω και τι να ομολογήσω. Κεραυνός εν αιθρία και τι θα γίνω η δόλια. Και φεύγω άρον-άρον από το ιατρείο ακυρώνοντας ραντεβού για να πάω να ψάξω και εγώ μαζί με τους άλλους για τον Νικόλα. Άφαντος ο γάτος μας και να κάνει και ένα ψωφόκρυο Παναγία μου! Φλεβάρης. Και να σκέφτομαι καλύτερα να τον έβρισκα πεθαμένο από κάτω παρά έτσι που τον φανταζόμουν πληγωμένο και πονεμένο σε κάποια κρυψώνα να αργοπεθαίνει αβοήθητος. Αρχαία τραγωδία.

Στην μεγάλη κόρη εν τω μεταξύ τσιμουδιά. Θα μας έβρισκε και άλλος χειμώνας χειρότερος από αυτόν που περνούσαμε. Και να ψάχνουμε σε όλο το Πολύδροσο, εμείς την ημέρα και ο Γιώργος την νύχτα, φωνάζοντας Νικόλα και Νικόλα και πουθενά ίχνος του Νικόλα. Χαμένος για χαμένος. Άσε που ντρεπόμαστε κιόλας γιατί ο κόσμος που μας άκουγε ρώταγε, έτσι που μας έβλεπε να ψάχνουμε σε ξένους κήπους και πυλωτές με την ψυχή στο στόμα μη μας περάσουν και για κλέφτες, πόσο χρονών είναι το παιδάκι που χάσαμε, και άντε να τους εξηγείς περί τίνος πρόκειται. Διότι οι άνθρωποι μπερδευόταν και με το ανθρώπινο όνομα του. Άκου Νικόλας, είπε λίγο υποτιμητικά κάποιος, έτσι τουλάχιστον υποπτεύτηκα, όταν του λύσαμε την απορία και τον κατατοπίσαμε περί του «είδους» τού απολεσθέντος μέλους της οικογενείας μας. Πέρασαν δέκα μέρες άκαρπες και απογοητευμένοι μαζέψαμε με δάκρυα στα μάτια και πόνο ψυχής τα μπολάκια και τους άμμους του και ετοιμαζόμαστε να βρούμε μαλακό τρόπο, κατά το που πας βρε Καραμήτρο του ανέκδοτου, να το ανακοινώσουμε στην Πέλη μας.

Και ω του θαύματος την ενδέκατη μέρα η φίλη της κόρης μου η Αριστέα περιμένοντας την στην πυλωτη για να πάνε στο σχολείο βλέπει να εμφανίζεται, ποιος, ο γάτος μας, σώος και αβλαβής, απλά, εμφανώς αδυνατισμένος. Και φυσικά τον ανέβασαν με την κόρη μου που είχε εν τω μεταξύ κατέβει, και έγινε το σώσε, δεν ξέρω ποιος φιλούσε ποιον, ποιος έκλαιγε και ποιος γελούσε, και έληξε η περιπέτεια μας με αίσιο τέλος. Και καναπέδες χάλασε με τα νύχια του, και τρίχες και εμετούς μαζέψαμε από τα πατώματα, και όχι μόνο, και ανθρώπους πληρώναμε να τον προσέχουν στις διακοπές μας που λείπαμε, αλλά ποτέ δεν βαρυγκομήσαμε, γιατί η χαρά που μας έδινε αντιστάθμιζε όλες τις ταλαιπωρίες. Ο αγαπημένος μας γατούλης έγινε είκοσι χρονών, γέρος και ανήμπορος πλέον, σερνόταν στο τέλος παρά τις προσπάθειες μας με φάρμακα να τον κρατήσουμε λίγο ακόμα στη ζωή, και πέθανε λίγες ώρες πριν έρθει ο γιατρός για ευθανασία. Τον κλάψαμε οικογενειακώς σαν ισότιμο και αγαπημένο μέλος της οικογένειας, τον θάψαμε στο διπλανό μας οικόπεδο για να είναι κοντά μας, και ποτέ δεν τον ξεχνάμε. Άλλως τε η φωτογραφία του δεσπόζει στο σαλόνι μας.






Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Δημοσιεύθηκε στην Ειδήσεις. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

2 απαντήσεις στο Από την Κατερίνα Γεωργή

  1. Ο/Η Μαιρη Γομοπουλου λέει:

    Απολαυστικότατο! Να ‘σαι καλά Κατερίνα.

  2. Ο/Η Γεωργή Κατερίνα λέει:

    Εύχομαι να αρέσουν και σε άλλους αυτά που ανεβάζω εδώ, μέσα στα όσα σοβαρά και τραγικά μας συμβαίνουν. Όπως είπε και ο Στρατής για να ελαφρύνουμε λίγο την βαριά ατμόσφαιρα. Μαίρη μου ευχαριστώ.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.