Του Κωνσταντίνου Κώστα
Πριν λίγες μέρες δημοσιεύθηκε στο έγκριτο emprosnet ένα άρθρο με συντάκτη τον Λευτέρη Μαργαρίτη και τίτλο: Ιερό των Μέσσων, ο «ομφαλός» της λεσβιακής γης. Αναφέρεται μεταξύ άλλων, ότι ο αρχαιολογικός χώρος, στα Μέσα της αγροτικής περιφέρειας του χωριού της Αγίας Παρασκευής, αποτέλεσε, ήδη από τον 6ο αιώνα π.Χ., κέντρο παλλεσβιακής θρησκευτικής λατρείας, ότι από τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ ιδρύθηκε από τις πέντε πόλεις-κράτη του νησιού της Λέσβου (Μυτιλήνη, Πύρρα, Άντισσα, Ερεσό και Μήθυμνα ) το Κοινόν των Λεσβίων και αναφέρεται στην ταύτιση του Μέσσου με το τέμενος στο οποίο κατέφυγε ο ποιητής και πολιτικός Αλκαίος, στο τέλος του 7ου π.Χ. αι., όπως έτσι ανακοινώθηκε από τον Γάλλο καθηγητή της επιγραφικής L. Robert τo 1960, υποστηρίζοντας ότι ο ναός στα Μέσα της Λέσβου, που χρονολογείται από το τελευταίο τέταρτο του 4ου π.Χ. αι., και περιέγραψε ο Ρ. Κολντεβάι το 1890, στο σπουδαίο αμετάφραστο δυστυχώς βιβλίο του, ανήκε στο περίφημο τέμενος.
Στηρίχτηκε -ο L. Robert- σε δύο συνθήκες που είχαν συναφθεί το 2ο π.Χ. αι. «εν τω ίρω τω εμ Μέσσω», ταυτίζοντας ετυμολογικά τις δύο λέξεις και χαρακτήρισε αυτό «ομοσπονδιακό κοινό ιερό των Λεσβίων» λαμβάνοντας υπ’ όψη και την κοπή νομισμάτων τον 2ο μ.Χ. αιώνα, με το έμβλημα «ΚΟΙΝΟΝ».
Η ύπαρξη του τεμένους αυτού στηρίχθηκε σε φιλολογικές μαρτυρίες ποιημάτων του Αλκαίου, που αναφέρεται σε μεγάλο τέμενος ευδιάκριτο από μακριά, κοινό για όλους τους Λέσβιους, με βωμούς του προστάτη Δία, της Ήρας και του Διονύσου του ωμοφάγου, εκεί όπου διώχτηκε εξόριστος στις εσχατιές του νησιού- «…τάδε Λέσβιοι… εύδειλον τέμενος μέγα ξύνον κάτεσσαν, εν δε βώμοις αθανάτων μακάρων έθηκαν κ’ απωνύμασσαν αντίαον Δία σε δ’ Αιολήιαν κυδαλίμαν θέον πάντων γενέθλαν, τον δέ τέρτον τόν δε κειμήλιον ωνύμασσαν Ζόννυσσον ωμήσταν… από τούτων απελήλαμαι φεύγων εσχατιές…»
Το 1961 ο Αμερικανός αρχαιολόγος Τζέρομ Κουίν υποστήριξε την άποψη, ότι το κοινό Τέμενος των Λεσβίων βρισκόταν στο ακρωτήριο Άγιος Φωκάς, ΝΔ της κοινότητας Βρίσας Λέσβου. Επικαλείται τις φιλολογικές μαρτυρίες του Αλκαίου της Σαπφούς και ένα αρχαιολογικό εύρημα. Το αρχαιολογικό εύρημα αφορά αφιερωματικό κιονίσκο -χαριστήριον- με την καταγραφή «Μεγάριτος Αισχύνου Διονύσω Βρησαγένη», που είδε στο ακρωτήριο αυτό και περιέγραψε ο Ρ. Κολντεβάι.
Ο Τζέρομ Κουίν, όταν επισκέφτηκε το ακρωτήριο Άγιος Φωκάς, διαπίστωσε ότι το μέρος αυτό συγκεντρώνει τα στοιχεία του ευδιάκριτου υψώματος από τη θάλασσα, περιβαλλόμενο από ίχνη χαμηλού τοιχίου, που εύκολα μπορούσε να απομονωθεί από την υπόλοιπη στεριά. Εξάλλου, συνεχίζει ο Αμερικανός αρχαιολόγος, η παλαιοχριστιανική βασιλική, ερείπια της οποίας υπάρχουν εκεί βρίσκεται στον πιθανό τόπο του τεμένους, σε συνδυασμό με τη γνωστή συνήθεια των πρώτων χριστιανών, να κτίζουν τους ναούς τους πάνω σε αρχαίους λατρευτικούς χώρους, είναι κάτι που δεν πρέπει να μας διαφεύγει. Η λατρεία του Διονύσου αναφέρεται επίσης από τους λεξικογράφους του 6ου μ.Χ. αι. Στέφανο Βυζάντιο, «Βρίσα, άκρα Λέσβου εν ή ίδρυται Διόνυσος Βρισαίος», Ησύχιο, «Βρησσαίος ο Διόνυσος» και ακόμη παλαιότερα – 4ος π.Χ. αι.- από τον ιστορικό Ανδριτίωνα, που υπενθυμίζει ότι «το ιερόν του θεού εν τη Βρίση φησίν ιδρύσθαι υπό Μάκαρος».
Ο Γάλλος αρχαιολόγος καθηγητής Κάρολος Πικάρ, με το δημοσίευμα, το 1962, υποστήριξε ότι το «εύδηλον μέγα τέμενος» των τριών θεών της Λέσβου του 7ου π.Χ. αι. πρέπει να αναζητηθεί σε άλλο «εύδηλον» μέρος της Λέσβου, από εκείνο των «Μέσσων», γιατί δεν υπάρχει τίποτα ούτε στον Αλκαίο, ούτε στη Σαπφώ, ούτε σε άλλο κείμενο, που να στηρίζει την υπόθεση ευνοϊκά για τα «Μέσσα». Το τέμενος του 7ου αιώνα είχε βωμούς και όχι ναό, σύμφωνα με την περιγραφή του Αλκαίου και δεν ήταν δυνατό να ήταν «εύδηλον» πριν από τις τελευτές δεκαετίες του 4ου αι. π.Χ. και των πρώτων δεκαετιών του 3ου, εποχή στην οποία ανάγεται ο ναός των «Μέσσων». Ο Αλκαίος εξάλλου, συνεχίζει ο Πικάρ, μιλά περί «εσχατιών» – «από τούτων απελήλαμαι φεύγων εσχατιέσ’, …» Αλλά εσχατιαί δεν είναι το κέντρον του νησιού. Εσχατιαί είναι τα πιο απομακρυσμένα και άγονα εδάφη, όπως γράφει ο ίδιος ο ποιητής.
Θα προσθέσουμε και την άποψη του Πλόμμερ, που υπενθυμίζει προτρέποντας για την ανακάλυψη μιας ακόμη επιγραφής και ενός άλλου νομίσματος, μήπως και βοηθήσουν στη λύση του προβλήματος αυτού.
Οι ανασκαφικές έρευνες του Ρόμπερτ Κόλτεβάι (1885-1886), του Β. Πετράκου (1967-1968) και της ομάδας Λ. Αχειλαρά (2000-2004) στην περιοχή της θέσης των Μέσσων, δεν έφεραν στο φως κάποια επιγραφή, νόμισμα ή άλλα τεκμήρια, που να ταυτίσουν το ιερό των Μέσσων με την ιδιότητα του «Κοινού», στον 7ο αι. π.Χ., ή το όνομα της πιθανής θεότητας. Αλλά ούτε και κάποιος συσχετισμός υπήρξε με το τέμενος που περιέγραψε ο Αλκαίος στα ποιήματά του.
Είναι λοιπόν άτοπο, -διερωτάται ο Γάλος καθηγητή Λαμπάρ– η ανέγερση του ναού των Μέσσων στο τέλος του 4ου π.Χ., να συσχετισθεί σαν μια πράξη λατρείας του ηγεμόνα τους Αλεξάνδρου, που τους απήλλαξε από τα δεινά των περασμένων χρόνων, (Ιωνική επανάσταση, Περσική κατοχή) κατά τον ίδιο τρόπο που οργανώθηκε το Κοινόν στην Ιωνία; όπως υπογράμμισε ο Ντίνιγγερ, για μια λατρεία την ημέρα των γενεθλίων, με τον εορτασμό των Αλεξανδρείων; Όμως ο βασιλιάς (Αλέξανδρος) απρόσμενα πέθανε και έτσι ίσως δικαιολογείται κατά τη γνώμη μας, η απουσία σχετικών επιγραφών στο ναό των Μέσσων και ο θρησκευτικός του μόνο ρόλος μέχρι τον 2ο π.Χ. αι., όταν και απέκτησε πολιτικές και δικαστικές εξουσίες.
Το ιερό των Μέσσων λοιπόν δεν έχει σχέση με τον τόπο που περιέγραψε ο Αλκαίος, ούτε είναι γνωστό το όνομα της θεότητας, στην οποία απέδιδαν τη λατρεία τους οι Λέσβιοι στο ναό του Μέσσου.
Για το όνομα της θεότητας, γράφει ο Κόντελβάι, ο Lolling αναζητεί ένα ιερό της Αφροδίτης στην Πυρραία χώρα και το συσχετίζει με τα αρχαία οικοδομικά λείψανα του ναού του Μέσσου.
Η λατρεία της Αφροδίτης στο ναό του Μέσσου συνεχίζεται μέχρι σήμερα με προσφορές, άνθη, φρούτα, καρπούς, αρωματικά κεριά, στον αρχαιολογικό χώρο, κυρίως από γυναίκες σε νυκτερινούς εορτασμούς κατά την διάρκεια της πανσελήνου, γράφει η Αχειλαρά. Ο Ντίσμουρ επίσης, προσδιορίζει την Αφροδίτη ως θεότητα του ναού στα Μέσσα. Όμως ο Αλκαίος και πάλι σε άλλο ποίημα του, ταυτοποιεί μια λατρεία στην Αφροδίτη, στην κορυφή μιας πόλης και όχι σε πεδιάδα –«…τέμενος λάχοισα όν κορύφαν πόληος ν’ Αφροδίτα»– …σύ πούλαχες τόπο λατρείας …στην κορυφή της πόλης… Αφροδίτη…
Όσο για τα καλλιστεία που αναφέρονται από το συγγραφέα, στο χώρο αυτό, θα πούμε ότι δεν υπάρχει καμιά απόδειξη ούτε ένδειξη για καλλιστεία στον έβδομο αιώνα π.Χ., διότι απλά δεν υπήρχε κανένα ιερό στο χώρο των Μέσσων στην εποχή αυτή, ούτε τα ποιήματα του Αλκαίου και της Σαπφούς προσδιορίζουν τόπο για τους χορούς και τα βραβεία της εποχής και οι όποιες αναφορές υπάρχουν, οδηγούν τη σκέψη μας σε ιερό πλησίον της πόλης Μυτιλήνης.
Στην τελευταία ανασκαφή, τα λείψανα αρχαϊκού κτιρίου που βρέθηκαν στο εσωτερικό του ιωνικού ναού, χωρίς να είναι δυνατή η αποκάλυψη του σε όλη του την έκταση, δεν τεκμηριώνουν τη σχέση του με το τέμενος στο οποίο κατέφυγε ο Αλκαίος. Ούτε τα κινητά ευρήματα (αρχαϊκά αγγεία), που περιέγραψε ο αρχαιολόγος Πετράκος στο παρελθόν, έχουν σχέση με το περίβλεπτο σε ύψωμα και στην άκρη του νησιού τέμενος. «Τα προβλήματα του ναού των Μέσσων δεν λύθηκαν», έγραψε ο ίδιος.
Ο Λαμπάρ, που αναφέραμε πιο πάνω, με τις εργασίες του προσδιορίζει τις πολιτικές στρατιωτικές και δικαστικές εξουσίες για το Κοινόν των Λεσβίων, που λειτούργησε στα Μέσσα ως συνομοσπονδία στην ελληνιστική εποχή του 2ου π.Χ. αι., αλλά αδυνατεί να καταλήξει σε μια βέβαιη και ξεκάθαρη σχέση του πολιτικά διωκόμενου Αλκαίου, τον 7ο π.Χ. αι., με το Κοινόν των Λεσβίων στα Μέσσα. Εξάλλου για τις (πιθανές) δραστηριότητες του «κοινού» αυτού, πριν από την ελληνιστική περίοδο, δεν γνωρίζουμε τίποτα. Έτσι το ζήτημα του τόπου με το «εύδηλον τέμενος μέγα ξύνον…», όπου υπήρξε το προσωρινό άσυλο του Αλκαίου, παραμένει ίσως άλυτο και η θέση του «Μέσσου» μια άποψη ίσως διαισθητική, χωρίς ιστορικά, επιγραφικά ή άλλα στοιχεία τεκμηρίωσης, με τη γνώμη του Αμερικανού Κουίν, που υποστηρίζει τη θέση στο ακρωτήριο του Αγίου Φωκά, να είναι κοντά στη λύση. (Αναλυτικά βλ. ειδικό άρθρο μου στο περιοδικό του πολιτιστικού συλλόγου Μυτιλήνης, στην Αθήνα, «Αιολίδα», «Εν τω Ίρω τω εμ Μέσσω- Λόγος αντιθετικός» τευχ. 70, 2019).
Βιβλιογραφία
Accame, S., Roma e la lega dei Lesbi, Rivista di Filologia Classica 24 (74) 1946.
Αξιώτης, Μ., Περπατώντας στη Λέσβο, Τοπογραφία – Ιστορία- Αρχαιολογία, Μυτιλήνη 1992. Αρχαία Ελληνική Γραμματεία «Οι Έλληνες», Αλκαίος – Σαπφώ, εκδ. «Κάκτος», 1996.
Αρχαίοι Έλληνες Λυρικοί, Αλκαίος, (4), Αθήνα 1997, εκδ. «Επικαιρότητα».
Αχειλαρά, Λίλιαν, εν τω ίρω τω εμ Μέσσω, Μυτιλήνη 2004. -Το Ιερό του Μέσσου στη Λέσβο μέσα από τα νομίσματα, Το νόμισμα στα νησιά του Αιγαίου, «Οβολός 9, 2010.
Διγιδίκης, Γεώργιος, Η λατρεία της Άρτεμης στη Λέσβο. Λεσβιακά 17, Μυτιλήνη 1998.
Ganzert, J., Zur Entwicklunglesbischer Kymationformen JDAI, 1983.
Giebel, Marion, Σαπφώ, μετάφραση Φωτεινής Πρεβεδούρου, Αθήνα 1994, β’ εκδ.
Θεοδούλου, Θεοτόκης, Υποβρύχια έρευνα στα αρχαία λιμάνια της Λέσβου, Εφορία Εναλίων Αρχαιοτήτων, τευχ. 116, 2010.
Κακίσης, Σωτ., Σαπφώ, Αθήνα 1988, έβδομη έκδ., Νεφέλη.
Καλδέλλης, Αντώνιος, Λέσβος και Ανατολική Μεσόγειος κατά τη Ρωμαϊκή και πρώιμη Βυζαντινή περίοδο, Αθήνα 2002.
Κλεόμβροτος, Ιάκωβος, Μητροπολίτης Μυτιλήνης, Η εθνική θρησκεία και η λατρεία των αυτοκρατόρων εν Λέσβω κατά τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους, Λεσβιακά 5, 1966.
Κοντής, Ιωάννης, Λεσβιακό Πολύπτυχο, Αθήνα 1973. -Λέσβος και η Μικρασιατική της περιοχή, Αθήνα 1978.
Κουμαρέλας, Βασίλης, Αναζητώντας τα μέρη του Δάφνη και της Χλόης. Ίχνη διονυσιακής λατρείας στη θέση Βαχιός Κλειούς, Λεσβιακά 18, 2000
Κυριαζής, Αριστείδης, Κόλπος Καλλονής Λέσβου, Ιστορική Περιήγηση, Μυτιλήνη, 2018.
Labarre, Guy, ΚΟΙΝΟΝ ΛΕΣΒΙΩΝ, REA, τ. 96, 1994.
Les cites de Lesbos aux époques hellenistique et imperiale, Diffussion de Boccard, 1996.
Λεκατσάς, Παναγής, ΑΛΚΑΙΟΣ άπαντα, Βιβλιοθήκη Αρχαίων Συγγραφέων,εκδ. Ζαχαρόπουλος χ.χ.
Ματζουράνης, Δημ., Οι Πρώτες Εγκαταστάσεις των Ελλήνων στη Λέσβο, Μυτιλήνη, 1949.
Ορλάνδος, Αναστάσιος, Παλαιοχριστιανικαί βασιλικαί της Λέσβου, Α.Δ, 12, 1929.
Παρασκευαϊδης, Παναγιώτης, Παγανιστικοί τόποι χριστιανικής λατρείας στη Λέσβο, Αθήνα, 1984 ( ανάτυπο από το περιοδικό « Τα Ψαρά « ).
Πετράκος, Βασίλειος, Ανασκαφή του ναού των Μέσων Λέσβου, ΠΑΕ, 1967 (1969 ) και ΠΑΕ, 1968, (1970 ).
Pfrommer, M., Bemerkungen zum Tempel von Messa auf Lesbos, MDAI(I), 36, 1986.
Picard, Ch., Ou fut a Lesbos, au VIIe Siecle, L’ Asyle Temporaire du Poete Alcee, 1962.
Plommer, H., The Temple of Lesbos…. …., 1981.
Quinn, Jerom, Cape Phokas, Lesbos, Site of an Archaic Sanctuary for Zeus, Hera and Dionysus?, American Journal of Archaiology, τομ. 65, Βοστώνη 1961.
Robert, L., Recherches Epigraphiques REA, τομ. LXII, 1960, V, Inscriptions de Lesbos.
Shields, Emily, The Calts of Lesbos, 1917.
Spencer Nigel, A Gazetteer of Archaiological Sites in Lesbos, 1955.
Treu, Max, Αλκαίος, Μόναχο, 1952.
Τσέλεκας ,Παν., Τσέλεκας ,Παν., επιμέλεια συνεδρίου, Τα νομίσματα στα νησιά του Αιγαίου, Μυτιλήνη 16-19 Σεπ. 2006, Οβολός 9, Αθήνα 2010. Χαριτωνίδης Σεραφείμ, Αι επιγραφαί της Λέσβου Συμπλήρωμα, Βιβλιοθήκη της – Παλαιοχριστιανική Τοπογραφία της Λέσβου, ΑΔ23,1968 (Μελέται).