Πριν μερικά χρόνια το κούρεμα των αρρένων, ασχέτως του μήκους των μαλλιών, είχε μια ομοιομορφία στο κεφάλι ή έστω μια ομοιόμορφη μεταβολή σε αντίθεση με το σήμερα που στο κεφάλι του ο καθένας …αυτοσχεδιάζει!
Στην εποχή της κουρευτικής ομοιομορφίας λοιπόν μια κατά λάθος απότομη και βαθύτερη ψαλιδιά του κουρέα που προσέγγιζε τη λευκή επιδερμίδα είχε ως αποτέλεσμα μια εμφανή χαραγή των μαλλιών, την επονομαζόμενη “τσέτλα” .
Από που προήλθε η λέξη αυτή; Το ερώτημα και την απάντηση -εξαιτίας της δικής μας άγνοιας- τα έδωσε ο χωριανός μας φιλομαθής συνταξιούχος δάσκαλος Στρατής Αναστασίου.
Στα παλιά χρόνια οι πλούσιοι γαιοκτήμονες έπαιρναν συχνά στη δούλεψή τους κάποιους εργάτες αλλά όχι σε καθημερινή βάση. Επειδή η πληρωμή γίνονταν κατά χρονικά διαστήματα, επειδή οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς “φίλους” και επειδή γραφή και ανάγνωση γνώριζαν ελάχιστοι, “κατέγραφαν” τον αριθμό των μεροκάματων του κάθε εργαζόμενου με την εξής ευρηματικό και απολύτως ασφαλή τρόπο.
Έπαιρναν μια βέργα και την έκοβαν κατά μήκος δημιουργώντας δυο ημικυλινδρικά κομμάτια τα οποία συντεριαζόμενα κατά μοναδικό τρόπο έδιναν την αρχική βέργα.
Το ένα κομμάτι κρατούσε ο γαιοκτήμονας και το άλλο ο εργάτης. Κάθε μέρα μετά την επιστροφή του ο εργάτης από τη δουλειά πήγαινε στο αφεντικό του προσκομίζοντας τη δική του μισή βέργα. Την συντέριαζαν με την άλλη μισή που κρατούσε το αφεντικό και με ένα μαχαίρι έκαναν μια κοψιά που απλώνονταν και στα δυο ημικυλινδρικά κομμάτια.
Όταν έρχονταν η ώρα της πληρωμής ο εργάτης πήγαινε στο αφεντικό με το κομμάτι της βέργας που είχε, το συντέριαζαν με το αντίστοιχο του αφεντικού και αφού βεβαιώνονταν ότι ο εργάτης δεν είχε χαράξει παραπανίσιες κοψιές τις μετρούσαν και τις “μετέφραζαν” σε χρήμα με βάση το επικρατούν ή το συμφωνημένο μεροκάματο.
Αυτές τις κοψιές τις έλεγαν “τσέτλες” και από κει η λέξη μεταπήδησε και στις αστοχίες του κουρέα.