Από την Κατερίνα Γεωργή

Χθες πήγαμε στο σχολείο και παρακολουθήσαμε μια πανέμορφη θεατρική παράσταση από τα παιδιά της θεατρικής ομάδας της Βιβλιοθήκης.
Όταν τελείωσε το έργο πήγα στην άκρη, στον αυλόγυρο, και έψαξα για διάφορα γνωστά μου σπίτια στο κατεστραμμένο χωριό μας.
Τα περισσότερα δεν μπόρεσα να τα εντοπίσω μολονότι με μια πρόχειρη μάτια το χωριό μοιάζει όπως παλιά.
Το σπίτι μας στέκονταν στην θέση του και φαινόταν μάλιστα πιο όμορφα γιατί έλειπαν από μπροστά του σπίτια γειτόνων και φίλων.
Ήταν ένα τελευταίο αντίο γιατί σήμερα έμαθα ότι τα χρήματα της πρώτης δόσης για την κατεδάφιση μπήκαν, και σε λίγες μέρες δεν θα υπάρχει πια.
Σαν μνημόσυνο τού αφιερώνω ένα κομμάτι που το έγραψα τώρα, γεμάτο και αυτό με παιδικές μου αναμνήσεις.



Καλοκαιρινά μεσημέρια

Θύμισες από τα καλοκαιρινά μεσημέρια των παιδικών μου χρόνων στο σπίτι μας στο χωριό.
Αμέσως με το που τελειώναμε το φαΐ μας και το μικρό πεπόνι ή το καρπούζι μας που το τρώγαμε με το κουτάλι, και με αυτό ξύναμε την φλούδα και πίναμε το ζουμί, μαζεύαμε το τραπέζι, πετάγαμε στις γάτες κανά ξεροκόμματο ή τα αγκάθια από τα ψάρια που συχνά είχαμε για μεσημεριανό, τινάζαμε την πετσέτα από τα ψίχουλα στις κότες, κόβαμε τις φλούδες των πεπονιών και καρπουζιών σε ένα κουβά για τα ζώα, αυτό τα αγόρια που ήταν πιο μεγάλοι και τους αφήναν να πιάσουν μαχαίρι, πλέναμε τα σκονισμένα πόδια μας και ανεβαίναμε την σκάλα για το υπνοδωμάτιο εγώ ο αδερφός μου και ο ξάδερφος.
Ο μεσημεριανός ύπνος κανόνας άγραφος στο σπίτι μας.
Παράθυρο κουφωμένο για να μην μπαίνει η αντηλιά, ημίφως, και στο δωμάτιο τα δύο κρεβάτια, ένα μεγάλο ημίδιπλο για τα αγόρια και ένα ράντζο εκστρατείας για μένα, έτσι το λέγαμε, γιατί ήμουν μικρούλα ακόμα και χώραγα μια χαρά ας ήταν και λίγο στενό.
Δεν ξέρω πού το είχαμε βρει αυτό το κρεβατάκι που δίπλωνε κιόλας και το χειμώνα το μαζεύαμε και κοιμόμουν εγώ με την μαμά μου στο ένα δωμάτιο και ο αδερφός μου με τον μπαμπά μου στο άλλο.
Τα καλοκαίρια όμως αλλάζαμε τα δωμάτια και πήγαινε η Πελαγία με τον Στέλιο, γιατί ερχόταν ο Θοδωρής μας από την Αθήνα και θέλαμε να είμαστε όλοι οι μικροί μαζί.
Μέχρι να πλύνει τα πιάτα η μαμά και να ανέβουν με τον μπαμπά αν δεν έλειπε σε κανένα χωράφι για δουλειές, πλάκες και κουβέντες μεταξύ μας και ιστορίες και φασαρία, αλλά μετά άκρα του τάφου σιωπή.
Κάτι ψυθιρίσματα και πνιχτά γέλια κοβόταν με το μαχαίρι όταν ακουγόταν από το άλλο δωμάτιο η φωνή και η απειλή από τον Στέλιο ότι θάρθει με την ζωστήρα αν δεν κάνουμε ησυχία.
Ήταν δε ζωστήρα η ζώνη που κρατούσε το παντελόνι στην θέση του.
Δεν το έκανε, αλλά και μόνο η ιδέα ήταν αρκετή για να σταματήσουμε.
Και από κει και μετά άρχιζε το μαρτύριό μας.
Κλεισούρα, σκοτεινιά, ζέστη, και κάποιες μύγες που είχαν τρυπώσει και γλυτώσει από τον πόλεμο που τους είχε κηρύξει η μαμά μου γυρνούσαν μέσα στα αυτιά μας, καθόταν επάνω μας, και μεις κουκουλωνόμαστε με τα σεντόνια να μην μας ενοχλούν αλλά γρήγορα σκάγαμε, και τα πετάγαμε από πάνω μας και φτου από την αρχή.
Πολλές φορές μας δάγκωναν κιόλας, ειδικά όταν ήταν να αλλάξει ο καιρός.
Για την Πελαγία η μύγα ήταν βρωμερό ζώο και φοβερός εχθρός που έπρεπε να κατατροπωθεί με κάθε τρόπο.
Με κουφωμένα παράθυρα και στο ημίφως ζούσαμε τα καλοκαίρια μας σε όλο το σπίτι, κάνοντας αέρα γρήγορα και με δύναμη με τις πετσέτες του προσώπου μας όλοι μαζί, κατευθύνοντας αυτές που τρύπωναν κατά λάθος όταν ανοίγαμε την πόρτα προς την φωτεινή ρωγμή που υπήρχε ανάμεσα στα πατζούρια, τις απείθαρχες τις σημαδεύαμε και τις σκοτώναμε με παλιά περιοδικά ή καταφεύγαμε σαν έσχατο μέσο στο φλίτ που όμως γινόταν όταν λείπαμε από τα δωμάτια.
Η Πελαγία με την τρόμπα στα χέρια σαν όπλο ενάντια στα “σμάρια” όπως έλεγε τις άμοιρες μυγούλες που έκαναν το σφάλμα να μπούν στα χωράφια της.
Το τι “ντι-ντι για τς ψύλ”, που φώναζε διαλαλώντας την πραμάτεια του ο Στρατής ο τυφλός που ερχόταν με τα πόδια από τον Πολιχνίτο για να πουλήσει κάτι μικροπραγματάκια εισπνεύσαμε στα μικράτα μας, δεν λέγεται.
Αλλά δυστυχώς παρ’ όλες τις συντονισμένες ενέργειες αρκετές από τις καταραμένες, χαρακτηρισμός από την μαμά μου αυτός, τρύπωναν μέσα, γιατί την εποχή για την οποία ο λόγος, τα σκουπίδια, τα ζώα και οι ακαθαρσίες γενικώς ήταν προϊόντα εν υπέρ επαρκεία στα χωριά μας, και ως εκ τούτου ο παράδεισος, η χαρά και η τροφή των μυγών.
Υπερπληθυσμός και η εξόντωσή τους αδύνατη.
Ζέστη όπως είπαμε αφόρητη μολονότι οι τοίχοι τού σπιτιού ήταν χοντροί και από πάνω υπήρχαν κεραμίδια, πλην όμως ήταν σε λακκούβα στο κέντρο του χωριού, και έτσι κατάκλειστα που είμαστε, ρεύμα για να δροσίσει δεν γινόταν από πουθενά.
Μόνο το βράδυ τα ανοίγαμε διάπλατα τα παράθυρα που κοιμόταν οι μύγες.
Τα σεντόνια τσαλακωμένα, μούσκεμα από τον ιδρώτα, και πολλές φορές κατεβαίναμε από το κρεβάτι και ξαπλώναμε κατάχαμα στα σανίδια που ήταν πιό δροσερά αλλά ύπνος ποτέ δεν μας κόλλαγε.
Ατέλειωτες, χαμένες και δυστυχισμένες ώρες, όταν μάλιστα ξέραμε ότι ένα σωρό παιδιά κυκλοφορούσαν στους δρόμους και στα σοκάκια.
Γι αυτό ένας ένας με μικρά διαστήματα από τον άλλον την κοπανάγαμε στις μύτες των ποδιών για να μην γίνουμε αντιληπτοί από τους γονείς, και κατεβαίναμε στην αυλή.
Η δικαιολογία μας αν ξυπνούσαν θα ήταν ότι πηγαίναμε για νερό ή στην τουαλέτα για τσίσα μας.
Σιγά σιγά κατεβαίναμε την σκάλα, αποφεύγοντας ένα σκαλί που έτριζε, και από το πορτί του χαγιατιού βγαίναμε στο φως και στην ελευθερία, αλλά με πολύ περισσότερες μύγες για να λέμε και του στραβού το δίκιο που όμως δεν μας φαινόταν τόσο ενοχλητικές όσο στην κρεβατοκάμαρα.
Το πρώτο που κάναμε ήταν να πλυθούμε και να τσαγκριστούμε καλά καλά με νερό για να δροσιστούμε και μετά κάναμε ότι ήθελε ο καθένας πάντα σιωπηλά όμως γιατί ο μπαμπούλας τής ζωστήρας παραμόνευε.
Η δική μου μεγάλη χαρά ήταν την ώρα που τα αγόρια διάβαζαν ή έλυναν τα σταυρόλεξα της Φωνής του Παιδιού που είμαστε συνδρομητές να παίζω με τις δύο γάτες μας που ήταν ήμερες και καθόταν ελεύθερα στην αγκαλιά μου γιατί τις άλλες ώρες με μάλωνε η Πελαγία που φοβόταν ότι μπορεί να κόλλαγα καμιά αρρώστια γιατί έτρωγαν ποντίκια.
Δύο είχαμε ολόδικές μας που τις άφηνε και μπαίνανε και λίγο στο σπίτι η μαμά μου. Μητέρα και γιό.
Την μεγάλη μάς την είχε δώσει γατάκι ο παπά-Δημήτρης, κόρη τής δικιάς του που ήταν περσικιά, μόνο που η δική μας έμοιαζε στον μπαμπά της και είχε κοντό μαλλί, αλλά ήταν πολύ καλό ζώο και ευγενικό, ακόμα και κατά την μαμά μου που ήταν δύσκολος κριτής γενικά.
Μόνο μία φορά, και αυτό για καλό το έκανε, που της είχαν πεθάνει τα μωρά της δεν ξέρω και πώς, μάζεψε ξένης γάτας που τα είχαν πετάξει σε ένα χάλασμα, τα ανέβασε ένα ένα στην κρεβατοκάμαρα και τα έκρυψε σε ένα μισογεμάτο κασόνι με βιβλία που ήταν κάτω από το κρεβάτι.
Και η ξύπνια η μαμά μου δεν ξέρω τι έκανε τα γατούλια, πάντως τα βιβλία τα έκαψε όλα, που ήταν και δικά μου και καθόλου δεν συχαινόμουν άλλως τε.
Τη γάτα την συγχώρησα γιατί πού να ξέρει. Την μαμά μου όμως όχι.
Μέρες έκλαιγα για τα παιδικά βιβλία που κάηκαν και για τα γατάκια που δεν ήξερα τι τα έκανε.
Τέλος πάντων για να συνεχίσω την ιστορία μου, μια μέρα που κατεβήκαμε πάλι σκαστοί κάτω, οι γάτες εξαφανισμένες κάπου στην δροσιά του κατωνιού πίσω από καμιά φτύνα θα κοιμόταν, αποφάσισα μια και σκυλοβαριόμουν να κάνω δουλειές.
Μπήκα σιγά σιγά στην κουζίνα και πήρα μια κούκλα μου, νύφη με ωραίο νυφικό και πέπλο, που όμως είχε λερώσει λίγο και είχε χάσει το κάτασπρο χρώμα του το τούλι.
Και βάζω σε ένα κουβαδάκι νερό και το σαπούνι και άρχισα να σαπουνίζω το πέπλο μαζί όμως και το κεφάλι, και ξαφνικά οι μπογιές που είχε η κούκλα, χαρτόνι βαμμένο ήταν το πρόσωπο και πού να το ξέρω, άρχισαν να χαλάνε και πάνε τα φρύδια και τα μάτια και το στόμα, τόπους τόπους έμειναν λίγα χρώματα, και το χειρότερο ξεκόλλησε το πέπλο και έμεινε η κούκλα χωρίς το πίσω μέρος του κεφαλιού της.
Ναι όπως το ακούτε. Μόνο μούρη είχε.
Ένα κολλημένο κομμάτι πανί είχε πριν που κάλυπτε την τρύπα, δεν ήταν ολόκληρο το κεφάλι, και εκεί επάνω ήταν ραμμένο το πέπλο που από τα νερά και τα σαπούνια μού έμεινε στα χέρια.
Από μια πανέμορφη κούκλα ένα τέρας βαστούσα με ένα ξεβαμμένο μούτρο και χωρίς κεφάλι πίσω.
Τσιρίδες και κλάματα εγώ και τα αγόρια να προσπαθούν να με κάνουν να σωπάσω να μην ξυπνήσουν οι μεγάλοι και εγώ να ουρλιάζω χειρότερα.
Γιατί σιγά που με ένοιαζε το ξύλο και η ζωστήρα εκείνη τη στιγμή, μετά από το τεράστιο δράμα που μόλις ζούσα.
Και τις φάγαμε από το χέρι της μαμάς στον κώλο, ο καθένας για διαφορετικούς λόγους, όχι από την ζωστήρα του μπαμπά που καθόλου άλλως τε δεν με πείραξε μολονότι έφαγα τις περισσότερες.
Το ότι χάλασε η κούκλα μου όμως, που επειδή ήταν σπάνια σαν νύφη που ήταν, και ήμουν πάντα περιζήτητη στις διάφορες παρέες και στους γάμους που κάναμε με τις φίλες μου όταν παίζαμε τα “φαγέλια”, με πόνεσε φριχτά.








Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Δημοσιεύθηκε στην Ειδήσεις. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.