Αναμνήσεις μιας Καλλονιάτισσας, μαθήτριας του Δάσκαλου Κώστα Τσέλεκα, στο περιοδικό “Καλλονιάτικα”
Μόλις μπήκε ο δάσκαλος στην τάξη:
“«… Σήμερα, παιδιά, θέλω να σας πω κάτι πολύ ευχάριστο», περιμέναμε. «Λέω, τέλος Μαΐου όλοι μας να πάμε διήμερη εκδρομή στην Ερεσό». Πεταχτήκαμε όλοι απ’ τα θρανία χειροκροτώντας και ζητωκραυγάζοντας. Μεγάλο γεγονός για κείνη την εποχή, τόσο μακρυά και δύο μέρες κιόλας, θρίαμβος! Τα περισσότερα παιδιά άντε να ‘χαμε πάει στα γύρω χωριά, άντε και μέχρι τα Παράκοιλα, η Μυτιλήνη ήταν άθλος. Αφού ο δάσκαλος μας επανέφερε στην τάξη, συνέχισε. «Αυτή την ώρα δεν θα κάνουμε μάθημα, θα καταστρώσουμε το πρόγραμμα της προετοιμασίας της εκδρομής». Εμείς, εξήντα περίπου παιδιά, γεμάτα απορίες, περιμέναμε ν’ ακούσουμε, τι πρόγραμμα μαθέ ήταν αυτό που χρειαζόταν από τώρα δουλειά; Κι όμως έτσι ήταν. Πρώτον είπε ο δάσκαλος: «Όλα τα παιδιά θα φάτε το ίδιο φαγητό και το ίδιο γλυκό και για να γίνει αυτό, θα πάρουμε ένα αρνάκι που μόλις θα χει αποκοπεί απ’ τη μάνα του και θα το μεγαλώσετε εσείς. Κάθε παιδί θα το παίρνει 3 μέρες περίπου, θα το φροντίζει και θα το παραδίδει στον επόμενο. Το αρνί θα πηγαίνει από γειτονιά σε γειτονιά για να μεταφέρεται πιο εύκολα. Όσο για το γλυκό, τα αμύγδαλα που μαζέψατε το Σεπτέμβριο απ’ τις αμυγδαλιές του σχολείου θα γίνουν μπακλαβού.»
Κιχ δεν ακουγόταν και ο δάσκαλός μας συνέχισε. «Στην εκδρομή θα πάμε με το φορτηγό και θα το έχουμε δυο μέρες, γι αυτό χρειαζόμαστε χρήματα και στο ταμείο της τάξης έχουμε λίγα, γι’ αυτό πρέπει να το ενισχύσουμε…» Πώς είπαμε όλοι; «Απλούστατα», συνέχισε ο δάσκαλός μας, «θα φυτέψουμε μαρούλια, κρεμμυδάκια και μυρωδικά στον κήπο του σχολείου και κατά το Πάσχα που θα μεγαλώσουν θα τα πουλήσουμε.» Οι προτάσεις του δασκάλου μας ενθουσίασαν, πρώτη φορά ακούγαμε τόσο πρωτότυπα, σοφά και δίκαια λόγια…”
Πως να ξεχάσουν οι Καλλονιάτες τέτοιο Δάσκαλο!!! Παρακάτω μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρο το κείμενο. Αξίζει τον κόπο.
Το αρνί και η εκδρομή της έκτης τάξης
Από παιδί μου άρεσαν οι παλιές φωτογραφίες. Το να «σουσουμιάζω» τα πρόσωπα
της εικόνας με τα ήδη γνωστά μου και να επιβεβαιώνομαι, έμοιαζε λίγο με παιχνίδι
παρατηρητικότητας που με διασκέδαζε κιόλας. Όσο όμως μεγάλωνα και όσο μεγαλώνω, το θέμα άρχισε να μ’ ενδιαφέρει ακόμα περισσότερο. Έτσι λοιπόν σε μια
τέτοια αναζήτηση που με ξεκουράζει και με ηρεμεί, βρέθηκα να φυλλομετρώ το βιβλίο του Χ. Τραγέλλη « Η Καλλονή μέσα από παλιές Φωτογραφίες».
Το βλέμμα ταξίδευε σε τοπία και πρόσωπα, αξέχαστα και πολυαγαπημένα. Έπιασα τον εαυτό μου να τ’ αγκαλιάζει νοερά, με μια ξεχωριστή τρυφερότητα, ώσπου τα
μάτια μου καρφώθηκαν κυριολεκτικά στη σελίδα 157! Δεν πίστευα αυτό που έβλεπα, μου κόπηκε η ανάσα! Η αυλή του σχολείου μας και τέσσερα λυκόπουλα. Γιάννης Φαναραδέλλης, Μάκης Τσέλεκας, Νίκος Καλογήρου, Γιώργος Καφίδης και ανάμεσα στον Γιάννη και τον Μάκη ένα μικρό κατάμαυρο αρνάκι! Αυθόρμητα έβγαλα μια φωνή, μα αυτό είναι το αρνί μας, το αρνί της Τάξης μας καλέ!! Μπορεί βέβαια «Μια εικόνα να ‘ναι χίλιες λέξεις». Πόσες όμως μνήμες και πόσα συναισθήματα μπορεί να
ξυπνήσει και να ζωντανέψει μια εικόνα; Αυτό αποφάσισα κι εγώ να ψάξω και, μια και καλοκαίριασε, πήρα φόρα κι έκανα μια μεγάλη βουτιά στον χρόνο. Και να ‘μαι εδώ, Δημοτικό Σχολείο Καλλονής, 1956. Μέσα του Φλεβάρη θα ‘ταν, ολάνθιστες οι αμυγδαλιές του σχολείου μας, έλαμπε ο τόπος. Η πρωινή προσευχή τέλειωσε και όλοι μπήκαμε στις τάξεις μας. Σε λίγο μπήκε και ο Δάσκαλός μας, ο κύριος Κώστας Τσέλεκας, σηκωθήκαμε όλοι επάνω – έτσι κάναμε τότε εκείνος μας καλημέρισε και μ’ ένα νεύμα μας επανέφερε στις θέσεις μας. «Σήμερα, παιδιά, θέλω να σας πω κάτι πολύ ευχάριστο», περιμέναμε. «Λέω, τέλος Μαΐου όλοι μας να πάμε διήμερη εκδρομή στην Ερεσό». Πεταχτήκαμε όλοι απ’ τα θρανία χειροκροτώντας και ζητωκραυγάζοντας. Μεγάλο γεγονός για κείνη την εποχή, τόσο μακρυά και δύο μέρες κιόλας, θρίαμβος! Τα περισσότερα παιδιά άντε να ‘χαμε πάει στα γύρω χωριά, άντε και μέχρι τα Παράκοιλα, η Μυτιλήνη ήταν άθλος. Αφού ο δάσκαλος μας επανέφερε στην τάξη, συνέχισε. «Αυτή την ώρα δεν θα κάνουμε μάθημα, θα καταστρώσουμε το πρόγραμμα της προετοιμασίας της εκδρομής». Εμείς, εξήντα περίπου παιδιά, γεμάτα απορίες, περιμέναμε ν’ ακούσουμε, τι πρόγραμμα μαθέ ήταν αυτό που χρειαζόταν από τώρα δουλειά; Κι όμως έτσι ήταν. Πρώτον είπε ο δάσκαλος: «Όλα τα παιδιά θα φάτε το ίδιο φαγητό και το ίδιο γλυκό και για να γίνει αυτό, θα πάρουμε ένα αρνάκι που μόλις θα χει αποκοπεί απ’ τη μάνα του και θα το μεγαλώσετε εσείς. Κάθε παιδί θα το παίρνει 3 μέρες περίπου, θα το φροντίζει και θα το παραδίδει στον επόμενο. Το αρνί θα πηγαίνει από γειτονιά σε γειτονιά για να μεταφέρεται πιο εύκολα. Όσο για το γλυκό, τα αμύγδαλα που μαζέψατε το Σεπτέμβριο απ’ τις αμυγδαλιές του σχολείου θα γίνουν μπακλαβού.»
Κιχ δεν ακουγόταν και ο δάσκαλός μας συνέχισε. «Στην εκδρομή θα πάμε με το φορτηγό και θα το έχουμε δυο μέρες, γι αυτό χρειαζόμαστε χρήματα και στο ταμείο της τάξης έχουμε λίγα, γι’ αυτό πρέπει να το ενισχύσουμε…» Πώς είπαμε όλοι; «Απλούστατα», συνέχισε ο δάσκαλός μας, «θα φυτέψουμε μαρούλια, κρεμμυδάκια και μυρωδικά στον κήπο του σχολείου και κατά το Πάσχα που θα μεγαλώσουν θα τα πουλήσουμε.» Οι προτάσεις του δασκάλου μας ενθουσίασαν, πρώτη φορά ακούγαμε τόσο πρωτότυπα, σοφά και δίκαια λόγια. Γυρίσαμε στα σπίτια μας κυριολεκτικά μες την τρελή χαρά, κι όλο γι’ αυτά λέγαμε και ο ενθουσιασμός μας τέλος δεν είχε. Ύστερα από δυο-τρεις μέρες στην αυλή του σχολείου, μας περίμενε ένα μικρό κατάμαυρο αρνάκι. Θεέ μου τι χαρά ήταν αυτή! (Λες και πρώτη φορά βλέπαμε κάτι τέτοιο). Ναι, αλλά αυτό ήταν δικό μας! Το αγκαλιάσαμε αμέσως και του περάσαμε δυο μπλέ χάντρες στ’ αυτιά, για το μάτι. Στον λαιμό βάλαμε ένα δερμάτινο κολιέ με «πεχέλια» και στη συνέχεια τοποθετήσαμε το λουράκι για να το πηγαίνουμε από σπίτι σε σπίτι. Μέχρι εδώ όλα απλά και άγια. Τις επόμενες μέρες άρχισαν οι πρώτες δυσκολίες. Το αρνάκι είχε μόλις αποκοπεί απ’ τη μάνα του και βέλαζε μέρα νύχτα και τώρα άρχισαν να δυσφορούν οι δικές μας μάνες. Στο χωριό μας λίγα σπίτια είχαν αυλές με κοτέτσι και ντάμι, αρκετά παιδιά το έπαιρναν και την επομένη το επέστρεφαν, αλλά πάλι προσπαθούσαν να βρουν λύσεις σε συγγενικά σπίτια, όπως έκανε ο Δημητράκης Φαφουτέλλης. Το αρνί γλιστρούσε στην πλακόστρωτη αυλή τους και έτσι το πήγε στη θεία του Στέλλα Καρέκου, που είχε άπλα στην αυλή της.
Κάποιος όμως απρόσεκτος άφησε ανοιχτή την ξύλινη πορτάρα και το αρνί έφυγε… συναγερμός όλη η γειτονιά στο πόδι να ψάχνει σοκάκια και αυλές, τελικά το βρήκαν ή Ρίτα Καζάζη με την Ερατώ Βουγάμαλη και την Στέλλα Καραβασίλη, που έπαιζαν κουτσό εκεί κατά του Πρασακάκη τη Μηχανή. Το γνώρισαν απ’ τα σκουλαρίκια (πάλι καλά). Την άλλη μέρα έντρομος ο Δημήτρης το επέστρεψε για να το παραδώσει στη Στέλλα Νεραντζή (το μουράγιο είχε σειρά). Όταν το έφερε, 3-4 μέρες αργότερα, δεν το γνωρίζαμε, άστραφτε ολόκληρο, λουστρίνι η τρίχα του. «Τι έγινε, βρε Στέλλα, άλλο αρνί μας έφερες;» «Όχι, μωρέ παιδιά, αλλά να η μάνα μου (η κυρά Ρήνη ήταν βαριά νοικοκυρά) το ‘βαλε και της Δήμητρας Καφίδου Ξενούλη το σαπούνισε πριν το βάλει στην αυλή μας.» Σκάσαμε όλοι στα γέλια με το μπανιαρισμένο αρνί. Το αποτέλεσμα όμως ήταν εντυπωσιακό. Κι ενώ εκείνο συνέχιζε τις επισκέψεις στις γειτονιές της Καλλονής, εμείς συγχρόνως φροντίζαμε τα μαρούλια και τα μυρωδικά, τα ποτίζαμε, τα ξεβοτανίζαμε και τα καμαρώναμε που μεγάλωναν κι αυτά μαζί με το αρνάκι μας. Ο δάσκαλος μας έλεγε ότι η πιο κατάλληλη περίοδος για να τα διαθέσουμε ήταν τη Μεγάλη Εβδομάδα, γιατί το μαρούλι πάει πολύ σαν σαλάτα με το γεμιστό αρνί. Έτσι λοιπόν, τη Μ. Πέμπτη μετά την εκκλησία ο δάσκαλος κι εμείς ξεκινήσαμε την «Επιχείρηση της Σαλάτας». Ο Βομβέλλης με τον Μαυρέλλη ξερίζωναν τα μαρούλια, ο Τσούνης με τον Μαξιμιάδη τα έπλεναν στις βρύσες, ο Πάπαρος με την Μ. Λιμναίου και Β. Βαρβαρέσου βγάζαν τα κρεμμυδάκια, οι Βέρου, Σαμίου, Σαρή έκοβαν τα μυρωδικά κι εμείς με την… Ραλίτσα και την Αγγέλα περνούσαμε στα βούρλα τα μαρούλια. Η Ελένη Τζομπάνογλου έδενε με τη σειρά της τα κρεμμύδια με τον άνιθο και τη ρόκα. Σε τρεις ώρες περίπου γεμίσαμε 2 κοφίνια σαλάτες. Ο Αντώνης Σκούντας με τον Γιώργο Δομένικο έγραφαν πόσες πήρε ο καθένας, γιατί στο μεταξύ ήλθαν κι άλλα παιδιά. Ξεχυθήκαμε όλοι στις γειτονιές της Καλλονής μας και δεν έμεινε ούτε ένα μαρουλόφυλλο, ο κόσμος μας πείραζε, μας έκανε γούστο, αλλά και τα προϊόντα μας ήταν περιποιημένα, νοικοκυρεμένα, φρέσκα και καλοπλυμμένα – τί τα θες, τί τα γυρεύεις το ταμείο γέμισε κι εμείς πια οι επιτυχημένοι έμποροι μπορούσαμε να πάμε ξένοιαστοι στα 12 ευαγγέλια. Με το που πέρασε το Πάσχα, ήλθε κι η δική μας η σειρά να φιλοξενήσουμε το αρνί. Εμείς όμως τα παιδιά της Μάνιας – Ελευθερία Αλβανού, Ιγνάτιος Ράλλης, Σταύρος Κουμέλης, Δήμητρα Κ., Κλεάνθη Τσιθριανού, Ραλίτσα Μυρμηγκέλη, Γιώργος Παπάζογλου, Μυρσινούλα Δέλιου και Ραλίτσα Χαραλαμπίδου – είχαμε από πριν αποφασίσει ότι, όταν έλθει η ώρα, το αρνί θα το πηγαίναμε στον Μπαχτσέ μας στο Βουβό. Και το μέρος κατάλληλο και θα γλυτώναμε απ’ τη γκρίνια των μανάδων μας. Αρχές του Μάη και μοσχοβολούσε ο τόπος απ’ τα τριαντάφυλλα, το αρνί μας έτρεχε ευτυχισμένο στον Μπαχτσέ μας μαζί με τον Αράπη τον σκύλο, μόνο η κατσίκα πού και πού του έριχνε καμιά κουτουλιά . Εμείς τα παιδιά, μόλις σχολούσαμε, πετούσαμε τις τσάντες μας και τρέχαμε να το δούμε. Και δεν θα το πιστέψετε, το ξέρω, αλλά εκείνο μας περίμενε πίσω απ’ τη μεγάλη πόρτα του χωραφιού, θες άκουγε τις φωνές μας, θες τα ποδοβολητά μας, εκείνο βέλαζε και δεν το χωρούσε ο τόπος. Κι εμείς, αχ εμείς, ορμούσαμε μέσα και αρχίζαμε τις αγκαλιές και τα παιχνίδια ή όλοι κάτι κρατούσαμε για να το ταΐσουμε, «θα το σκάσετε το ζωντανό απ’ το πολύ φαγητό», φώναζαν οι γιαγιάδες μου, «σε λίγο απ’ το βάρος δεν θα μπορεί να περπατήσει». Και ποιος τις άκουγε; Εμείς παίρναμε το αρνί μας πηγαίναμε στο πηγάδι κάτω απ’ την Καρυδιά, εκεί που συνήθως κάναμε τις Κουκλοπαντρειές, και συνεχίζαμε τα χάδια ή το βούρτσισμα της τρίχας του, γιατί όλο και κάποια κολλητσίδα υπήρχε πάνω του. Πολλές φορές όμως του δέναμε το λουράκι ή το πηγαίναμε βόλτα – βόλτα παντού! Όπου μπορεί να φανταστεί κανείς. Νομίζω ότι αυτό το αρνί μόνο μέσα στη «Ζωοδόχο Πηγή» δεν το είχαμε πάει, για τα ξωκκλήσια όρκο δεν παίρνω. Οι μέρες πέρασαν και φτάσαμε στην παραμονή της εκδρομής. Η μέρα της θυσίας του αμνού έφτασε. Ο πατέρας του συμμαθητή μας Γιάννη Γώγου, ο κυρ Δημητρός, που ήταν ο χασάπης, προθυμοποιήθηκε να σφάξει κάπου κρυφά το αρνί, ώστε να μην το δούμε εμείς. Ο δάσκαλος όμως σκέφτηκε ότι ήταν ευκαιρία να μας κάνει μάθημα ανατομίας. Στο πίσω μέρος λοιπόν του Σχολείου, απόγευμα, το αρνί κρεμόταν στο τσιγκέλι από ένα δέντρο και γύρω γύρω καμμιά εξηνταριά παιδιά να κλαίνε κι ο δάσκαλος να προσπαθεί να μας διδάξει.
«Μην κλαίτε βρε θα σας δώσω τη φούσκα να την κάνετε τσαμπούνα», έλεγε ο κυρ Δημητρός. «Δεν θέλουμε τσαμπούνα», απαντούσαμε εμείς μ’ αναφιλητά. Ο Δάσκαλος δεν μπορούσε να φανταστεί τέτοια αντίδραση, αφού στο χωριό όλη την ώρα σφάζαμε αρνιά και κατσίκια και μάλιστα από οικόσιτα ζώα. Τα παιδιά είναι απρόβλεπτα τελικά…
Με έξυπνο τρόπο σταμάτησε το μάθημα κι άρχισε να μας δίνει οδηγίες συμπεριφοράς για την αυριανή μέρα. Να ‘μαστε όλοι καθαροί, με καθαρά ρούχα και παπούτσια και
κομμένα νύχια κτλ, αυτονόητα σήμερα, για κείνα όμως τα χρόνια όλα ήταν δύσκολα και χρονοβόρα. Παιδιά ήμασταν, ξεχαστήκαμε και τρέξαμε στα σπίτια μας να κοιμηθούμε νωρίς. Αύριο ήταν μια ξεχωριστή μέρα, μάτι δεν κλείσαμε, εκείνη τη μαγιάτικη νύχτα και μόλις χάραξε ο Θεός τη μέρα, ετοιμάσαμε τα γαβάνια μας, πήραμε ένα πιρούνι, χτένα και νυχτικό τα βάλαμε σε μια «σακουλιέρα», κι ανεβήκαμε στο γνωστό φορτηγό. Καθήσαμε στους ξύλινους πάγκους και στο τέλος βάλαμε το καζάνι και τα ξύλα μαζί με την μαγείρισσα, που δεν ήταν άλλη απ’ την έφηβη τότε Αγγέλα Σιμιτσή.
Την μπακλαβού κομμένη σε μικρά κομματάκια και τοποθετημένη σε μεταλλικό κουτί ο δάσκαλός μας την έβαλε μπροστά μαζί με τα κουτιά τα λουκούμια που θα κερνού-
σαμε τα παιδιά της Άντισσας. Κάποια στιγμή ξεκινήσαμε… χωματόδρομος, πολλές λακκούβες, στροφές συνεχόμενες κι εμείς να τραγουδάμε και να φωνάζουμε. Μικρή στάση στη Φίλια και στη συνέχεια στα δροσερά νερά της Βατούσας. Αντικρύζοντας σε λίγο την Άντισσα, έτσι απλωμένη και κεντημένη κυριολεκτικά πάνω στο βουνό, ένα επιφώνημα θαυμασμού ακούστηκε απ’ όλους μας. Αλλά ο ενθουσιασμός μας έγινε ακόμα μεγαλύτερος, όταν φτάσαμε στο σχολείο. Η υποδοχή που μας έγινε ήταν άλλο πράγμα. Δάσκαλοι και παιδιά μας περίμεναν κυριολεκτικά με ανοιχτές αγκαλιές και στρωμένα τραπέζια με φαγητά και γλυκά, που είχαν φτιάξει οι μανάδες των μαθητών. Εμείς σαστίσαμε, κάπου μας έπιασαν κι οι ντροπές, τέτοια γενναιοδωρία για μας; Κι όμως έτσι έγινε. Ο Διευθυντής μας καλωσόρισε, ο κύριος Τσέλεκας χαιρέτησε τα παιδιά και τους πρόσφερε τα λουκούμια, αλλά τα κεράσματα ήταν τόσα πολλά, που κάποια στιγμή βλέπουμε να εμφανίζεται κι η μπακλαβού μας. Και ήταν και πολύ πετυχημένη, η Μαρικούλα Σίμου μας είπε πως τέτοια όμορφη μπακλαβού δεν είχε ξαναφάει. Αφού φάγαμε και κυριολεκτικά σκάσαμε, τα δικά μας ούτε καν τα ανοίξαμε, άρχισε η ψυχαγωγία. Ο Δημητράκης Φ. και ο Π. Μαυραγάνης είπαν από ένα ποίημα κι ακολούθησε η Ερατώ με τη Στέλλα και τα παιδιά της Άντισσας είπαν κι αυτά τα δικά τους κι αρχίσαμε τους ελληνικούς χορούς. Κάποια στιγμή καθώς χόρευα, πήρε το μάτι μου μια παρέα συμμαθητών μου που γελούσε πονηρά κι έσπρωχνε ο ένας τον άλλον – πρωταγωνιστής Μάκης Τσέλεκας κι από δίπλα Γ. Κουκουρουβλής, Κ. Ράλλης, Γ. Ελευθερίου, Γιάννης Φ., Σταύρος Βουγιούκας, Χ. Θεοδωρέλλης, Π. Σαλής – και δώσ’ του γέλια και δωσ’ του πειράγματα κι εμείς χορεύαμε μαζί με τα κορίτσια της Άντισσας. Μόλις τελείωσε ο χορός, έκανα να πλησιάσω την παρέα, να σου όμως η Μυρσινούλα Δέλιου που την χτύπησε το καινούριο πεδιλάκι της και δεν χόρευε, σκασμένη στα γέλια. «Ξέρεις τι κάνουν εκεί;», μου λέει, «κάθονται και κάνουν καλλιστεία ποιο σχολείο έχει τα
ομορφότερα κορίτσια;» Το αποτέλεσμα δεν το ‘μαθα ποτέ. Ξέρω όμως ότι οι συμμαθητές μου από μικροί ήταν «στ’ άρματα τεχνίτες». Πολύ μας άρεσε η Άντισσα. Όμορφη πλατεία, πλατάνια, ολάνθιστες αυλές, φιλόξενοι και πρόσχαροι άνθρωποι. Απ’ όπου περνούσαμε, άνοιγαν οι πόρτες, μ’ έναν δίσκο κεράσματα, «καλέ τι ΄ναι τούτο;», λέγαμε. Δεν μας άφηναν να φύγουμε, τόσο πολύ χάρηκαν που τους επισκεφτήκαμε. Άλλα χρόνια, άλλα μέτρα, άλλοι άνθρωποι. Δύσκολα αποχαιρετιστήκαμε για να φθάσουμε αργά το απόγευμα στο σχολείο της Ερεσού.
Άλλη υποδοχή εκεί, τα παιδιά περίμεναν ανυπόμονα να φιλοξενήσουν τους νέους φίλους – τα κορίτσια κορίτσια και τ’ αγόρια αγόρια. Σε λίγο τα περισσότερα παιδιά τακτοποιήθηκαν σε σπίτια. Οι υπόλοιποι θα έμειναν στο σχολείο στρωματσάδα ή όλοι μαζί παρέα. Μόλις μαθεύτηκε το νέο, εξέφρασαν πολλοί την επιθυμία να μην πάνε σε σπίτια, προτιμούσαν τον χαβαλέ της παρέας, μεταξύ αυτών και ο Γ. Φαναραδέλλης. Ο μαθητής όμως, που θα τον φιλοξενούσε, έκλαιγε απαρηγόρητος, η μάνα του είχε κάνει ετοιμασίες και εκείνος ήθελε έναν καινούριο φίλο. Τι να κάνει κι
ο Γιάννης, μιας και τόσο δάκρυ χύθηκε για πάρτη του, του ‘κανε το χατήρι.
Το πρωί ο καθένας περιέγραφε τις εντυπώσεις του – εγώ είδα το ένα, εγώ έκανα το άλλο. «Εγώ πάντως», είπε η Κλεάνθη, «έφαγα για πρώτη φορά στη ζωή μου λαγό στιφάδο, ο μπαμπάς της μαθήτριας ήταν κυνηγός». «Εγώ πήγα στο σπίτι του Δήμαρχου Κούκου», έλεγε η Ραλίτσα Βαρζουδάκη, «έφαγα μπιφτέκια κι είχαν και μια καταπληκτική κουζίνα με πετρογκάζ». «Εμένα ο ξάδελφος του μπαμπά μου έσφαξε κότα», έλεγε η Ρ. Καζάζη (μεγάλη τιμή τότε η κότα). «Εμάς» έλεγαν η Στέλλα και Ραλίτσα Καραβασίλη «μας φιλοξένησε η φίλη της θείας Ασανούλας Χ. Μωυσή κι είχε του κόσμου τα πράγματα.»
Βέβαια, άλλα παιδιά ήταν ενθουσιασμένα κι άλλα δυσκολεύτηκαν, γιατί πρώτη φορά κοιμόταν σ’ άλλο χωριό και ξένο σπίτι. «Εμείς πάντως περάσαμε αξέχαστα στο σχολείο», έλεγε η Αγγέλα Παπαμανώλη, «στρωματσάδα κι όλη νύχτα γελούσαμε με τη Χιονία Κωνσταντέλλη.» Κι έτσι κεφάτοι κι ορεξάτοι ξεκινήσαμε για Σκάλα Ερεσού. Ατελείωτη παραλία, καταγάλανα νερά, η Σαπφώ, ο Παπανικολής και ο δάσκαλος να μας λέει του κόσμου τα πράγματα. Κάποια στιγμή εκεί στην παραλία ανάψαμε φωτιά. Βάλαμε την πυροστιά, το καζάνι, το νερό, το αρνί. Στο τέλος η μικρή μαγείρισσα Αγγέλα Σιμιτσή έριξε και το κριθαράκι. Εκείνη έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε για να φάμε εμείς το φαγητό. Τώρα θες ότι αυτό ήταν το αρνί μας θες ότι το είχαμε κάνει τετράπαχο, δεν καταφέραμε να το φάμε τουλάχιστον οι περισσότεροι. Ποιος νοιαζόταν για το φαγητό; Εμείς πετούσαμε από ευτυχία… έλαμπαν τα μάτια μας, έλαμπε ο τόπος. Μια τάξη παιδιά, τα παιδιά της έκτης τάξης, χορτασμένα από εικόνες, από φίλους, από φιλοξενία, από αγάπη. Τον δρόμο του γυρισμού πήραμε νωρίς το απόγευμα και στην Καλλονή κατεβήκαμε απ’ το φορτηγό πετώντας!!
Τη βουτιά στον χρόνο την έκανα με παρέα τις συμμαθήτριές μου, όσες μπόρεσα ν’ ανταμώσω. Αυτό όμως που ποτέ δεν θα ξεχάσω είναι η έκφραση που έπαιρναν τα πρόσωπά τους και η γλυκύτητα στο βλέμμα τους, όταν αναφερόταν στα χρόνια εκείνα. Για λίγο όλες γίναμε δωδεκάχρονα κοριτσάκια με κοτσίδες και αλογοουρές και κοντοκομμένα μαλλάκια. Όλα αυτά τα ζήσαμε 58 ολόκληρα χρόνια πριν και τα κρατήσαμε πολύτιμα κομμάτια της ζωής μας, μοναδικά! Τι τυχεροί που ήμασταν τελικά!! Αλλά ακόμα πιο τυχερό το αρνί μας. Γιατί ποιο άλλο αρνί σ’ ολόκληρο τον κόσμο είχε την τύχη να αγαπηθεί τόσο πολύ και από τόσο πολλά παιδιά;
Γειά σας
Παρότι 6 χρόνια μικρότερός σας…σας θυμάμαι όλους, όπως θυμάμαι και τον αξέχαστο δάσκαλό σας. Τα 2 πρώτα χρόνια μου στο Δημοτικό σχολείο Καλλονής, νομίζω πως ήταν ο διευθυντής μας. Δάσκαλο δεν τον είχαμε ποτέ. Θυμάμαι όμως ότι με παρακινούσε κ με ενθάρρυνε να απαγγέλλω ποιήματα στις σχολικές γιορτές, λέγοντάς μου ότι ο ξενιτεμένος παππούς μου, ο Αντώνης Καθηγητής, ήταν φίλος του και ότι ήταν ο παππούς, καλός ως συγγραφέας λαϊκών ποιημάτων. Παντού ωστόσο άκουγα μεγαλώνοντας, τα καλύτερα λόγια για τον Δάσκαλο. Αυστηρός μεν αλλά Πρωτοπόρος. Δεν τον συνάντησα από τότε, το 1961, που συνταξιοδοτήθηκε. Ως εκπαιδευτικός όμως, στα 30 μου, έτυχε έστω ως ένας από τους παραλήπτες μιας επιστολής του, να μου ξαναδώσει κάτι από τη “φλόγα του”, αυτός ο αξέχαστος εκπαιδευτικός.
Αξέχαστο που λέτε, θα μου μείνει το παρακάτω:
Ήταν 1983, όταν παρακίνησα τους μαθητές μου στο νεοϊδρυθέν γυμνάσιο της Φίλιας, να ιδρύσουμε δανειστική βιβλιοθήκη και Κέντρο Πληροφόρησης Νεότητας, για τη νεολαία των αγροτοκτηνοτροφικών χωριών μας εκεί. Αποστείλαμε λοιπόν επιστολές σε συγχωριανούς ομογενείς του εξωτερικού, σε συντοπίτες ξενιτεμένους ανά την Ελλάδα, σε γνωστούς λόγιους κ σε εφημερίδες αθηναϊκές κ τοπικές. Πολλοί ήταν που ανταποκρίθηκαν και στήριξαν αμέσως το μαθητικό δημιούργημα. Μετά από 3 χρόνια και ενώ είχαμε ήδη στήσει και λειτουργούσαμε τη δανειστική μας βιβλιοθήκη, λάβαμε και ένα δέμα με αποστολέα τον κ Τσέλεκα. Δώριζε στην βιβλιοθήκη μας δύο βιβλία, “το χωριό μου η Βρίσα” (με εγκάρδια αφιέρωση) και το “Λεσβιάς Ωδή” του Σταυράκη Αναγνώστου. Μας δώριζε επίσης και έναν ιδιόχειρο δικό του κατάλογο με όλους τους συλλόγους της Λέσβου στην Αθήνα, τις διευθύνσεις κ τα τηλέφωνά τους. Το πιό συγκινητικό όμως “δώρο” ήταν η ιδιόχειρη, μάλλον με τρεμάμενο χέρι, επιστολή του προς τους μαθητές που τους λέει “με συγχωρείτε για το γράψιμό μου” και την οποία, όπως καταλήγει ο ίδιος, “έκανε μιά ώρα να τη γράψει”…
Την παραθέτω, ως ελάχιστη συνεισφορά στη μνήμη του:
“Αγαπητά παιδιά, “Γειά χαρά και καλή καρδιά”.
Σα δάσκαλος (1927-1961) και τώρα μανιώδης λαογράφος-συλλέκτης όλων των εντύπων (εφημ.-περιοδ.-ημερολ.) των 40 λεσβ. Συλλόγων Αθηνών, διάβασα στον “Παλμό της Ανεμώτιας” με προσοχή και ενδιαφέρον την επιστολή σας “προς όλους τους συγχωριανούς” η οποία με εντυπωσίασε αφάνταστα με το περιεχόμενό της από άποψη οργάνωσης δραστηριότητας και επίτευξη σκοπών Σας. Σας συγχαίρω όλους θερμότατα και παρακαλώ διαβιβάσατε τα συγχαρητήριά μου και προς τους κ.κ. καθηγητές Σας.
Με συγχωρείτε για το γράψιμό μου.
Σε ένδειξη εκτίμησης προσπαθειών σας δεχθείτε τα δύο δυσεύρετα βιβλία μου.
Διαβάσετε απ΄το βιβλίο μου τα τσακιστά φύλλα για να δείτε πώς έμαθα γράμματα.
Γειά σας,
Κ. Τσέλεκας
30-3-86
Μία ώρα έκανα να γράψω.”
Σ ευχαριστούμε λοιπόν αγαπητή ανώνυμη “Καλλονιάτισσα μαθήτρια” του κ. Τσέλεκα, για τις τόσο συγκινητικές αφορμές που μας έδωσες, μέρα πούναι, να ξαναθυμηθούμε και να μνημονεύσουμε αυτόν τον αξέχαστο Δάσκαλο…
Καλή Ανάσταση!