ΓΥΝΑΙΚΕΣ
Και αυτές που μένουν και αυτές που φεύγουν οι μοίρες πάντα μ’ απονιά τις δέρνουν….
Ανάθεμα στον αίτιο…
Μια φευγαλέα ματιά στο πρόσωπο της.
Δεν θέλει να το κοιτάζει, σαν άγνωστο της φαίνεται.
Γέρικο και ρυτιδιασμένο. Κι ας είναι ακόμα νέα.
Κάθε ρυτίδα της ένας καημός και δάκρυα.
Πολλά δάκρυα μοναχικά, κρυμμένα από τούς άλλους.
Πρέπει να κρύψει τα σημάδια.
Τις μελανιές. Δεν αντέχει να βλέπει.
Δυο χτενισιές στα γρήγορα. Η χτένα γεμάτη άσπρες τρίχες.
Της πέφτουν. Τα μαλλιά της.
Πού πήγαν οι πλούσιες μπούκλες;
Που πήγαν οι φυσικές ανταύγειες από το φως του ήλιου;
Που πήγαν τα καλοκαίρια της;
Φθινόπωρο και χειμώνας η ζωή της.
Και ας είναι καλοκαίρι.
Είναι η σκοτεινιά μέσα της.
Και οι μελανιές στο πρόσωπο και στην ψυχή της.
Αυτά που ο ήλιος δεν φτάνει να τα διαλύσει.
Κοιτάζεται τόση ώρα στον καθρέφτη χωρίς να βλέπει.
Αφαιρέθηκα σκέφτεται.
Μόνο στα μάτια της τώρα που τα προσέχει υπάρχει ακόμα
μια μικρή αχτίδα. Λίγο φως.
Στα πλάγια τους οι ρυτίδες ακτινωτά φτιάχνουν ένα ολόκληρο ήλιο.
Τον δικό της ήλιο.
Μόνο που δεν ζεσταίνει.
Φοβάμαι αλλά θα φύγω…