Χτες το βράδυ (νωρίς) ήρθε στο καφενείο ένας Αγιασώτης. “Κάστανα καλά έχου πιδιά” Αντίδραση καμιά απ’ τους θαμώνες. Η αλήθεια είναι ότι πέρασε η φούρια τους. Τελικά έδωσε μια δυο σακκούλες (είχε και γνωστούς στο καφενείο). “Πράμα που έ χαλά, μη του φουβάσει” είπε και παίρνοντας ένα μαχαίρι άρχισε να χαράζει κάστανα και να τα βάζει πάνω στη σόμπα. Μύρισε το καφενείο. Πήρε μια μπύρα και έπινε. Πάρε και συ. Δώσε και στον άλλο. “Α, τί ωραία που είναι” Ήταν και γυναίκες στο καφενείο. Φέρε μια σακκούλα. Και σε μένα μάστορα. “πέντε € η σακκούλα” Ξεπούλησε και έφυγε. Αγιασώτης, που πάει να πει Έμπορας.





