Οι οξύτητες του λαδιού που παράγουν οι αγρότες σήμερα δεν έχουν καμιά σχέση τις αντίστοιχες πριν από πενήντα χρόνια. Τώρα τα λάδια είναι εξαιρετικά. Τα παλιότερα χρόνια οξύτητες σε διψήφιο νούμερο δεν ήταν καθόλου σπάνιες.
Πολλοί ήταν οι παράγοντες που συνέβαλαν στην κακή ποιότητα του λαδιού. Να αναφέρουμε το ότι μάζευαν ακόμα και το λεγόμενο “αυγουστιανό ξεράδι” και το ότι για τη συγκέντρωση αρκετής ποσότητας ελιών ώστε να γίνει το “στάμα” (η ελάχιστη ποσότητα που χρειάζονταν για να γεμίσουν τα “πανιά” (σάκκοι) ενός πιεστηρίου) χρειάζονταν αρκετός χρόνος με αποτέλεμα να “ανάβουν” (σαπίζουν) οι ελιές μέσα στα “αμπάρια”.Ένας καθοριστικός παράγοντας ήταν (και είναι) η ποιότητα του καρπού η οποία υποβαθμίζεται όταν προσβληθεί από τον δάκο.
Για την καταπολέμηση του δάκου άρχισε τη δεκαετία του 50 η δακοκτονία. Για να πραγματοποιηθεί σε μια περιοχή χρειάζονταν εγκριτική απόφαση του κοινοτικού συμβουλίου. Το κοινοτικό συμβούλιο όμως στην αρχή δεν έβλεπε με καλό μάτι τη υπόθεση. Κάποιες χρονιές αρνήθηκε και κάποιες άλλες δέχτηκε. Τις χρονιές που αποδέχονταν να γίνει η δακοκτονία έβαζε όρους: να μην υπερβαίνει το κόστος τα 40 λεπτά της δραχμής ανά οκά παραγόμενου λαδιού, να απασχοληθούν “ομοχώριοι” εργάτες, να γίνει η δακοκτονία έγκαιρα και να καταπολεμηθεί και ο πυρηνοτρήτης.
Οριστικά η αποδοχή της δακοκτονίας έγινε τη δεκαετία του 60 συγκρίνοντας τις αποδόσεις (στην ποιότητα και την τιμή) που είχαν άλλα χωριά στα οποία γινόταν συστηματικά.
Τα κοινοτικά συμβούλια όμως “έμπαιναν” και σε επιστημονικά θέματα. Έτσι το 1956 είπαν όχι επειδή η προτεινόμενη μέθοδος “Μπέρλινγκ” καταδικάστηκε ως ακατάλληλη από το διεθνές Ελαιοκομικό Συνέδριο ενώ αντίθετα το 1959 είπαν το “ναι” στην εφαρμογή της με αρσενικομελασιούχο διάλυμα.
Τα πρώτα χρόνια της εφαρμογής της δακοκτονίας την ευθύνη είχε το Ελαιοταμείο Λέσβου το οποίο εξέδιδε και διακινούσε και ενημερωτικά φυλλάδια (από το αρχείο του γεωπόνου Γιώργου Χατζηαντωνίου)