‘’Δλειά Μανώλ’’
Αυτό ακούγαμε να λένε οι μεγαλύτεροι μας σ’ όποιον απέφευγε με διάφορες προφάσεις να κάνει κάποια δουλειά (από τεμπελιά). Συχνά στις δυο παραπάνω λέξεις πρόσθεταν :’ κι άσ τα καλπλίκια ‘όπως συμβαίνει μ’ όλες τις παρόμοιες εκφράσεις είχε και η παραπάνω την ιστορία της, που ήταν η εξής :
Θα ήταν στη δεκαετία του 1910 όταν οι επίτροποι της εκκλησιάς μας, διαπίστωναν ότι τα κέρματα που μάζευαν από το μικρό παγκάρι του Αι- Γιάννη, το παρεκκλήσι του νεκροταφείου, ήταν συχνά πυκνά αφύσικα μειωμένα. Φυσικά το μυαλό τους πήγε γρήγορα σε κάποιον ποντικό. Πώς αντιμετωπίζεται όμως, ένα τέτοιο τρωκτικό; Ενας μόνο είναι ο τρόπος: να το πιάσεις επ’ αυτοφόρω. Αυτό είναι που προθυμοποιήθηκε να κάνει ο άνθρωπος για τις ‘δύσκολες καταστάσεις’, που κι αλλού τον ανέφερα Εμ. Ζερβός. Πήγε και κρύφτηκε μια Σαββατιάτικη νύχτα πίσω από το μικρό τέμπλο του παρεκκλησίου. Περασμένα μεσάνυχτα και ο ‘ ποντικός’ έκανε την επίσκεψη του. Ο Ζερβός δεν σπεύδει να τον πιάσει, καθώς θέλει να δει και τον τρόπο δράσης του και να τι είδε: Πλησίασε (το κλεφτρόνι) πρώτα την εικόνα της Παναγιάς του τέμπλου και άρχισε να της μιλάει : “Παναγίτσα μου όπως τα είπαμε και άλλη φορά, τα χρήματα που θα σου πάρω από το παγκάρι , δεν τα κλέβω, τα δανείζομαι, θα στα γυρίσω μόλις πιάσω δουλειά και κερδίσω αρκετά…” Ο Ζερβός ανοίγει τότε το στόμα του και με παραλλαγμένη φωνή λέει «’δλειά Μανώλ κι άσ τα καλπλίκια’.» Τι λέτε να ακολούθησε; Χαμός, πανικόβλητη φυγή, λιποθυμία; Τίποτα… ο Μανώλης το κλεφτρόνι γυρίζει προς από την εικόνα του Χριστού απ’ όπου ερχόταν η φωνή και λέει ‘ενοχλημένος’« Μην ανακατεύεσαι εσύ, εγώ με τη μητέρα σου κουβεντιάζω!…»