Στη σελίδα αυτή φιλοξενούνται ανέκδοτα και ιστορίες, θύμισες παλιές, του συγχωριανού μας συγγραφέα και διανοητή
Πάνου Ν. Αναγνώστου.
40. Μεθεόρτια
Σας τα είπα τον προηγούμενο μήνα για την ανεπανάληπτη γιορτή του Αι-Γιαννιού στο χωριό της κατοχής και των μύριων ελλείψεων. Το γλέντι που έμεινε στην προσωπική μας ιστορία ως το καλύτερο της ζωής μας!
Καλά οργανωμένα και με επιτυχία έγιναν και τα μεθεόρτια, το απόγευμα της επομένης. Η επιφορτισμένη με την επιμελητεία ομάδα (επικεφαλής ο Δημητρός Τσέλεκας) συμμάζεψαν επιμελώς τα πιατικά κλπ τα οποία απέδωσαν στους δικαιούχους τους, όπως και τα τραπέζια, καρέκλες κ.α, τακτοποίησαν την αίθουσα και την παρέδωσαν στους ιδιοκτήτες. Όλα τέλεια λοιπόν πλην…μιας ασήμαντης λεπτομέρειας, που κανείς ποτέ σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση και εποχή, θα της έδινε και την ελάχιστη προσοχή!
Το άγρυπνο μάτι του ‘επιμελητή’ Τσέλεκα είχε παρατηρήσει αποβραδίς ότι είχε ένα υπόλοιπο ούζου σ’ ένα καραφάκι, κατά την αποχώρησή μας. Αυτό το μπουκάλι λοιπόν είχε χαθεί, άρα είχε κλαπεί από κάποιον μας, ο οποίος όμως έπρεπε να βρεθεί πάση θυσία γιατί αλλιώς χαλούσε όλη η εικόνα της παρέας, που τη θεωρούσαμε στο έπακρο δεμένη και αγαπημένη. Είναι σα να λέγαμε μια μύγα στο γάλα.
Απασχολημένος με τα οργανωτικά της ΕΠΟΝ, δεν πληροφορήθηκα από κανέναν για την ασήμαντη αυτή ιστορία. Τρεις μήνες όμως μετά, είδα ένα απόβραδο πολλά από τα παιδιά της παρέας μας να οδεύουν προς μια άγνωστη μου κατεύθυνση. Ακολούθησα μια από τις παρεούλες μηχανικά και βρέθηκα σ’ ένα ισόγειο με μια γωνιά που σκορπούσε ζέστη και όπου ετοιμαζόταν και άρχιζε σε λίγο μια ‘συνεδρία υπνωτισμού’!! με αντικείμενο τον εντοπισμό του κλέφτη των λίγων δραμιών ούζου στο γλέντι του Αι-Γιαννιού!!
Υπνωτιστής ο Παναγιώτης Χατζηκωσταντής, υπνωτιζόμενος (μέντιουμ) ο Απόστολος Παρασκευάς. Το ακροατήριο μεγάλο, ενώ έπρεπε να είναι ελάχιστο κατά τις εντολές του υπνωτιστή. Μετά την ύπνωση του μέντιουμ και τη δήλωσή του ότι ‘επικοινωνεί’ με τον υπνωτιστή και ακούει (υπακούει) στις εντολές του, εκείνος του υποδείχνει ‘να πάει’ στη λέσχη του Αι-Γιαννιού, τη νύχτα του γλεντιού και να του πει ‘τι βλέπει εκεί’. Εκείνος υπάκουα περιγράφει την εικόνα της αίθουσας και κατανομάζει έναν προς έναν τους εκεί παριστάμενους. Στη συνέχεια μιλάει για τον τρόπο με τον οποίο διασκέδαζαν αλλά γρήγορα ο υπνωτιστής δίνει εντολή ‘να πάει’ στα μεσάνυχτα όπου τελειώνει το γλέντι και να του περιγράψει λεπτομερώς την αποχώρηση των συμμετεχόντων. Του ζητά όμως πρόσθετα να του πει αν βλέπει σε κάποιο τραπέζι, δίπλα στην έξοδο της αίθουσας ένα καραφάκι με ούζο. Εκείνος απαντά καταφατικά, οπότε του ζητά να προσέχει αν κανείς από τους απερχόμενους το πάρει.
-Ναι…είδα κάποιον να το παίρνει, απαντά σε κάποια στιγμή.
-Ποιος είναι;
-Δεν μπορώ να δω, είναι σκοτεινά…
-Ακολούθα τον και κοίταξε να τον αναγνωρίσεις όταν κατεβεί τη σκάλα, όπου υπάρχει φωτισμός (το λουξ που είχαμε για φωτισμό της αίθουσας και το είχαμε κατεβάσει στο κάτω μέρος του διαδρόμου της εξόδου, όπου και το κουρείο του Σωκράτη Νικολαίδη). Το μέντιουμ δείχνει με τις κινήσεις και την χροιά της φωνής του, ότι καταβάλει προσπάθεια για αναγνώριση αλλά στο τέλος δηλώνει με έκδηλη στεναχώρια ότι τον ‘έχασε’πριν τον αναγνωρίσει, ωστόσο είπε ότι είναι ψηλός και φοράει καπαρντίνα. Νέα εντολή να τον παρακολουθήσει και στο δρόμο… Το μέντιουμ υπακούει και λέει ότι πηγαίνει παρέα με τους άλλους προς το καφενείο Γεωργέλλη και κατόπιν προς τον Πλάτανο.Φτάνοντας μπροστά στη λέσχη, παίρνει νέα εντολή ‘να πιάσει το δράστη απ’ το γιακά και καθώς είναι πιο δυνατός και να τον υποχρεώσει να του πει τ’ όνομά του’.
Το μ. δείχνει να υπακούει και κάνει την προσπάθεια που του ζητά.
-Παναγιώτης…λέει.
-Συνέχισε…
Το μ. φαίνεται σα να παλεύει με τον ύποπτο της ‘κλοπής’, για να καταλήξει όμως με μια κραυγή αποτυχίας και τη φράση ‘αχ, μου ξέφυγε’.
Εκεί ο υπνωτιστής κρίνει ότι πρέπει να σταματήσει την προσπάθεια του, θεωρώντας όπως μας είπε αργότερα, ότι ο δράστης ήταν παρών στη συνεδρία και αντιδρούσε στην αποκάλυψη του ονόματός του.
Όταν έδωσε την εντολή ξυπνήματος στον Απόστολο, του είπε ότι ‘όταν θα ξυπνήσει να πάει να βρει και να φιλήσει δυο φορές τον Κώστα Γεωργάκα’. Πράγματι, μόλις σηκώθηκε ο Απόστολος μόνη του έγνοια, πολλή έντονα εκδηλωμένη ήταν να ψάχνει σχεδόν με αγωνία να δει τον Κ. Γεωργάκα, ο οποίος επίτηδες έπεσε στα γόνατα του και δεν φαινόταν καθώς κρυβόταν από τους όρθιους εμάς, χωρίς ν’ αποφύγει τελικά την ανακάλυψή του και τα ζωηρά αγκαλιάσματα-φιλήματα του Α.Π.
Σημ. Το όνομα «Παναγιώτης» το είχαμε τρεις από την παρέα:
Ο Π. Σκιάς, ο Π. Σηγιώργης και εγώ…
Δεν έμαθα ποτέ αν έγινε δεύτερη ‘συνεδρία’ για ακριβή εντοπισμό του δράστη, πάντως από τους τρεις, δύο είχαν ακολουθήσει αυτήν την κατεύθυνση και ένας ήταν ο ψηλός με καπαρντίνα…Όταν κάπου μισό αιώνα μετά! σκέφτηκα να ρωτήσω το Δημητρό Τσέλεκα για να λύσω την περιέργειά μου αυτήν, το μόνο επιζώντα που ασφαλέστατα θα την ήξερε, δοκίμασα πικρή απογοήτευση: ο φίλος Δημητρός δεν θ υ μ ό τ α ν τ ί π ο τ α, τον είχε χτυπήσει η επάρατη άνοια…
Προσθήκη στο ‘Γλέντι του Αι-Γιαννιού’
Στα ονόματα των ακόμη επιζώντων του μνημειώδους γλεντιού, προσθέστε εκείνο της Ευστρατίας Διαμαντή (Γιανακέλλη) που ζει στην Αθήνα.
39.Τ” Αϊ Γιαννιού 70 χρόνια πριν…
Η κατοχή έμπαινε στον τελευταίο χρόνο της. Τώρα πια δεν ήταν σαν το καταραμένο πρώτο χρόνο που η καμπάνα χτυπούσε πολύ συχνά για κάποιον από μας…
Τα λέγω στο Ημερολόγιο μου…
Οι ελλείψεις αναρίθμητες ακόμα όπως και οι στερήσεις, αλλά τα παλεύαμε. Διαβλέπαμε πια πως η Νίκη δε θα ‘ταν μακριά…
Μαζί με όλες τις προσπάθειες μας να διατηρήσουμε όσο γίνεται ψηλότερα το ηθικό του κόσμου, είχαμε κάνει προσπάθειες για την αναβίωση των παλιών εθίμων που αλλιώς θα έσβηναν μέσα στην λαίλαπα του πολέμου που δεν έλεγε να τελειώσει.(κάποια τους είχαν ήδη σβήσει: μόνο οι παλιότεροι τα θυμούνταν).
Στο πνεύμα αυτό οι φωτιές του Αι-Γιαννιού (τα κάψαλα, έγιναν την παραμονή πιο ζωντανά από ποτέ στα προηγούμενα χρόνια που υπήρχαν στη θύμησή μου…).
Ανήμερα της γιορτής, είχαμε πάλι ενδιάθετη όρεξη για κάτι παραπάνω, αλλά ‘τι’ δεν βρίσκαμε.
Και να που ‘κει στο απομεσήμερο εκείνοι που κουτσόπιναν ακόμη αντί να πάνε για μεσημεριανό, ρίχτηκε η ιδέα –σαν παλιό έθιμο και ξεχασμένο, το είπαν-.
Σύντομα το ξεκίνησαν: Ένα λεπτό μακρύ κοντάρι φορτώθηκε ο πιο σωματώδης Γιάννης Καβουρής, κατόπιν γεωπόνος, να προηγείται, ο όγκος της παρέας να τον περιστοιχίζει τραγουδώντας και δυο τρεις ‘πειρατές’ να παραβιάζουν τις εξώπορτες των σπιτιών, να φτάνουν στα κοτέτσια τους και ‘κει να δίνουν θορυβώδεις μάχες μέχρι ν’ αρπάξουν κάποιο ζωντανό της…να τα δένουν έπειτα ανά ζεύγος και να τα κρεμούν στο μακρύ κοντάρι, αδιαφορώντας για τις φωνές της κάθε νοικοκυράς*…
Το σαφάρι των πουλερικών τέλειωσε όταν ο Γ. Καβουρής δήλωσε ότι δε σηκώνει παραπάνω κι ο ώμος του θα πληγώσει παρά το μαξιλάρι που υπήρχε κάτω από το κοντάρι!
Το πότε και πως έγιναν όλα τα παρακάτω – ξεπουπούλιασμα, πιατικά, κατσαρολικά, μαγείρεμα, δυσεύρετα υλικά όπως ρύζι, ποτά κ.α –, ως και αίθουσα για να στεγάσει το γλέντι βρέθηκε. Πως καθαρίζεται μια τέτοια αποθήκη γεμάτη άχρηστα υλικά, αράχνες , σκόνες κ.α; να βρεθεί η στοιχειώδης επίπλωση της; ως και γραμμόφωνο με δίσκους ευρωπαικής μουσικής βρήκαν (βαλς, ταγκό), που οι περισσότεροι χωριανοί δεν τα είχαν ακούσει ούτε ως λέξεις, είναι να απορεί κανείς. ( Η πρώτη λέσχη του χωριού και μετέπειτα αποθήκη παντοπωλείου Ιατρέλλη, τώρα αποθήκη super market).Όμως στην ώρα τους ήταν όλα έτοιμα για ένα απίθανο γλέντι, με φαγοπότι, ουζοποσία, χορούς, τραγούδια, παιχνίδια συντροφιάς …ως την αυγή!
· Για τα μάτια ήταν οι περισσότερες φωνές, καθώς έβλεπαν πως το κακό ήταν γενικό αφού …ήταν παλιό έθιμο… κι όλο και κάποιος της οικογένειας, ήταν στην παρέα που το ‘κανε.
Σημ. Οι σημερινοί συγχωριανοί μου δεν είναι σίγουρα δυνατόν να καταλάβουν πραγματικά το πως μπόρεσε να γίνει μια τέτοια εκδήλωση σε τόσο δύσκολες συνθήκες ούτε και πόση ικανοποίηση προκάλεσε στους συμμετέχοντες! Θα σας πω μόνο τούτο, ότι όταν εγκαταστάθηκα στο χωριό περίπου το 2000 ως απόμαχος, άρχισα να ρωτώ όποιον από τους νέους εκείνης της εποχής συναντούσα –οι περισσότεροι από την Αθήνα- τί θυμούνται από κείνη την εποχή; Μου απαντούσαν μονοσήμαντα ‘ κείνα ήταν τα καλύτερα χρόνια της ζωής μας’!
Επιζώντες κείνης της βραδιάς πλην εμού είναι α. η Ρηνούλα Ι. Διαμαντή ( διακρίθηκε ιδιαίτερα για τη συμμετοχή της στις θεατρικές παραστάσεις που δίναμε ) και β.η αδελφή μου Κατίνα που μόλις είχε πατήσει τα 15 και είχε βάλει το πρώτο φουστάνι κοπέλας και που όπως ομολογεί, σ’ όλη τη διάρκεια του γλεντιού η έγνοια της ήταν ,μην τυχόν και ο παρών δάσκαλός της (Ρεκλός) γυρίσει τα μάτια του προς τη γωνιά που καθόταν..
38. Έργα και ημέρες του Κωσταντή
Ήταν ‘ελλειποβαρής’, ζούσε στο πατρικό σπιτάκι, στην έξοδο του χωριού προς τον Πολιχνίτο απέναντι από το ελαιοτριβείο Καλδή. Ήταν ο μόνος από τους ανθρώπους της ηλικίας του, που φορούσε βράκα (πιο κοντή και από δεύτερης ποιότητας πανί) από την καθιερωμένη. Με το πέρασμα των χρόνων τα δυο αδέλφια του, εγκατέλειψαν το πατρικό και έκαναν τις οικογένειες τους στα σπίτια των γυναικών τους. Στο μεταξύ, πέθανε κι ο πατέρας τους και ο Κωσταντής έμεινε κατάμονος. Αισθανόταν όμως την ανάγκη κάπου να σκοτώνει το χρόνο του κι αυτός. Αν περιοριζόταν σε δυο-τρεις κουβέντες ( πειράγματα και βρωμόλογα που του έλεγαν κάποιοι περαστικοί) θα ήταν υπερβολικά φτωχή η ζήση του.
Έπαιρνε έτσι συχνά το δρόμο προς Πολιχνίτο ή και παραπέρα, παρά τις ρητές απαγορεύσεις των αδελφών του και έκανε εξερευνήσεις. Ανέκδοτα του:
1. Φτάνοντας κάποτε μέχρι τα Βασιλικά για εξερεύνηση, πήγε και στην εκκλησία (οι εκκλησίες ήταν η αδυναμία του). Αφού περιεργάστηκε εικονοστάσια κλπ, σκάλωσε και στο κωδωνοστάσιο και του ήρθε η ιδέα να χτυπήσει και την καμπάνα. Κάποιοι άνθρωποι πετάχτηκαν από τα σπίτια τους για να μάθουν τι έκτακτο συμβαίνει, αλλά καθώς κανείς δεν ήξερε να τους πει γιατί χτύπησε η καμπάνα, γύρισαν πίσω. Τούτο έγινε για δεύτερη και τρίτη φορά, μέχρι το αναπόφευκτο…να τον βρουν και να του τις βρέξουν για τα καλά! Το γούστο ήτανε, αν άκουγες από τον ίδιο να διηγείται το πάθημά του, με περηφάνια!.. Βρε ποιός χτύπησε την καμπάνα; ποιός χτύπησε την καμπάνα;…
-‘Γω, γέλουμ’
Και όταν την τρίτη φορά τον βρίσκουν και του τις βρέχουν άσχημα, εκείνος να επαναλαμβάνει πανομοιότυπα ‘να τσι τουτ, να τσι τναλλ… γω γέλουμ’.!
2.
Βόλτες εξερευνητικές έκανε και προς την αγορά του χωριού, αραιά και που. Περιεργαζόμενος ό,τι εκείνος θεωρούσε αξιόλογο ( αυτούς που έπαιζαν χαρτιά ή τάβλι π.χ ). Μια μέρα βλέπει και τον Στρατή Καραίσκο που τύχαινε να είναι νονός του, να παίζει χαρτιά στου Γιωργέλλη και αισθάνεται ότι οι καλοί τρόποι επιβάλλουν να τον χαιρετήσει. Στέκεται λοιπόν στην πρέπουσα απόσταση και λέει συλλαβίζοντας αργά « τ ι –κανς –ρε –κιρατα -νουνέ;»!!
Γέλια βέβαια σπαρταριστά από την ομήγυρη και όσο για τον τιμητικά προσφωνηθέντα νονό… καλά και μην έπαιρνε σοβαρά την προσφώνηση: « Καλά Κωσταντή του λέει χαμογελαστά, εσύ τι κάνεις;»
– « Λέω κι γω, κιρατά νουνέ…» επαναλαμβάνει απτόητος ο Κωσταντής!
Υπεράσπιση
Ανόητο μεν, έχει την εξήγησή του όμως, κατά τη γνώμη μου.
Τον ίδιο, κανείς δεν τον έλεγε με το όνομά του. Τι κάνεις ‘ρε κερατά’ τον προσφωνούσαν. Ε! δε χρειαζόταν περισσότερο για να πιστέψει ο άνθρωπος ότι το κερατάς είναι τίτλος προσφώνησης…
3.
Η νύφη του που τον φιλοξενούσε, εκείνη την εποχή, του αναθέτει να κάνει διάφορες μικροδουλειές (χουσμέτια) που ήταν μες τις δυνατότητές του.
Μια μέρα του έδωσε να πάει σε μια κουμπάρα της που γιόρταζε, ένα πιάτο ‘σαμσάδες’, με ρητές οδηγίες βέβαια να προσέχει, αλλά και να μην μπει στον πειρασμό να φάει κανένα κομμάτι στο δρόμο. – «Τα ‘χω μετρημένα καημένε» . Έτσι οι ‘σαμσάδες’ πήγαν σωστά κατά αριθμό, μόνο που, από τον καθένα έλειπε μια γωνία!
4.
Τ’ αυγά ήταν για πολλούς χωριανούς της εποχής εκείνης, πολυτελής τροφή και η νύφη του δεν έκανε χαλάλι να δίνει και σε ‘κείνον κανένα.
Ο δυστυχής θα το ‘χε μέσα του παράπονο, αλλά δεν το ‘λεγε καθώς ο λόγος του ήξερε ότι δεν είχε πέραση… Κάποτε όταν είδε τη νύφη του, να μαγειρεύει αβγά, πέταξε ένα λόγο.. «Γω δε τρώγου αβγά». Άλλο που δεν ήθελε η νύφη του, για να μην έχει τύψεις…το λόγο τούτο επανέλαβε και δεύτερη και τρίτη φορά, οπότε εκείνη έκανε πως ενδιαφέρεται για την ‘ιδιοτροπία ‘ του αυτή και τον ρώτησε -‘Εμ, γιατί πια, συ δεν τρως καθόλ τ’ αυγά; Ούλους ου κόσμος…
– Γι α τ ί δ ε ν μ ο υ δ ί ν ε ι ς!! ήταν η τσουχτερή ατάκα του.
37. Η ‘κάτα’
Καλότυχη η γιαγιά μου, Κατίγκω. Από τα 8 παιδιά που μεγάλωσε (χώρια τα πρόωρα χαμένα) όλα αποκαταστάθηκαν καλά, ο πρώτος έγινε και επιστήμονας. Με τα 5 απ’ αυτά να ‘χουν μεταναστεύσει στο Κογκό, όπου ευημερούσαν. Παντρεμένα όλα με χωριανούς και έχοντας αποκτήσει ήδη 12 εγγόνια εκεί και 11 εδώ, την κάλεσαν κάποτε να πάει κοντά τους αντί να ξοδεύει το χρόνο της να διαβάζει γράμματά τους και ν’ απαντά.
Έτσι μια μέρα έγινε το αδιανόητο. Η γιαγιά Κατίγκω, οι συνομήλικες της οποίας δεν είχαν πάει μια ζωή ούτε μέχρι Μυτιλήνη, βρέθηκε σε μια μέρα από τη Βρίσα στο Κογκό, χωρίς δε, τίποτα να την εντυπωσιάσει!
« Σε ένα αγιουρουπλάνο μ’ έβαλε ο γιός μου ο Σάββας, ύστερα από καμιά ώρα, μι βάλαν σ’ άλλο αγιουρουπλάνο. Εκεί κοιμήθκα για τα καλά τσι όταν ξύπνησα είδα την κόρημ την Ελέν, τσι τ’ άλλα τα παιδιάμ τα ξινητημένα τσι τα αγγόνιαμ.»
Πιο δύσκολο όμως από το ταξίδι, αποδείχτηκε η προσαρμογή της στις νέες συνθήκες: Πιο πολύ ζέστη, κουνούπια, υποχρεωτική λήψη κινίνου και προπαντός κανέναν να κουβεντιάσει αφού τα παιδιά της ήταν στις δουλειές τους ολημερίς και καμιά γειτόνισσα να κουβεντιάσει ούτε νοικοκυριό ν’ ασχοληθεί, αφού όλα ήταν έτοιμα. Της είχαν δώσει έναν υπηρέτη, για τα βασικά: να της πηγαίνει δροσερό νερό, φαγητό κλπ.
Είχε παρά ταύτα μια παρέα με την οποία ‘τα ‘βρισκε ‘, μια ωραία γάτα, που την χάιδευε, την τάιζε, την έπαιρνε στην αγκαλιά της, την κουβέντιαζε…
Μια μέρα έγινε το κακό! Η γάτα της χάθηκε…Όσο και αν τη γύρεψε, δεν την έβρισκε. Ο μόνος ο οποίος θα μπορούσε να τη βοηθήσει, ήταν ο υπηρέτης που της είχαν δώσει. Έλα όμως, που αυτός δεν καταλάβαινε τί του έλεγε: « Η κάτα βρε, που είναι η κάτα;» Τίποτα εκείνος κι ύστερα το ίδιο, πιο δυνατά και ακόμα πιο δυνατά « Αγιόστου! να μη ξέρ τν κάτα» έλεγε και ξανάλεγε, νευριασμένη. Τελικά στην απελπισία της επάνω, για να κάνει πιο παραστατικό το πρόβλημά της « η κάτα!» του λέει όσο πιο δυνατά μπορούσε « νιάρ, νιάρ, νιάρ» του φωνάζει, αναπαριστώντας με τα νύχια των χεριών της, μια επιτιθέμενη γάτα. Ο υπηρέτης και πάλι δεν καταλαβαίνει τίποτα, φοβάται όμως τις φωνές και τις επιθετικές χειρονομίες της, πάει τρεχάτος στην κόρη της και της λέει να κοιτάξει τι θα κάνει με τη μητέρα της γιατί έχει τρελαθεί, μπήκαν τα δαιμόνια μέσα της!
36. Περί Λονδίνου
Πολλά άλλαξαν στην καθημερινότητά μας, αν όχι όλα, με την απελευθέρωση του νησιού μας από τους Γερμανούς, το Σεπτέμβριο του ’44. Το πιο ‘ηχηρό’ ήταν ότι ξανάρχισε η ενημέρωσή μας για το τί συμβαίνει στον κόσμο από τον οποίο είχαμε αποκοπεί πλήρως θα έλεγα από τότε που σκλαβωθήκαμε:
Το μοναδικό προπολεμικό ραδιόφωνο του χωριού ( εκείνο της ‘λέσχης’ μας ) το είχαν κατάσχει οι Γερμανοί και μόνο μετά τη φυγή τους, το πήραμε πίσω. Το στήσαμε ξανά στη λέσχη, το βάζαμε στη διαπασών την ώρα των βραδινών ειδήσεων και ο κόσμος -για πρώτη φορά και αρκετές γυναίκες!- γέμιζε το μπροστά στη λέσχη τρίστρατο, για ν’ ακούσει το σήμα του δικού μας (από προπολεμικά) μοναδικού σταθμού, με υπόκρουση τα κουδούνια και τη φλογέρα του τσομπανάκου, (τσομπανάκος ήμουνα, προβατάκια φύλαγα).
Τώρα τί καταλάβαιναν οι χωριανοί μας από τον καταιγισμό στην κυριολεξία των ειδήσεων που άκουγαν, όταν αυτές ήταν γεμάτες από ονόματα ξένων πόλεων, χωριών, ποταμών κλπ. είναι άλλο πράγμα: Τίποτα, κατά την κρίση μου για το μέσο χωριανό, αλλά και για τους κάπως γραμματιζούμενους ακόμα. Έμενε όμως σ’ όλους η ικανοποίηση ότι είχαν ‘ακούσει’ τα νέα και ότι πάμε ‘καλά’ σ’ όλα τα μέτωπα και ακόμα η ικανοποίηση ότι γυρίζοντας στις γειτονιές τους γινόταν το επίκεντρο ενδιαφέροντος εκείνων που δεν είχαν κατεβεί για ν’ ακούσουν με τα ίδια τους τ’ αυτιά τις ειδήσεις.. κρεμόντουσαν τώρα από τα χείλη αυτών που τις άκουσαν…
1.Στο Βελή λαγκάδι ο γυναικόκοσμος που δεν είχε κατεβεί μέχρι τη λέσχη για ν’ ακούσει, περίμενε πως και πως τον πρώτο γείτονα που θα ανέβαινε απ’ τον Πλάτανο για να μάθουν τα νέα, από δεύτερο έστω χέρι. Η ώρα όμως περνούσε χωρίς κανείς να φαίνεται ν’ ανεβαίνει ( είχε φαίνεται μεγαλύτερη διάρκεια το δελτίο, εκείνη την ημέρα ). Κάποτε βλέπουν ένα καραντί να ανεβαίνει, ήταν η Μχάλς, ένας νεαρός με ιδιορρυθμίες –στραβισμό, παράξενη ομιλία, κλπ-, στην αναβροχιά όμως, καλό και το χαλάζι! Βροχή οι ερωτήσεις μόλις πλησιάζει: αν ήταν στη λέσχη, αν άκουσε τις ειδήσεις…
– Μπα, απαντά μονολεκτικά, εκείνος.
Αυτοστιγμεί του κάνουν μια θέση στο κέντρο της σύναξης τους, συν ένα μαξιλάρι για να καθίσει και κρεμάζονται απ’ τα χείλη του. Πώς ν’ αρνηθεί ο Μιχάλης που για πρώτη φορά στη ζωή του, γινόταν επίκεντρο ενδιαφέροντος (και μάλιστα, τόσο θερμού);!
– « Στ’ν αρχή παίξαν τα κδουνέλια» λέει, εννοώντας το σήμα του σταθμού.
– Ύστερα βρε, ύστερα…λένε ανυπόμονα οι γυναίκες.
– «Ύστερα είπι, εδώ Λονδίνο…»
– Παρακάτω βρε, παρακάτω..
– «Ύστερα είπι.. Αγγλία…Γαλλία…Γερμανία…»
– Άλλο βρε…τι άλλο είπε;
– « Είπι τσι καμπόσα άλλα, αμ δε τα θμάμι τσι ούλα…»
Ένα μυαλό το ‘χε ο άνθρωπος κι αυτό …σιτεμένο τρία χρόνια τώρα από την ασιτία της κατοχής.
2. Χαρακτηριστικό (ακραίο αυτό), του τί καταλάβαιναν απ’ το ραδιοφωνικό χείμαρρο οι απλοί χωριανοί, το ακόλουθο:
Ο μπάρμπα Στρατής –κάποιας ηλικίας- δεν καταλαβαίνει τίποτα, θαυμάζει όμως τον εκφωνητή του σταθμού με την καθάρια δυνατή φωνή, που δείχνει να ξέρει τόσα πολλά πράγματα και να θυμάται τόσα ονόματα, χωρίς ποτέ να μπερδεύεται.
« Πρέπει να ‘ναι πάρα πολύ σπουδαίος…να ‘χει πολύ μεγάλη θέση… αυτός ο Λονδίνος…» σκέφτεται « εκτός αν Λονδίνο είναι ο τόπος από τον οποίο μιλά. και όχι εκείνος που τα λέει…».
Κάποια μέρα, την ώρα της αποχώρησης μετά το τέλος του δελτίου, πλησιάζει ένα συγγενή του και κοιτάζοντας στα πλάγια του, μη τυχόν και τον ακούσουν κι άλλοι ρωτά με τρόπο.
« Δε μη λες κμπάρι, εύτους η Λουνδίνους π’λεν, Χουριό είνι για Βασ’λές;»
Το άκουσε και το διέσωσε ο μακαρίτης Χαρίλαος Ι. Ιατρέλλης.
Υπεράσπιση
Δεν είναι όλα αρνητικά στον αφελέστατο τούτο λόγο, του μακαρίτη συγχωριανού μας. Δεν ξέρει τι είναι το Λονδίνο δικαιολογημένα αφού δεν του δόθηκε ποτέ η ευκαιρία να το μάθει, κάνει όμως μόνος του σκέψεις για το τί πρέπει να είναι…πράγμα που οι άλλοι του επιπέδου του δεν το κάνουν.
Εξάλλου εκείνο που τελικά υποθέτει, δεν είναι εντελώς κουτό, όπως εκ πρώτης όψεως ακούγεται: Αφού Λονδίνο πρέπει να είναι κατά την κρίση του ή ο τόπος απ’ τον οποίο μιλά ο εκφωνητής ή ο ίδιος, που όμως πρέπει να είναι (για να ξέρει τόσα πολλά πράγματα και κάθε μέρα καινούργια) κορυφαίος, ο πιο πάνω απ’ όλους…βασιλιάς, ας πούμε!
Άρα και το μυαλό του δουλεύει και αρκετή περιέργεια διαθέτει και επιθυμία να συμπληρώνει τις γνώσεις του και τολμά να ρωτά!
35. Περί παρελθόντος και μέλλοντος
Λίγους μήνες μετά την απελευθέρωση και η ΚΟΒΑ (Κομμ. Οργ. Βάσης) του ΚΚΕ Πολιχνίτου έχει Γεν. Συνέλευση με κύριο θέμα ‘εκλογές’ για την ανάδειξη νέου κομ. Γραφείου και Γραμματέως, ίσον επικεφαλής του κομ. Γραφείου.
Παρών –υποχρεωτικά- και εκπρόσωπος του επαρχιακού (Αγιάσου) που επιβλέπει τη σύμφωνη με το καταστατικό διεξαγωγή της Γεν. Συνέλευσης, που στην περίπτωσή μας, ήταν ένας σύντροφος απ’ τη νέα γενιά – ο 24χρονος τότε Μ. Συνοδινός- τελειόφοιτος ιερατικής Σχολής παρακαλώ!
Όλα κυλούν ομαλά: Η παλιά διοίκηση κάνει τον απολογισμό της κι ύστερα παίρνουν το λόγο με τη σειρά όσοι το ζητήσουν. Κάνουν κρίσεις και επικρίσεις για τη δράση της τοπικής τους κλπ. Επειδή – όπως είπαμε- το Συνέδριο θα κλείσει με την εκλογή νέου προεδρείου και πρώτιστα Γραμματέως, λένε και τη γνώμη τους για το ποιόν κρίνουν καταλληλότερο…
Συμβαίνει όμως τούτο το παράξενο – ή μήπως όχι-, κανείς απ’ τους ομιλητές δεν υπογραμμίζει τα προσόντα κάποιου από τους συντρόφους του, που θα τον καθιστούσαν (κατά τη γνώμη τους) άξιο της ηγεσίας.
Όλοι τους ονόμαζαν κάποιον , ότι θα ήταν άξιος, αν δεν είχε τούτο το μείον ή το άλλο (μια φήμη ότι αστόχησε σ’ αυτό ή το άλλο…ότι κάποτε υπέγραψε κρυφά δήλωση μετανοίας…).
Τον μόνο που εύρισκαν άψογο ήταν ο απερχόμενος Γραμματέας (Δελόγκος). Μια ζωή αφιερωμένη ολόψυχα στο κόμμα!
Έχει παρελθόν…ήταν η καθιερωμένη φράση για τους κομμουνιστές με άψογη συμπεριφορά, σε όλη του τη διαδρομή. Κι αυτή η φράση κλειδί, ακούστηκε απ’ όλους σχεδόν που μίλησαν…Όλοι τους όμως πρόσθεταν …δυστυχώς λόγω της μεγάλης ηλικίας και της βαρηκοΐας δεν πρέπει να επανεκλεγεί…Όταν τελειώνουν οι ομιλίες πάντων, γίνεται διάλειμμα να πάρουν μιαν ανάσα κι έναν καφέ, να κουβεντιάσουν λίγο…να καταλήξει ο καθένας ποιους θα επιλέξουν.
Ο απερχόμενος Γραμματέας και προεδρεύων του Συνεδρίου κάθεται σ’ ένα χωριστό τραπεζάκι με τον εκπρόσωπο της επαρχιακής Μιχ. Συνοδινό, απ΄ τον οποίο ζητά να μάθει τι είπαν ( εν συντομία βέβαια ) οι σύντροφοι που πήραν το λόγο – καθώς ο ίδιος δεν είχε ακούσει τίποτε-.
Ο Μ. Συνοδινός βάζει το χέρι του ‘χωνί’ στ’ αυτί του Δελόγκου και του λέει πολύ δυνατά.. Όλοι σου πλέκουν τα εγκώμια, έχεις παρελθόν λένε..
Σπάει ένα χαμόγελο, ο μόνιμα σοβαρός –πικραμένος- θα’λεγες Δελόγκος.Έρχεται όμως αμέσως το χέρι ‘χωνί’ του Συνοδινού και η φωνάρα του…αλλά δεν έχεις μέλλον!!!
34. Ασκουλσιούμ τσιβιρινέ…
Στην Ανατολή του 18ου αι.; σε μια κωμόπολη της Τουρκίας, ένας απλός άνθρωπος που κατάφερε να διοριστεί σε μια δημόσια θέση, δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί τα οικονομικά του δεν πήγαιναν καθόλου ανάλογα με τα οικονομικά των συναδέλφων του, κρίνοντας από το επίπεδο ζωής του ιδίου και των άλλων. Εκείνος ήταν όπως φαίνεται ολιγαρκής και δεν τον πείραζε και τόσο να ζει φτωχικά, είχε όμως από δίπλα τη γυναίκα του που του γκρίνιαζε διαρκώς: « Όλες οι γυναίκες των συναδέλφων σου έχουν γούνες ακριβές και μόνο εγώ φορώ το κοντογούνι που είχα πριν απ’ το γάμο μας.»
Τι να της απαντήσει αφού δεν ήξερε κι ο ίδιος: Γιατί π.χ ενώ αυτός εργαζόταν πιο πολύ στην υπηρεσία του, άλλοι παίρνουν τις προαγωγές και τα μπαξίσια;
Κάποτε συνέβη να βρεθεί στην πόλη ( όνειρο μιας ζωής). Εκεί του ήρθε και η ιδέα να πάει να ρωτήσει κάποιον αρμόδιο ή σοφό ( υπήρχαν τότε τέτοιες υπηρεσίες, στην πόλη) να του πει αναλυτικά την περίπτωσή του και να ζητήσει εξήγηση για τα ανεξήγητα της ζωής του. Του συνέστησαν ένα σοφό καδή που σίγουρα θα του έδινε την εξήγηση που έψαχνε, όπως του είπαν. Πράγματι, πήγε στον καδή που όπως φαίνεται είχε και δημόσια ανώτατη θέση. Εκείνος τον άκουσε προσεκτικά και τελικά του έδωσε την απάντησή του γραμμένη πάνω σε χαρτί πολυτελείας τυλιγμένο σε ρολό και δεμένο με ακριβή κορδέλα.
Το περιεχόμενο βέβαια το διάβασε όταν πήγε στο κατάλυμά του.
«Μπου ντουνιά μπιρ τσερκ….Ασκολσιούμ τσιβιρινέ» ίσον
«Αυτός ο κόσμος μια ρόδα (τσέρκι) είναι. Άξιος είναι αυτός που μπορεί και τη γυρίζει».
Ο ‘δικός μας’ δεν κατάλαβε φυσικά τίποτα από την απάντηση που έλαβε για τα προβλήματά του, που έμοιαζε περισσότερο με γρίφο, όσο και αν το σκέφτηκε και έμεινε μόνο με την ελπίδα ότι η γυναίκα του ή κάποιος πιο σοφός από αυτόν θα του εξηγούσε κάποτε.
Πριν πάρει το ταξίδι του γυρισμού την επομένη, θυμήθηκε ότι είχε μια παραγγελιά από το γείτονά του, ορθόδοξο παπά: να του αγόραζε ένα καινούργιο ράσο « το ίδιο μπόι έχουμε, του είπε, δοκίμασέ το πάνω σου και άμα σου κάνει αγόρασέ το.»
Έτσι και έκανε, αφού ρωτώντας βρήκε το μαγαζί που πουλούσε τέτοια είδη. Αφού το φόρεσε και του πήγαινε, του ήρθε η ιδέα να μην το βγάλει και να το πάρει σε δέμα αλλά να το βγάλει μια και καλή στο κατάλυμά του. Στη συνέχεια καθώς είδε ότι είχε 2-3 ώρες για ‘σκότωμα’ πήρε στην τύχη ένα δρόμο για να γνωρίσει καλύτερα την πόλη. Πέντε η ώρα το απόγευμα και από το κοντινότερο τζαμί ακούει τον ιμάμη να καλεί τους πιστούς του στην απογευματινή προσευχή.
Ακολουθώντας τα αντανακλαστικά του πιστού μουσουλμάνου, μπήκε στο τζαμί και γονάτισε δίπλα στους ομοθρήσκους του, συμμετέχοντας στην κοινή προσευχή. Μόλις τελείωσε και ανασηκώθηκαν όλοι οι προσευχόμενοι εκείνοι που βρέθηκαν δίπλα του, διαπίστωσαν κατάπληκτοι ότι δεν ήταν δικός τους ( μουσουλμάνος). Πολύ χειρότερο δε ακόμα, ήταν λειτουργός των απίστων, όπως δήλωνε το ράσο. Χύθηκαν αμέσως απάνω του (να του βγάλουν τα μάτια ) για την ύβρη προς το θεό τους. Εκείνος, τότε μόνο συνειδητοποίησε τη μεγάλη γκάφα του, τι να έκανε όμως; Για να διορθώσει τα πράγματα, αφού χρόνος για εξηγήσεις (χώρια που δεν θα γίνονταν πιστευτές) δεν υπήρχε. Ο Θεός (ποιος απ΄ όλους δεν ξέρω!)τον φώτισε και άρχισε να φωνάζει με όλη τη δύναμη του « Ο Αλλάχ, ο Αλλάχ με φώτισε καθώς περνούσα μπροστά από το τζαμί. Ο Μωάμεθ εμφανίστηκε μπροστά μου και μου ‘πε να αφήσω το Θεό που υπηρετούσα μέχρι τώρα και να πιστέψω στον αληθινό Θεό και να μπω αμέσως στο τζαμί , να τον προσκυνήσω…»
Όλα άλλαζαν για τους εξαγριωμένους μουσουλμάνους που τον περιτριγύριζαν.(έτοιμοι να τον φάνε)
« Θαύμα! Θαύμα! Άρχισαν να φωνάζουν…Ο Μωάμεθ ο ίδιος κατέβηκε και έπεισε τούτον τον Άπιστο, να προσκυνήσει στον Αλλάχ…»αρχίζοντας να συγχαίρουν τον υποτιθέμενο μέχρι τώρα αλλόθρησκο, στον οποίο ο ίδιος ο Μωάμεθ, είχε μιλήσει!! Η συνέχεια ήταν, να του βγάλουν τα ράσα, να τον φιλεύουν, να τον επαινούν που ο Θεός επέλεξε να του μιλήσει, να του ζητούν να μείνει φιλοξενούμενος τους και να μιλά στο τέμενος για το θαύμα που του συνέβη. Η περίπτωσή του έκανε ευρύτερη εντύπωση βέβαια και πλήθος συγκεντρώνονταν για ν’ ακούσουν τον πρώην άπιστο να μιλά για όσα έζησε.
Το μουσουλμανικό ιερατείο έτριβε τα χέρια του και έκαναν το παν για να κρατήσει ΄΄η κερδοφόρα επιχείρηση΄΄ όσο γινόταν περισσότερο. Στην πορεία δε, βρήκαν και τρόπο να το πάνε παραπέρα .Άρχισαν να περιφέρουν τον ‘απεσταλμένο’ από τέμενος σε τέμενος, να κάνει ομιλίες για το πώς έγινε το θαύμα αλλαγής της Πίστης του. Ακόμη διέδιδαν ότι και ο ίδιος μπορεί να κάνει θαύματα, όπως και ότι αλληλογραφεί με το Μωάμεθ, μόνο που δεν επιτρέπεται να δείξει τα θεϊκά γράμματα αυτά σε κανένα. Κράτησε καιρό αυτή η ιστορία αλλά κάποτε κάποια αρμόδια (κρατική;) αρχή, υποψιάστηκε ότι κάτι δεν πάει καλά.
Έστειλε έναν ανώτερο κληρικό αξιωματούχο, να διερευνήσει αυτό το φαινόμενο το οποίο δημιουργούσε υποψίες εξαπάτησης των θρησκευόμενων. Ο εντεταλμένος της αρχής πήγε σε μια συγκέντρωση όπου θα μιλούσε ο ‘απεσταλμένος’ του Μωάμεθ και άκουσε τα παραμύθια του. Στο τέλος τον πλησιάζει και του ζητά να του δείξει, μια επιστολή του Μωάμεθ. Εκείνος του απαντά ότι τις επιστολές του Προφήτη δεν έχει δικαίωμα να τις δείξει σε κανένα.
Ο αξιωματούχος λέει: – Εγώ είμαι ‘Αρχή’ και οφείλεις να μου δείξεις μια έστω επιστολή του Προφήτη, πάμε στο σπίτι σου, αλλιώς θα έχεις αυστηρές συνέπειες.
Το νέο σπίτι του ΄δικού μας΄ δεν είχε καμία σχέση με την πρώην ταπεινή κατοικία του στην επαρχία, ήταν πλουσιόσπιτο! Εκεί δέχτηκε τον απεσταλμένο της εξουσίας και μετά τα απαραίτητα τραταρίσματα, ανοίγει ένα ντουλάπι, βγάζει μια πολυτελή κασετίνα, την ξεκλειδώνει και δίνει στον επισκέπτη του ένα γράμμα σε ρολό που έγραφε…
– Μα αυτό δεν είναι του Μωάμεθ όπως λες στις ομιλίες σου, προέρχεται από την υπηρεσία μου και μιλάει για άσχετα πράγματα.
– Όχι και άσχετα, σκέψου το λίγο…Του Θεού είναι το περιεχόμενο, το ότι γράφτηκε με αλλουνού χέρι δεν έχει σημασία. Βρήκα και εγώ έναν τρόπο, καθυστερημένα έστω, να γυρίζω το ‘τσέρκι’ της ζωής όπως μου το παραγγέλνει ο Προφήτης!..
– Α σ κ ο υ λ σ ι ο ύ μ του λέει μετά από λίγη σκέψη, για να προσθέσει μετά ..γύρνα το, γύρνα το..
–
33. Χιούμορ ( αλλά από ποιότητα…)
Τον συνονόματό φίλο –συμμαθητή μου στο γυμνάσιο- συναντώ αραιά και που στην αγορά της Μυτιλήνης. Η σύντομη πάντα συζήτηση που έχουμε στο πόδι, τώρα στα γεράματά μας, είναι αμοιβαία πειράγματα. Άτυπος νικητής αναδείχνεται, όποιος προλάβει να κάνει τις πιο δυνατές ατάκες εις βάρος του άλλου…
– Τι χάλια είναι αυτά; Προλαβαίνω και του λέω στην προτελευταία συνάντησή μας. Τι κοιλίτσες βλέπω εδώ, τι παχάκια; Δεν είπαμε λιτή διατροφή και άσκηση;..
– Κοίτα, που τον έχεις εκείνο τον κατάλογο των 85 συμμαθητών μας, που τελειώσαμε την ίδια χρονιά, απ’ τον οποίο διαγράφεις τους αποδημούντες…Για δώσ’ τον, να τον κρατά κάποιος πιο καλοστεκούμενος.. Μη σταματήσει στη μέση, η ενημέρωσή του…
Την τελευταία φορά όμως, είχε εκείνος την πρώτη ατάκα. Διακρίνοντας με, από 15 μέτρα απόσταση, άρχισε να κάνει εντονότατες κινήσεις άρνησης ( με χέρια, κεφάλι, σώμα, ‘κραύγαζε’ ένα πελώριο ΟΧΙ )
– Τι ΟΧΙ τόσο κατηγορηματικό, ρε Παναγιώτη;
– Ότι και να κάνεις…όσες ασκήσεις βαδίσματος κ.λ.π , εξακόσια χρόνια δεν θα ζήσεις*
– Δίκιο έχεις Παναγιώτη, εξακόσια δεν τα εξασφαλίζω με τίποτε…άλλωστε δεν τα θέλω τόσα…θα σκυλοβαριέμαι μέχρι να περάσουν. Α! τα μισά να πεις, θα τα ήθελα…Σύγκορμος ξανά ο φίλος Π. κραυγάζει όσο δε γίνεται το ΟΧΙ του, αίσθηση χιούμορ μηδέν…- Ε! καλά συνεχίζω εγώ.. και στα διακόσια συμβιβάζομαι. Κατηγορηματικό το ΟΧΙ του φίλου μου και πάλι. Αλλάζω τότε ύφος και του λέω ‘θυμωμένα’. Στάσου ρε Παναγιώτη, φίλος είσαι εσύ ή οχτρός; Απ’ τα δικά σου θα τα δώσεις τα λίγο παραπάνω χρόνια που θα ήθελα να ζήσω;…και τον αφήνω σύξυλο τάχα μου θυμωμένος…Άμποτε έτσι μέχρι τέλους να αντιμετωπίζουμε το αναπότρεπτο της φθοράς και του θανάτου.
*Περπατούσα κάπως ζωηρά την ώρα που με είδε και το πήρε σαν άσκηση… χάριν διατήρησης καλής υγείας
32. « ΓΙΩΡΓΑΡΑΣ»
Ο ΞΕΣΗΚΩΜΕΝΟΣ ΡΑΓΙΑΣ
Ήταν 5-6 παλικάρια του χωριού (όνομα και πράγμα, Καρράς, Κούτσκαρος, Κωλλέτης Ν., με πρώτο και καλύτερο το Γιώργο Καρτέρη, ένα πανύψηλο παλικάρι, γεροδεμένο, πολύ δυνατό στο σώμα και την ψυχή ) που γλεντούσαν κείνο το Σαββάτο βράδυ στου Ζερβού τον καφενέ ( στ’ Ακκλησίδ ), αφού πρώτα από νωρίς έχοντας τα μισοπιεί, είχαν γυρίσει στις γειτονιές τραγουδώντας και μαζεύοντας αλανιάρες κότες –καμιά ντουζίνα- τελικά.
Άνοιξη του 1911, σκλαβωμένο ήταν το νησί ακόμα, με τους νησιώτες μας να ελπίζουν μεν στην απελευθέρωσή τους, αλλά με τελείως άγνωστο το πότε και πώς! Τη στιγμή αυτή την οραματίζονταν σίγουρα όλοι οι ραγιάδες αλλά κάποιοι πολύ πιο έντονα. Τέτοιοι ήταν αυτοί που αποτελούσαν την παρέα που προαναφέραμε.
Ξημερώνοντας θα τέλειωνε πια και το γλέντι, όμως ο Γιωργάρας είχε άλλη γνώμη. Διατάζει το Λιναρδή ( επικεφαλή της ορχήστρας ) να παίξει έναν ακόμα σκοπό…το ‘Μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά…’
Ο Λιναρδής διστάζει να υπακούσει, αν το μάθαιναν οι Τούρκοι, θα είχαν συνέπειες –ίσως και βαριές-, ο Γ. όμως δεν κάνει πίσω.
Ή παίζεις αυτό που διέταξα ή σπάζω το κλαρίνο πάνω στο κεφάλι σου..! του λέει. Τι να κάνει ο μουσικός, υπέκυψε. .Στη συνέχεια αποφασίζεται και βόλτα στο χωριό μετά μουσικής. Φτάνοντας στον Πλάτανο, ο Γ. διατάζει να παίξουν και τον Εθνικό Ύμνο! Ο Λιναρδής αρνείται ακόμα πιο έντονα αλλά τότε ο δικός μας απειλεί ότι αν δεν υπακούσει δεν θα πάρει ούτε ένα μετζίτι από την πολλή καλή αμοιβή που του είχε υποσχεθεί για όλη τη βραδιά. Τα επικίνδυνα καμώματα του Γ. (31 τότε χρόνων ) φτάνουν στα αυτιά του πατέρα του, που ανήσυχος σπεύδει να τον συναντήσει και να τον συνετίσει. Το αντίθετο όμως πετυχαίνει…
Ο Γ. οργίζεται περισσότερο, πάει προς το καφενείο της Σαντορινιάς και κατεβάζει την τζαμαρία του καφενείου, ακόμα και το φανάρι φωτισμού της απέναντι γωνίας.
Κάποιοι ειδοποίησαν δυο ζαπτιέδες που ήταν καθισμένοι στον Πλάτανο για τα καμώματά του. Όταν ο Γ. τους είδε να πλησιάζουν, τραβάει το χατζάρι του και κάνει ένα χαρανί σε κάποια απόσταση από το καφενείο, φωνάζοντας προς τους ζαπτιέδες…Όποιος πατήσει το χαρανί θα πεθάνει!
Οι ζαπτιέδες έκαναν λίγο πίσω, κατέβασαν τα ντουφέκια τους και σημάδευαν για να πυροβολήσουν το Γιωργάρα.
Ο Θανάσης Κωλλέτης που κατέβαινε εκείνη την ώρα και είδε πως θα χυνόταν αίμα, επενέβη λέγοντας στους ζαπτιέδες: Τι κάνετε μωρέ, παλαβό άνθρωπο πάτε να σκοτώσετε; Αυτός είναι θεοπάλαβος, τον ξέρει όλο το χωριό. Πείστηκαν οι ζαπτιέδες και αποχώρησαν. Κατέβηκαν όμως ξανά την άλλη μέρα και θυροκόλλησαν στην πόρτα του σπιτιού του, ένα ένταλμα σύλληψης ή κάτι τέτοιο, κανείς δεν ήξερε από τους δικούς μας τι ακριβώς έλεγε αφού κανείς δεν μπορούσε να διαβάσει την παλιά τούρκικη γραφή. Κανείς εξόν από έναν, τον Παναγιώτη Ρουμαντζή, που ήταν και ο επίσημος διερμηνέας της τουρκικής. Πήγαν φυσικά και τον κάλεσαν, καθώς δεν μπορούσαν να του πάνε το ίδιο το χαρτί, που ήταν καλά κολλημένο πάνω στο σανίδι της πόρτας. Ο διερμηνέας μας όμως δεν καταδεχόταν να πάει επιτόπου! Αδιέξοδο;
Καθόλου για το Γιωργάρα, πιάνει με τις χερούκλες του το φύλλο της πόρτας, το σηκώνει με δύναμη, το βγάζει από τους μεντεσέδες και το πάει στο Ρουμαντζή! Από τον οποίο και μαθαίνουν ότι αν δεν παρουσιαζόταν σε δυο μέρες, ήταν εκτός νόμου, πράγμα που σήμαινε ότι καθένας μπορούσε να τον συλλάβει ζωντανό ή νεκρό. Φυσικά την άλλη μέρα ο Γιωργάρας ήταν στο βουνό, παράνομος, λίγο δε αργότερα πέρασε απέναντι στην Ανατολή όπου ήταν πιο ασφαλής. Στο νησί γύρισε μόλις απελευθερώθηκε από τον ελληνικό στόλο και ήταν μεταξύ των πρώτων χωριανών που εκστράτευσαν εθελοντικά και πολέμησαν στη μάχη του Κλαπάδου.
Πηγές: 1. Διήγηση του πατέρα μου, ο οποίος 17 χρονών τότε, ήταν αυτόπτης μάρτυρας του γλεντιού στου Ζερβού, λίγα μέτρα μακρύτερα από το σπίτι του.
2. Από λεπτομερέστατη διήγηση του γαμπρού του Γιωργάρα, Γ. Τσολάκη, την οποία μαγνητοφώνησα και παρέδωσα στο αρχείο του ‘ΑΝΤΙΛΑΛΟΥ’
31. « Ιδού εγώ…»
Τέλος δεκαετίας του 1920 και στο νησί μας υπάρχουν ακόμα συμμορίες ληστών, παρά τις προσπάθειες της αστυνομίας να τις διαλύσει. Στην περιοχή μας και σ’ όλη τη νότια Λέσβο μαζί υπάρχει μία μόνο, εκείνη των δυο αδελφών Κουρουλή με καταγωγή από το Ακράσι ή τα κοντινά χωριά του. Μοιάζουν όμως και αυτοί ‘κουρασμένοι’ και έτοιμοι να τα βάλουν κάτω. Έτσι επωφελούνται από μια αμνηστία που δίνει η κυβέρνηση σ’ όσους παραδοθούν αυτοβούλως και αποφασίζουν να παραδοθούν.
Πρόβλημα όμως είναι και αυτή η διαδικασία της παράδοσης: Αν εμφανιζόταν π.χ σ’ ένα σταθμό χωροφυλακής υπήρχε κίνδυνος ( είχαν ξαναγίνει τέτοια) ο ενωμοτάρχης διοικητής του σταθμού να ισχυριζόταν ότι αυτός τους συνέλαβε με επιχείρησή του, για να πάρει τη σχετική αμοιβή ή και προαγωγή, ενώ οι παραδιδόμενοι δεν θα είχαν κανένα από τα ευεργετήματα της αμνηστίας. Παρόμοιος κίνδυνος υπήρχε και αν πήγαιναν απ’ ευθείας στη διοίκηση χωροφυλακής.
Απευθύνθηκαν έτσι στο γιατρό Νικολαίδη του χωριού μας, που του είχαν εμπιστοσύνη γιατί κάποτε τους περιέθαλψε τραυματισμένους. Ο γιατρός μας, δέχτηκε να τους βοηθήσει. Κατέβηκε στη Μυτιλήνη, έκλεισε σχετική συμφωνία με το διοικητή χωροφυλακής παίρνοντας πρόσθετα την υπόσχεση ότι δεν θα κακοποιηθούν σε καμιά φάση της σχετικής διαδικασίας .
Τη συμφωνημένη ημέρα ο γιατρός νοίκιασε ένα ταξί της εποχής, από το οποίο ζήτησε να τον πάει (μόνο του) στη Μυτιλήνη. Στο ‘Στενοκλείδι’ σταμάτησε και τότε εμφανίστηκαν οι δυο παράνομοι, που μπήκαν και κατάλαβαν τις δύο πίσω θέσεις του ταξί. Ο γιατρός γυρίζει τότε το κεφάλι του να τους δει και να τους καλημερίσει λέγοντάς τους το ευαγγελικό…… « Ιδού εγώ τώρα, μεταξύ δυο ληστών…»
30. «Εσένα»
‘Όταν άρχισαν τα πρώτα αεροπορικά δρομολόγια Μυτιλήνης-Αθήνας , ένας από τους πρώτους – αν όχι , ο εντελώς πρώτος από τους χωριανούς μας- που το χρησιμοποιεί είναι ο γιατρός Νικολαίδης ( επικίνδυνο μαζί και ακριβό, το θεωρούσαν πολλοί ).
Μετά την απογείωση, η αεροσυνοδός προσφέρει τα καθιερωμένα αναψυκτικά κλπ στους επιβάτες. Φτάνοντας μπροστά στο κάθισμα, του δικού μας, ρωτά κι εκείνον τι θα πάρει , αφού του απαριθμεί τα όσα διαθέτει ο μπουφές της. Ο γιατρός την περιεργάζεται από πάνω έως κάτω, αλλά δεν λέει την προτίμησή του. Εκείνη επαναλαμβάνει δυνατότερα την πρόσκλησή της , αλλά καθώς εκείνος και πάλι δεν απαντά , συμπεραίνει πως είναι ‘δύσκολος ‘ στις επιλογές του. Τον πλησιάζει όμως ξανά , όταν τελειώνει με το σερβίρισμα όλων των άλλων ταξιδιωτών της πτήσης.
Πάλι όμως τα ίδια από το γιατρό μας: Την κοιτάζει επίμονα (σα να τη γδύνει ) και κάποτε απαντά : – Ε σ έ ν α!
29. Άνθρωποι και ποντίκια
Ήταν ένας συμπαθής ,νέος του χωριού.
Κείνο το καλοκαίρι (2001) είχε όμως – δεν ήξερα περισσότερα γι’ αυτόν καθώς μόλις είχα μετεγκατασταθεί στο χωριό, μετά τη συνταξιοδότησή μου – εκδηλώσει ένα είδος νευροπάθειας , αν είναι σωστός ο όρος, δεν ξέρω, μιλώντας πολύ δυνατά και επιθετικά χωρίς λόγο και εν πολλοίς ακατανόητα που συχνά φόβιζαν τους γύρω του.
Το Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς άρχιζε ο πόλεμος των Αμερικανών στο Αφγανιστάν, για να εκδικηθούν τα χτυπήματα στους Δίδυμους Πύργους με τις τρεις χιλιάδες νεκρούς αλλά και να εξοντώσουν τον υπ. αριθμό ένα εχθρό τους, Μπιν Λάντεν που τα είχε οργανώσει.(Είχε το στρατηγείο του κάπου στο Αφγανιστάν, όπως πίστευαν.)
Μεγάλη συζήτηση είχε ανοίξει στο ‘επιτελείο’ του Πλάτανου για το ποια θα ήταν η έκβαση αυτού του παντελώς άνισου πολέμου. Το τελικό συμπέρασμα ήταν πως ασχέτως της διάρκειας και των θυσιών που θα απαιτούνταν , οι Αμερικανοί με τους συμμάχους τους θα ήταν στο τέλος οι νικητές. Όσο για το αν θα έπιαναν τελικά και τον Μπιν Λάντεν, οι γνώμες ήταν διχασμένες*.
Ο νέος που αναφέρω στην αρχή, ήρεμος από δυο-τρεις μήνες και δω ( θα είχε κάνει τη σχετική αγωγή ) άκουγε πολύ προσεκτικά τη συζήτηση χωρίς να συμμετέχει . Μόλις η συζήτηση είχε πια τελειώσει ,άρχισε και αυτός να λέει τη δικιά του άποψη , αν και κανείς δεν έμοιαζε να τον παρακολουθεί. Για κάτι ασπρόλοφους έλεγε που υπάρχουν στο δρόμο προς τα Μυρίχια που είναι γεμάτοι ποντικότρυπες και πλήθος από άσπρα τυφλά ποντίκια που μπαινοβγαίνουν …κατά χιλιάδες…Ένα από αυτά τα ποντίκια, λέει στο τέλος, το λεν Μπιν Λάντεν…
Και θα παν οι Αμερικανοί να βρουν ποιο είναι και να το πιάσουν (και ας είναι και τυφλά);!!
Ε! μη μου πείτε πως υπήρχε πιο επιτυχημένη παρομοίωση και πιο ισχυρό επιχείρημα υπέρ της άποψης ότι η σύλληψη του Μπιν Λάντεν στο Αφγανιστάν, ήταν άθλος αδιανόητος και αυτό να το έχει σκεφτεί κάποιος, που θεωρείτο ότι είχε χάσει τα λογικά του!!
* Για το αν θα έμεναν εκεί ως μόνιμοι κατακτητές , η άποψη των χωριανών μας – σωστή- ήταν πως αυτό δεν θα συνέβαινε , αφού κανείς κατακτητής από τον Μέγα Αλέξανδρο και δω ,δεν κατάφερε κάτι τέτοιο.
28. «Όσα παίρνει ο άνεμος»
1. Νοέμβριος του ’42, της μαύρης κατοχής. Νωρίς τ’ απόγευμα γυρίζω απ’τον ‘Καλόγερο’ πεζός, μέσα σ’ έναν δυνατό κρύο βοριά, που με τυφλώνει με τη σκόνη που ρίχνει στα μάτια μου.
Αντίθετα μου, έρχεται ένας ηλικιωμένος χωριανός μας, πάνω στο γάιδαρο του.
Κάπου 40 μέτρα μακριά μου και ξαφνικά τον βλέπω να ξεπεζεύει και ν’ αρχίζει μια τρεχάλα προς την κατεύθυνση μου. ‘Παγώνω’ καθώς δεν καταλαβαίνω, τι του συνέβη…
Για μένα σίγουρα έρχεται – δεν υπάρχει ψυχή άλλη γύρω – αλλά γιατί;;
Στο μεταξύ τον βλέπω να κάνει ‘βουτιές’ πάνω στο χωματόδρομο σα να προσπαθεί να πιάσει κάτι που συνεχώς του ξεφεύγει…Το καπέλο του μήπως; Όχι ..σε λίγο αρπάζει ένα τσαλακωμένο, βρώμικο κομμάτι εφημερίδας που καταφέρνει να ‘συλλάβει’ και το χώνει κάτω από το σακάκι του , φανερά ικανοποιημένος απ’ το απόκτημά του.
Όχι δεν ήταν τρελός ο μακαρίτης χωριανός μας ( Σωτήρχος θαρρώ το όνομα του).
Είμαστε σε πόλεμο και το χαρτί σπάνιζε εξαιρετικά. Τα λίγα αποθέματα χαρτιού που υπήρχαν στα μαγαζιά εξατμίστηκαν τάχιστα.
Ο Σωτήρχος φανατικός καπνιστής μπελαντόνας δεν μπορούσε όπως και οι όμοιοι του , να βρούνε υποκατάστατο του τσιγαρόχαρτου , όταν και τα τετράδια των παιδιών τους , είχαν ήδη τελειώσει.
2. Μετά τα μαθητικά τετράδια με τις λίγες έστω λευκές σελίδες τους, ήταν η σειρά των τεφτεριών του μπακάλη. Όλα τα σπίτια είχαν τέτοια τεφτέρια καθώς όλοι επί πιστώσει αγόραζαν και πλήρωναν όταν θα έβγαζαν (και θα πουλούσαν συγχρόνως) το λάδι τους.
- Άλλη πολύτιμη πηγή χαρτιού ήταν τα διπλοτυπικά τεφτέρια αλληλογραφίας και παραγγελιών ( πελώρια και βαριά ) των μπακάλικων. Στις λεπτές σαν τσιγαρόχαρτο σελίδες τους, αποτυπωνόταν με καρμπόν τα αντίτυπα των παραγγελιών. Ήταν ότι χρειαζόταν για να τυλίγουν τη μπελαντόνα οι καπνιστές και αυτά είχαν τελειώσει από τον πρώτο χρόνο.
- Ένα περιστατικό που δείχνει όσο δε γίνεται πιο δραματικά τι σημαίνει έλλειψη χαρτιού: Το ‘Ημερολόγιο Κατοχής’ που έγραφα και μεταπολεμικά χαρακτηρίστηκε ιστορικό ντοκουμέντο, είναι γραμμένο σ’ ένα μετρίου μεγέθους μπακαλοτέφτερο, μείον τις πρώτες σελίδες του, όπου αναγραφόταν μπακαλικοί λογαριασμοί. Σταματάω δε την εξιστόρηση μιας πολύ κρίσιμης φάσης, όταν ‘τελειώνει’ και το έσω εξώφυλλο και δεν βρίσκω άλλο χαρτί για να συνεχίσω.
- Άλλο χαρακτηριστικό: Όταν απελευθερωθήκαμε και άνοιξαν οι δρόμοι του εξωτερικού, οι ξενιτεμένοι Έλληνες έσπευδαν να στείλουν πακέτα βοήθειας προς τους δικούς τους. Η οικογένειά μου δεν είχε κανένα ξενιτεμένο παρά ταύτα έλαβε κάποτε ένα αρκετά μεγάλο πακέτο από Αμερική. Ήταν από ένα φίλο του πατέρα μου που τον είχε βοηθήσει χρηματικά για να κάνει το ταξίδι του προς την Αμερική. Το πακέτο αυτό είχε πολλά περιτυλίγματα, ανοίγαμε, ανοίγαμε και δεν τελείωναν. Ε! αν δεν καταλάβατε ήδη το δώρο εξ Αμερικής, ήταν εφημερίδες μέχρι τέλους!
Όταν τις μαζεύαμε για να τις πετάξουμε, είδαμε σε δυο-τρία σημεία κάποια κακογραφήματα που έλεγαν: ‘ Άχρηστα για την Αμερική, χρήσιμα για την πατρίδα.’!!
27. Λουκούμια και κερδοσκοπία
Ο Γ. Κ. ξενιτεμένος από παιδί σχεδόν, αποφάσισε να περάσει τα χρόνια της ωριμότητάς του στο χωριό μας, που ήταν και κείνο της γυναίκας του. Ρύθμισε τη ζωή του έτσι που να ’χει την ηρεμία του χωριού, χωρίς τις μιζέριες του. Στο μεταπολεμικό χωριό των μύριων τόσων ελλείψεων, εκείνος είχε το καλύτερο ψάρι κλπ. παράλληλα με το μοναδικό ψυγείο προς συντήρηση τους. Ένα μόνο μειονέκτημα, της απομόνωσης του, δεν κατάφερε να προσπεράσει, την παντελή έλλειψη παρέας.. ανθρώπων που να ‘χουν ανάλογα με εκείνον ενδιαφέροντα .
Ένας κουμπάρος του τελικά με την ίδια περίπου ηλικία, βρέθηκε πρόθυμος να παίζει μαζί του χαρτιά στο καφενείο και να ‘σκοτώνουν’ την ώρα τους, μέχρι το μεσημέρι. Ένα λουκούμι ήταν όλο κι όλο το κέρδος του νικητή.
-Ακριβά το ‘χεις το λουκούμι, παρατηρεί στον καφετζή του Πλάτανου Κ. Α, αφορμή μάλλον για κουβέντα που θα έτρωγε κάποιο χρόνο από την πλήξη του.
Ο καφές καλά είναι στη μιάμισυ δραχμή, θέλει και κόπο και τέχνη για να γίνει, αλλά το λουκούμι που δε θέλει τίποτα, ενώ η αγορά του κοστίζει λιγότερο από μισή δραχμή…Αλήθεια πόσο σου κοστίζει η αγορά του; Ο καφετζής που ευχαριστιέται να τον πικάρει απαντά.. πως για εκείνον που τα λουκούμια τα αγοράζει μαζωμένα και απ’ ευθείας από την πηγή, το κόστος είναι δεν είναι ούτε μια δεκάρα το ένα!
Ο Γ. Κ. χαίρεται που τον πιάνει να κερδοσκοπεί και… – Ξέρεις πόσο τοις εκατό κερδίζεις;
– Όχι, λέει ο καφετζής, από αριθμητική δεν ξέρω.
– Χίλια πεντακόσια τοις εκατό, λέει θριαμβολογώντας, ενώ δικαιούσαι μόνο… Ο καφετζής σηκώνει του ώμους του και πετά το τελευταίο του καρφί.
– Είναι όμως και το νερό, το λογάριασες αυτό;
26. 31 Μάη/ 1 Ιούνη 1944
Φθάσαμε χωρίς απευκταίο, με 2-3 στάσεις στο συμφωνημένο σημείο συνάντησής μας με τον σύνδεσμο λίγο πιο πριν από τον Αι Δημήτρη, όταν ο ήλιος άγγιζε τον ορίζοντα.
Μετά το σύνθημα και το παρασύνθημα εμφανίστηκε μπροστά μας ο Γραμματέας Επαρχιακού ΕΠΟΝ Αγιάσου που θα γινόταν οδηγός μας από κει και πέρα. Κατεβήκαμε τη ρεματιά για να φτάσουμε δίπλα στο υποστατικό όπου θα διανυκτερεύαμε… Φρέσκους και ορεξάτους μας βρήκε η αυγή! Όταν έχεις μπροστά σου στόχο που εμπνέει, όλα τ’ άλλα σβήνουν εντελώς!.
Σκαλώσαμε λίγο μετά στην κοντινή μας πια «Καρκαβούρα» μέσα από ένα δύσκολο μονοπάτι. Κάτω από την κορυφή του Ολύμπου, σ’ ένα αμφιθεατρικό αντίκλινο κλεισμένο απ’ όλες τις πλευρές, 150 περίπου εκπρόσωποι των αντιστασιακών οργανώσεων νοτιοανατολικής Λέσβου.
Θέματα: Τα οργανωτικά μας σε επίπεδο Νομαρχιακής. Ενημέρωση για την αλλαγή ηγεσίας που είχε συντελεστεί πρόσφατα. Έγκριση αλλαγής πορείας των οργανώσεων μας απ’ την παρανομία θα περνούσαν στην ημιπαρανομία, δηλ. θα έκαναν αισθητή την παρουσία μας σε επιλεγμένους τομείς της ζωής του λαού μας, τα προβλήματα προετοιμασίας για το πέρασμα στην ένοπλη φάση, οι δυσκολίες για την προμήθεια όπλων μέσω Τουρκίας, η προθυμία εύπορων πατριωτών που δεν ανήκαν στην οργάνωση να προσφέρουν ικανά ποσά για την αγορά οπλισμού κλπ.
Δυο φορές δόθηκε σήμα επιφυλακής α΄ βαθμού.
Μάθαμε αργότερα τις αιτίες. Οι σκοπιές μας που ήλεγχαν τις ενδεχόμενες κινήσεις του εχθρού, από την έξοδο κιόλας της Μυτιλήνης και πέρα, παρατήρησαν κινήσεις φαλάγγων από φορτηγά των Γερμανών και έδωσαν με προσυμφωνημένα τηλεσήματα, τη σχετική πληροφόρηση στη δύναμη του ΕΛΑΣ που είχε αναλάβει τη φύλαξή μας. Όμως και τις δυο φορές το σχετικό σήμα επιφυλακής ακυρώθηκε όταν διαπιστώθηκε ότι άλλη κατεύθυνση είχαν τα φορτηγά των Γερμανών (Γέρα, Καλλονή).
Διαταγή να πέσουμε πρηνηδόν δόθηκε τέλος, όταν οι περιμετρικές σκοπιές αντιλήφθηκαν πλησίασμα εχθρικού αεροπλάνου, που σε λίγο πέρασε πολύ χαμηλά πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Πρώτη φορά είδα αεροπλάνο να πετά τόσο χαμηλά, είπε ο διπλανός σύντροφος μόλις ανασηκωθήκαμε… «μάλλον εμείς, η Αντίσταση, ανεβήκαμε ψηλά» του απάντησα.
Η επιστροφή μας έγινε το ίδιο απόγευμα και βράδυ, πιο άνετα και γρήγορα καθώς είχαμε και την ικανοποίηση για τα όσα καινούργια ( άκρως απόρρητα, μέχρι τώρα: αριθμό και είδος όπλου που διαθέταμε, το όνομα του πολιτικού ηγέτη μας αλλά και το διοικητή του τάγματος του ΕΛΑΣ και ακόμα την προώθηση εύπορων συμπατριωτών μας να συνεισφέρουν για την αγορά όπλων- πυρομαχικών που μας έλειπαν) μάθαμε
Ένα διήμερο, γεμάτο αξέχαστες αναμνήσεις κι εμπειρίες, που θα ‘μουν σίγουρα φτωχότερος, αν δεν το είχα ζήσει.
25. Άνθρωποι και γαϊδούρια
1964 και σ’ ένα καφενείο του Πλάτανου, μια ξένη κυρία έχει στρωθεί σ’ ένα τραπέζι , απ’ όπου καλεί κοντά της έναν-έναν τους θαμώνες και τους «ανακρίνει», κρατώντας σημειώσεις, σε έντυπο που έχει μπροστά της.
Κάποτε φτάνει στο καφενείο και ο Δημήτρης Σιγιώργης. Πριν αποφασίσει σε ποιο τραπέζι θα καθίσει , ρωτά τους κοντινότερους χωριανούς , με τη χαρακτηριστική κίνηση του χεριού του : «τι κάνει αυτή;»
Του απαντούν , ότι δεν ξέρουν: καλεί έναν-έναν από εμάς και τον ρωτά διάφορα περίεργα: πόσες ώρες δουλεύουμε, τι τρώμε κλπ.
Δεν χρειαζόταν τίποτε περισσότερο ο Δ. Σ για να καταλάβει. Παίρνει αμέσως την καρέκλα και κάθεται σε πολύ μικρή απόσταση από το τραπέζι της περίεργης κυρίας: Σαν να της έλεγε –εμένα πρέπει να καλέσεις αν θέλεις σωστή ενημέρωση–…
Μόλις τελείωσε και απομακρυνόταν ο τελευταίος ‘ανακρινόμενος’, ο Δ. Σ από το σημείο που ήταν καθισμένος, αρχίζει μια «αναφορά λόχου».
-«Σιγιώργης Δημήτριος του Νικολάου και της Μυρσίνης , ετών…»
– Μα δεν τα χρειάζομαι ,εγώ αυτά, λέει η ‘ανακρίτρια’ ούτε καν το όνομά σας με ενδιαφέρει ,ελάτε πιο κοντά ,να σας ρωτήσω για κάποια άλλα πράγματα…
Εκείνος πηγαίνει κοντά της , αλλά αντί να περιμένει τις όποιες ερωτήσεις θα του έκανε, αρχίζει να λέει τα δικά του.. Είμαι τόσο χρονών.. στα νιάτα μου υπηρέτησα την πατρίδα στη Μικρά Ασία ..έκανα οικογένεια με πέντε παιδιά, δύο από τα παιδιά μου ,υπηρέτησαν κι αυτά πιστά την πατρίδα ,κλπ.
Τώρα είμαι γέρων όπως βλέπετε, έχω χάσει το ένα μάτι μου, γιατί δεν είχα χρήματα να πάω εγκαίρως να το θεραπεύσω κλπ…
Στη συνέχεια αλλάζει τελείως θέμα και μιλάει για το χωριό μας:- Ζούμε από την μονοκαλλιέργεια της ελιάς, ότι το εισόδημα μας είναι μικρό κ.α. Για να μεταφέρουμε τις ελιές, συνεχίζει, χρησιμοποιούμε όνους.. γαϊδούρια μετά συγχωρήσεως. Όταν τελειώσει η ελαιοσυλλογή τα χρήσιμα αυτά ζώα δεν τα χρειαζόμεθα και τα αφήνουμε σε ένα εσωθήριον ( περίκλειστο πεδινό χωράφι ) όπου υπάρχει βοσκή για τα ζώα.
Κάποτε συμβαίνει , τα καλά αυτά ζώα ,να δραπετεύουν από τα εσωθήρια αυτά για αναζήτηση καλύτερης τροφής, πιο φρέσκου νερού απ’ αυτό που τους βάζουμε εμείς, ή και για ικανοποίηση άλλης τινός ανάγκης τους,. .εννοείται εσείς!
Τους δραπέτες αυτούς τους συλλαμβάνουν οι αγροφύλακες μας και τους εγκλείουν στο τουκάτ ,όπως το λέμε εμείς. Από κει τα παραλαμβάνουν οι ιδιοκτήτες τους, όταν πληροφορηθούν τη σύλληψή τους, αφού προηγουμένως πληρώσουν τα λεγόμενα σύλληπτρα, πρέπει όμως να πληρώσουν συγχρόνως και τα τροφεία του ζώου, διότι το ζώο δεν προσφέρει μεν έργο κατά το χρόνο της φυλάκισής του, έχει όμως το δικαίωμα να τρέφεται για να ζει.
Εμείς οι ηλικιωμένοι που επίσης δεν προσφέρουμε τίποτα πια, δεν έχουμε δικαίωμα, να επιζούμε;
Η σημερινή κυβέρνηση σκέφτηκε επιτέλους και μας, τους περιφρονημένους αγρότες και για πρώτη φορά αποφάσισε να μας δώσει σύνταξη. Εκατό δραχμές κατά μήνα!!
Ίσον λιγότερο από τα τροφεία του γαιδάρου… ένας καφές στο καφενείο κοστίζει μία (1) δραχμή και ένα μικρό πακέτο από τα πιο φτηνά τσιγάρα κοστίζει 3 δραχμές. Πόσα κάνουν το μήνα; Μένει τίποτα για τροφή;
Υ.Γ. Δεν έζησε για να δει τη μεγάλη πρόοδο μας! 350 ευρώ η σημερινή αγροτική σύνταξη!!
24. Μια διήμερη
Ξεκινήσαμε πριν βγει ο ήλιος της τελευταίας μέρας του Μαγιού. Δώδεκα άντρες και μια γυναίκα, με ηλικίες πολύ ασύμβατες μεταξύ τους.
Παγούρι, ξηρή τροφή για δυο μέρες στο ταγάρι και κατεύθυνση προς μη γνωστή μας εκ των προτέρων περιοχή του Ολύμπου, από ανύπαρκτα μονοπάτια. Με μένα, τον μικρότερο ν’ απορεί συνεχώς, πως, ο ανιχνευτής σύντροφος μας, εύρισκε τη σωστή ρότα πορείας.
Έπρεπε να μην μας δει μάτι ανθρώπου- έλεγαν- μέχρι να φθάσουμε στον πρώτο ενδιάμεσο σταθμό προορισμού μας…Άρα μακριά κι από κάθε ‘ντάμι’, ‘καθισιά’, στάνη κλπ.. Από κει και πέρα θα είχαμε οδηγό, τον ‘σύνδεσμο’ που θα μας είχε στείλει η Αγιάσος.
Όμως προς το τέλος της πρώτης ήδη ώρας, είχαμε το πρώτο ανεπιθύμητο συναπάντημα. Προσπερνούσαμε σε απόσταση ασφαλείας όπως νομίζαμε (κι αθόρυβα) μια στάνη στη Ρουγκάδα, αν και δεν πιστεύαμε ότι θα ήταν εκεί ο τσοπάνος. Ήταν όμως στο πόστο του, ο 14χρονος περίπου γιος του, που ‘χε βγάλει τα ζωντανά τους, λίγο μακρύτερα από το κατάλυμά τους, σ’ ένα ξέφωτο, απ’ το οποίο ήταν ορατή η φάλαγγά μας, έστω και χωρίς δυνατότητα αναγνώρισης προσώπων.
Ένας μας λόξεψε τότε, πλησίασε το παιδί, του ‘πε δυο κουβέντες και ξανάσμιξε μαζί μας, λίγο παραπέρα…
Είχαμε προσπεράσει πια για καλά τη στάνη, όταν έπιασα τον εαυτό μου να βραδυπορεί σημαντικά…Μ’ έτρωγε αφόρητα η περιέργεια , σαν τι τάχα να σκεφτόταν και αισθανόταν κείνη τη στιγμή το βοσκόπουλο, που μόλις πριν μας είχε δει! Προσπαθούσα να φανταστώ την ‘τρικυμία εν κρανίω’ που έπρεπε να το ταλάνιζε άσχημα χωρίς να βρίσκει άκρη…
Σίγουρα θα αναρωτιόταν τι είδους κομπανία να ‘ταν αυτή που έβλεπε: Αγρότες, κτηνοτρόφοι, αγωγιάτες, ξυλοκόποι, προσκυνητές; Δε μοιάζαμε με τίποτα! Χώρια που δεν είχαμε μαζί μας και κανενός είδους εργαλεία όποιας δουλειάς ή ζώα. Ο σκοπός της εκστρατείας μας, ξέφευγε ολότελα απ’ όλα όσα μπορούσε να φανταστεί.
Πρόσεξε καλά! Δεν είδες τίποτα και κανέναν σήμερα. Αν βγάλεις λέξη έστω και στον πατέρα σου, κινδυνεύεις άσχημα…’του ‘χε πει αυστηρά ο σύντροφος μας . Άρα επρόκειτο για άκρως παράνομη επιχείρηση, ήταν το υποχρεωτικό συμπέρασμα του νεαρού μας.
Ποια θα ήταν η αντίδρασή του; ήταν η μεγάλη περιέργεια μου εκείνη τη στιγμή. Δεν άντεξα και γύρισα απότομα για να τον δω την τελευταία στιγμή. Να τον έβρισκα στήλη άλατος περίμενα… όμως συνέβη το άκρως αντίθετο.
Τον έπιασα να κάνει επιτόπια πηδήματα όσα πιο ψηλά μπορούσε, σαν μεθυσμένο τραγί!!
Τι ακριβώς να περνούσε τότε από το μυαλό του;…
ΥΓ. Έχουν περάσει κάπου 70 χρόνια…Έχουν φύγει από καιρό όλοι οι σύντροφοι ‘κείνης της εκστρατείας…Πριν δώσω τούτο το κομμάτι για δημοσίευση, βάλθηκα να ψάχνω για τη στάνη και το ‘τότε’ βοσκόπουλό της, που είχαμε τόσο ξαφνιάσει κείνη την αυγή , μα δυστυχώς ούτε τη στάνη βρήκα να λειτουργεί πια, ούτε και το πρώην βοσκόπουλο( τώρα θα ήταν 85 ετών). Είμαι άρα ο τελευταίος των Μοικανών, που επιμένει να θυμάται τέτοια παλιού ουρανού χαλάσματα; Ενδιαφέρουν άραγε κανέναν από τους νεώτερους μου; Πολύ θα ήθελα να το ξέρω.
(email: panagnos@otenet.gr)
23. Περί ορθογραφίας
Το 1870 συν-πλην είχε γεννηθεί η γιαγιά μου η Κατίγκω.
Ήταν όμως απ’ τις λίγες σύγχρονές της, που είχε πάει στο Δημοτικό ,όπου μικρή μειοψηφία των κοριτσιών της εποχής της, το έκανε…
Άχρηστο προσόν θα πεις για εκείνους τους καιρούς. Να όμως που από τότε, που τα οκτώ παιδιά της που επιβίωσαν τα έξι (6) ξενιτεύτηκαν !
Χρυσάφι τότε τα λίγα γραμματούλια που τα είχε κιόλας περίπου ξεχάσει, όταν άρχισαν να της είναι αναγκαία : Να διαβάζει τα γράμματα των παιδιών της και να τους απαντά…
Ακόμα δε , να βοηθά τις αγράμματες γειτόνισσες που είχαν την ίδια ανάγκη. Τώρα μη ζητάτε και πόσο ορθογραφημένα ήταν τα γραφόμενά της!
-« Μόνο το μικρό ‘’ο’’, βάζω» μου εξήγησε μια μέρα. «Άμα όμως μαζευτούν πολλά, βάζω και κανένα ‘’ω’’ για ποικιλία…Από τόνους δε βάζω κανέναν.. αλλά στο τέλος γεμίζω δυο σειρές με οξείες , περισπωμένες , τελείες, κόμματα…και γράφω ύστερα :
« Πάρτε τα και βάτε τα όπου χρειάζεται…»
22.Πευκόξυλα (ολίγον φρέσκα)
Τέλος του φοβερού Β’ παγκοσμίου πολέμου και η ζωή πρέπει να συνεχίσει. Πρώτα η οικονομία. Στο χωριό έξω από την ελιά , τη μικρή κτηνοτροφία και λίγα κηπευτικά-όσπρια, δεν έχουμε τίποτα άλλο. Όμως εκείνο το καλοκαίρι ξαναξεκίνησε η΄΄ βαριά μας βιομηχανία’, τουβλοποιεία –κεραμοποιεία, με αρκετούς ανθρώπους να βρίσκουν δουλειά, στη νεκρή, από γεωργικής άποψης, περίοδο του καλοκαιριού. Αρκετά εργατικά χέρια απαιτούσε και η μεταφορά του χώματος, όπως και η κοπή-μεταφορά καυσόξυλων, με πρώτιστα τα πευκόξυλα, που όμως είχαν κίνδυνο. Απαγορευόταν η υλοτομία των πεύκων .
Το δασαρχείο υπολειτουργούσε μεν και ηθελημένα συχνά έκλεινε τα μάτια, αλλά έπρεπε κάπως να δικαιολογήσει την ύπαρξή του, στέλνοντας κάποιους λαθρο-υλοτόμους στο δικαστήριο. Στον Αι-Γιάννη το Θεολόγο είχε την παγανιά του, κείνη τη μέρα ο δασικός. Είχε τις πληροφορίες του, που άλλωστε ήταν κοινό μυστικό. Από κει, κατά το απομεσήμερο θα περνούσαν δυο-τρία φορτηγά ζώα με τεμαχισμένους κορμούς πεύκων , κάπου από την περίμετρο του Σχωρεμένου…
Θύμα της ημέρας ο Γιάννης Πελέκος, που πιάνεται στα πράσα και δεν έχει τίποτα να πει για δικαιολογία. Ήταν και υπότροπος.
Ο δασικός τον κατσαδιάζει άσχημα ,λέει πως δεν σέβονται τις τόσες προειδοποιήσεις που έχει κάνει κ.λ.π. Ούτε σέβονται τουλάχιστο την υπόδειξη, να κόβουν έστω πεύκα αλλά μόνο αν είναι ξερά.
-Φαίνεται; (ότι είναι φρέσκα;),ρωτά « αφελώς» ο παραβάτης.
-Μα με κοροιδεύεις κι από πάνω; αντιλέγει θυμωμένος ο δασικός, δεν βλέπεις που οι ρετσίνες τους τρέχουν;
Αμηχανία εκ μέρους του παραβάτη, αλλά ύστερα από λίγο βρίσκει κάτι να πει…-και τους το λέω, σ’ ορκίζομαι τους τόχω πει πολλές φορές «τα ξύλα που μου φορτώνεται κάθε απόγευμα, να είναι κομμένα από την προηγούμενη!!»
Περισσή αφέλεια ή ισχύει το κανείς δεν είναι αρκετά έξυπνος αν δεν ξέρει να παριστάνει κάποτε και τον κουτό;…πάντως μάλλον το δεύτερο ίσχυσε στην περίπτωση.. παρά τη φούρκα του, ο δασικός δεν μπόρεσε να μην χαμογελάσει… αλλά και να μην του χαριστεί, για ακόμη μια φορά.
21. ‘’Δλειά Μανώλ’’
Αυτό ακούγαμε να λένε οι μεγαλύτεροι μας σ’ όποιον απέφευγε με διάφορες προφάσεις να κάνει κάποια δουλειά (από τεμπελιά). Συχνά στις δυο παραπάνω λέξεις πρόσθεταν :’ κι άσ τα καλπλίκια ‘όπως συμβαίνει μ’ όλες τις παρόμοιες εκφράσεις είχε και η παραπάνω την ιστορία της, που ήταν η εξής :
Θα ήταν στη δεκαετία του 1910 όταν οι επίτροποι της εκκλησιάς μας, διαπίστωναν ότι τα κέρματα που μάζευαν από το μικρό παγκάρι του Αι- Γιάννη, το παρεκκλήσι του νεκροταφείου, ήταν συχνά πυκνά αφύσικα μειωμένα. Φυσικά το μυαλό τους πήγε γρήγορα σε κάποιον ποντικό. Πώς αντιμετωπίζεται όμως, ένα τέτοιο τρωκτικό; Ενας μόνο είναι ο τρόπος: να το πιάσεις επ’ αυτοφόρω. Αυτό είναι που προθυμοποιήθηκε να κάνει ο άνθρωπος για τις ‘δύσκολες καταστάσεις’, που κι αλλού τον ανέφερα Εμ. Ζερβός. Πήγε και κρύφτηκε μια Σαββατιάτικη νύχτα πίσω από το μικρό τέμπλο του παρεκκλησίου. Περασμένα μεσάνυχτα και ο ‘ ποντικός’ έκανε την επίσκεψη του. Ο Ζερβός δεν σπεύδει να τον πιάσει, καθώς θέλει να δει και τον τρόπο δράσης του και να τι είδε: Πλησίασε (το κλεφτρόνι) πρώτα την εικόνα της Παναγιάς του τέμπλου και άρχισε να της μιλάει :Παναγίτσα μου όπως τα είπαμε και άλλη φορά, τα χρήματα που θα σου πάρω από το παγκάρι ,δεν τα κλέβω, τα δανείζομαι, θα στα γυρίσω μόλις πιάσω δουλειά και κερδίσω αρκετά…Ο Ζερβός ανοίγει τότε το στόμα του και με παραλλαγμένη φωνή λέει «’δλειά Μανώλ κι άσ τα καλπλίκια’.»
Τι λέτε ναακολούθησε; Χαμός, πανικόβλητη φυγή, λιποθυμία; Τίποτα… ο Μανώλης το κλεφτρόνι γυρίζει προς από την εικόνα του Χριστού απ’ όπου ερχόταν η φωνή και λέει ‘ενοχλημένος’« Μην ανακατεύεσαι εσύ, εγώ με τη μητέρα σου κουβεντιάζω!…»
20. Γυμνασιακά
Ο καθηγητής μας των Γαλλικών στο γυμνάσιο ήταν τύπος μοναδικός κι ανεπανάληπτος. Μιλούσε ένρινα τα μυτιληνιά αποκλειστικά και χαιρόταν όταν έπιανε κάποιον αδιάβαστο! Πριν σηκώσει κάποιον στο μάθημα, μας κοίταζε όλους προσεκτικά, για να ψυχολογήσει ποιος είναι αδιάβαστος. Δεν χαριζόταν σε κανένα, ακόμα και στους γιο του που ήταν συμμαθητής μας! Αλίμονο δε, αν κάποιος γονιός του έστελνε κανένα δώρο (για ευνόητους λόγους, είχε άλλωστε δώσει ρητές εντολές στη γυναίκα του να μη δέχονται κανένα πεσκέσι). Ένας Πολιχνιάτης γονιός (..Κλαδογένης) δεν ήξερε προφανώς το πόσο απόλυτος ήταν στο θέμα αυτό ο εν θέματι και του ‘στειλε μια Δευτέρα κάποια καλούδια, δίνοντας ρητές οδηγίες πώς να του τα πάνε¨ ——-Πρωί-πρωί πριν ξυπνήσει- να τα δώσουν στην νοικοκυρά που θ’ανοίξει, να τα αφήσουν μπροστά της και να μην απαντήσουν σε καμιά ερώτησή της ‘ποιος τα στέλνει, για ποιο λόγο κ.λ.π (Το καρτελάκι του αποστολέα υπήρχε βέβαια στη θέση του, αλλά όταν θα το ‘βλεπε ο κ. καθηγητής, θα ‘ταν αργά…)
Την ίδια μέρα στην τάξη, ο κ. καθηγητής καλεί πρώτα το γιό , του απλόχερου γονιού, να πει το μάθημα και τον βρίσκει αδιάβαστο…( Η συνέχεια με τα ιδιόρρυθμα μυτιληνιά του αείμνηστου καθηγητή μας)
-Αα! Κύριος μπουρμάς μι ηρθις.Γι’αυτό ήρταν τα σταλτκά πρωί-πρωί…πες στουν πατέρας..πολλά-πολλά ευχαριστώ..Τσι τουν άσσου του λαδέλ θα του σουδιάσου..τσιτ ψαρούκλα θατ πιριδρουμιασου τσι του κλουρ (= μηδενικό) θα στου στουλίσου…!
19. Αναγγελία θανάτου
Η κυρά- Ρηνιώ ζούσε τα προχωρημένα εβδομήντα της, χήρα και κατάμονη. Το μοναχοπαίδι της είχε φύγει για την Αμερική, δεκαετίες τώρα και δεν έλεγε να γυρίσει παρά την υπόσχεση που της είχε δώσει φεύγοντας, ότι δεν θα έμενε στην ξενιτιά για πολλά χρόνια. Αυτόν το λόγο η κυρα -Ρηνιώ τον κρατούσε σαν φυλαχτό. Ακράδαντα πίστευε, πως αν όχι τούτο το καλοκαίρι, το άλλο εξάπαντος, θα ερχόταν ο γιος της, καλοντυμένος, με ασημένιο ρολόι με αλυσίδα στο γιλέκο,να της έφερνε κι εκείνης τα δώρα της κι άραγε ποια από τις καλές νύφες του χωριού θα ‘ταν το τυχερό;..Τα λίγα χρόνια που θα’ μενε στην ξενιτιά, ο γιός της Γιώργης, γίναν δεκαετίες…τα γράμματά του αραίωναν, αλλά οι ελπίδες της μάνας κρατούσαν. Μια μαύρη μέρα, έφτασε στην Κοινότητα το άγγελμα του θανάτου του.
Ο πρόεδρος είχε το θλιβερό καθήκον να το ανακοινώσει στην κακομοίρα τη μάνα.
-Αδυνατώ να το κάνω, δήλωνε ο πρόεδρος στο κοινοτικό συμβούλιο. Ας το κάνει κάποιος άλλος. Ούτε και ο αντιπρόεδρος ή άλλος της πλειοψηφίας είχε το κουράγιο. Βρέθηκε τελικά εθελοντής, ο επικεφαλής της μειοψηφίας, Μ. Ζερβός…
Φρόντισε να βρεθεί στο δρόμο, τάχα μου τυχαία, με τη δύστυχη μάνα. Τη ρώτησε τι κάνει , πως τα πάει από υγεία κ.λ.π, για να ρωτήσει μετά και για το γιό της. Τι κάνει, πότε λέει να’ρθει…ακούστηκε πως παντρεύτηκε, της λέει στη συνέχεια.
-Ποιες φαρμακόγλωσσες τα λένε αυτά, πως ο Γιώργης μου θα παντρευόταν χωρίς να πάρει την ευχή της μάνας του;! Εδώ θα’ρθει να παντρευτεί ο γιός μου, καλά και τιμημένα με την καλύτερη νύφη του χωριού…
-Εγώ δεν ξέρου..ετς άκουσα, ετς λέγαν..κόσμος είναι αυτός οτ’ θελ λεγ ο καθένας. Αλλ πάλι είπαν ότι πέθανε! Ακολούθησαν φυσικά καινούργιες κατάρες της μάνας για αυτούς που βγάλαν τέτοια ψέματα…
-Είπαμε για, λέει ο Ζερβός…κόσμος είναι αυτός, ότι θέλ λέει ο καθένας…Έτσι έπαιζε την κουβέντα ,μέχρι να προϊδεαστεί η κακομοίρα μάνα και να μειωθεί το σοκ της αναγγελίας του χαμού, του μοναχογιού της.
18. Υπομονή…
(περάσαμε και χειρότερα )
Η στενότερη γειτόνισσά μας Μυρσινιώ ,από παιδούλα πήγε σαν «παρακόρη» στη Μυτιλήνη για να μαζέψει, κάνοντας αιματηρές οικονομίες, ένα ποσό για τα στοιχειώδη της προίκας της, όταν θα ‘ρχόταν η ώρα να παντρευτεί, ( αφού η οικογένεια της ήταν ανήμπορη να βοηθήσει με τις δυο ακόμα κόρες). Συμφωνία:
Ολόκληρος ο μισθός της να κατατίθεται στο Ταμιευτήριο. Για τον εαυτό της, μια δραχμή μόνο, για ένα κουλούρι, που της άρεσε πολύ, αλλά κι αυτό να το στερείται πολλές φορές για να αποταμιεύσει κι ένα ακόμα κουκί. Και να μαθαίνει τώρα πως όλοι οι κόποι της εκεί … έγιναν καπνός.
Οι αδερφοί Κ. του χωριού, υποδείγματα τσιγγουνιάς, αν και αρκετά εύποροι, που μια ζωή θεωρούσαν αμάρτημα το να ξοδέψουν έστω και μια δραχμή για ένα ούζο, πιάστηκαν ξαφνικά να πίνουν και να χορεύουν τραγουδώντας, σε προχωρημένη ηλικία, μόνοι τους , προσφέροντας στους κατάπληκτους χωριανούς μου το πιο γελοίο (γκροτέσκο) θέαμα που θα μπορούσαν να φανταστούν. Συνέβη όταν συνειδητοποίησαν ότι όλες οι αποταμιεύσεις τους εξατμίστηκαν σε ελάχιστο χρόνο, μαζί με τα δανεικά που είχαν να παίρνουν από πολλούς απ’ το εμπορικό του ο ένας και από τοκογλυφικά δάνεια ο έτερος.
« Ψηφίδες μιας ζωής» σελ.47
Σημ. Η τραγική παράμετρος : Τριάντα τόσοι , οι νεκροί από υποσιτισμό, χωριανοί μας , τον πρώτο και πιο- μαύρο – χειμώνα της κατοχής
17. Χήρας παράπονα
Απομεσήμερο καλοκαιριού στο προπολεμικό Πλωμάρι. Ένας ξενιτεμένος Πλωμαρίτης που έχει έρθει στην πατρίδα του για διακοπές, ύστερα από πολλά χρόνια, θέλει ν’ αγοράσει κάτι από μπακάλικο, αλλά όλα τα μαγαζιά έχουν κατεβασμένες καπάντζες (κάτι που δε γινόταν στη χώρα που ήταν μετανάστης).
Όταν κάποτε διακρίνει από το τζάμι της πόρτας μπακάλικου μια πελάτισσα να ‘εξυπηρετείται’ χτυπάει και μπαίνει κι εκείνος.
Πριν έρθει η σειρά του για εξυπηρέτηση, ακούει κάποια παράπονα της γυναίκας (πελάτισσας) με τα μαύρα που είχε αγοράσει λάδι : «Κι ‘νεχ’ς ιμκρή κ’βγα ιζ..ιμ’σή
…ε’σταγγίζ’ τσόλας …αμ τι καμός χήρα γι’ναίκα ..¨»
Μετάφραση δεν χρειαζόταν βέβαια ότι η παραπονούμενη πελάτισσα, είχε το θάρρος (που δεν το’ χουν ούτε οι άνδρες) να ξεμπροστιάζει τον μπακάλη, που την ‘κλέβει’ και μάλιστα με τρεις τρόπους…Έχει μετρίδι μικρότερο από το κανονικό. .δεν το γεμίζει μέχρι τέρμα…και ρίχνοντάς το στο μπουκάλι της, δεν το αφήνει να τρέξει όλο( να στραγγίσει).
Φεύγοντας μετά τη δική του εξυπηρέτηση, έψαχνε να βρει κάποιον να διηγηθεί τα όσα άκουσε και να επαινέσει την εξυπνάδα της γυναίκας εκείνης αλλά και το θάρρος της να τα λέει κατάμουτρα, στον ανέντιμο μπακάλη.
Μόλις βλέπει το μανάβη του γειτονικού οπωροπωλείου, του ανοίγει κουβέντα και του διηγείται με το νι και με το σίγμα , το ΄ξεμπρόστιασμα’ του ανέντιμου μπακάλη από μια φτωχή και ταπεινή ‘όπως φαινόταν γυναίκα…
Ο μανάβης γελά ειρωνικά, ακούγοντας τον και του λέει :Αν και Πλωμαρίτης , δεν κατάλαβες σωστά, για τι πράγμα παραπονιόταν η χήρα…Αν γνώριζες ότι η γυναίκα μπήκε στο μπακάλικο από την πίσω πόρτα (της αποθήκης) ,όπου και είχε μια πρώτη ‘συνομιλία’ με τον μπακάλη, θα μάντευες κι εσύ ποιο ‘εργαλείο του’ βρήκε μικρό…
16. Μνήμη Θεοδ. Μαργαρίτη (Βύρρα)
Στην Ζωοδ. Πηγής απέναντι από το αρχοντικό Φρύσσα, στο έμπα του σοκακιού είχε το μπακάλικο του (στο εσωτερικό του σοκακιού ήταν το σπίτι του).Κάποιο απόγευμα σε ώρα αναδουλειάς, καθόταν έξω από το μαγαζί του και κάπνιζε.(μπελαντόνα βέβαια).Ένα χωροφύλακα που ανέβαινε σιγά-σιγά δεν τον πρόσεξε παρά καθυστερημένα ,τα ανακλαστικά του όμως δούλεψαν ακαριαία. Αφήνει το τσιγάρο του να πέσει στο πεζοδρόμιο και το λειώνει με το παπούτσι του. Όταν ο χωροφύλακας φτάνει μπροστά του, βγάζει το μπλοκ των μηνύσεων και αρχίζει να γράφει…-Σε μηνύω του λέει γιατί κάπνιζες μπελαντόνα».
Ο μπάρμπα-Θόδωρος κάνει τον κατάπληκτο και αρνείται κατηγορηματικά ότι κάπνιζε παράνομο τσιγάρο!
-Αμ αφού προδόθηκες μόνος σου, του λέει ο χωροφύλακας. Γιατί πέταξες το τσιγάρο σου, μόλις με είδες;
-Από σεβασμό προς την εξουσία….!! Απαντά με καταπληκτική ετοιμότητα ο μπάρμπα-Θόδωρος.
-Ε! πως να μηνύσεις έναν πολίτη τόσο νομοταγή, που από πάνω τρέφει τόσο σεβασμό προς τα όργανα της τάξης!!
Αν κανείς, έχει ποτέ ακούσει περίπτωση ανάλογης εξυπνάδας και ετοιμότητας θα παρακαλούσα να μου το πει.
15. Μνήμη Π. Μπουτζή
Δεκαετία του 30 και μια από τις κυριότερες δουλειές της χωροφυλακής στα χωριά μας τουλάχιστο, η δίωξη των παράνομων καπνιστών .(καπνός ‘μπελαντόνα’και τσιγαρόχαρτα του λαθρεμπορίου)
Όρος για την επιτυχία σύλληψης παραβατών του νόμου, ήταν ο αιφνιδιασμός:
Έμπαιναν ξαφνικά σ’ ένα καφενείο, εντόπιζαν με μια ματιά ποιος από τους καπνίζοντες είναι ύποπτος, κατευθυνόταν προς αυτόν και τον έπιαναν επ’ αυτοφόρω…
Κείνη τη μέρα έκαναν ‘ντου’ στο καφενείο αδελφών Γεωργέλλη- πήγαν αμέσως στο κέντρο του-στους ηλικιωμένους που καθόταν γύρω από τη σόμπα κι απευθύνθηκαν σε συγκεκριμένο άτομο:¨ Βγάλε τα καπνιστικά σου, του λένε (καπνοσακούλα, τσιγαρόχαρτο) κείνος δείχνει να μην καταλαβαίνει…το ξαναλένε επιτακτικώτερα, πάλι καμιά κίνηση εκ μέρους του.
Κάποιος διπλανός του, εξηγεί στα όργανα της τάξης, πως ο γέροντας στον οποίο απευθύνονται…δεν ακούει. Τότε εκείνοι επαναλαμβάνουν την ερώτηση τους, συνοδεύοντας τη με την μιμική κίνηση που σημαίνει :κάπνισμα.
«- Α! λέει ο ύποπτος της παρανομίας- Αμ δε μι του λες πους θελ’ς τσιγάρου…» χώνει το χέρι του στο ζωνάρι ,βγάζει ένα πακέτο ‘Παπαστράτος’ και του προσφέρει ένα, βάζοντας ένα και στο στόμα του..
Λάθος άτομο υποπτευθήκαμε, συμπεραίνουν και φεύγουν άπρακτοι..(Δεν είχε έννοια να ερευνήσουν άλλους, αφού όλοι οι λαθροκαπνιστές ,θάχαν στο μεταξύ πετάξει τα πειστήρια του εγκλήματός τους.)
Οι γύρω απ’ τη σόμπα χωριανοί, σπεύδουν να συγχαρούν τον πρωταγωνιστή, για το στρατήγημά του , που κανείς άλλος από το χωριό δεν τόχε σκεφτεί μέχρι τότε! (δηλ. να έχει εφεδρικό πακέτο νόμιμου τσιγάρου).
Τον συγχαίρουν ακόμα για το πώς (μισότυφλος αυτός) αντιλήφθηκε πρώτος απ΄ όλους, την είσοδο των χωροφυλάκων στο καφενείο και εξαφάνισε τα τεκμήρια της ενοχής του!
Τότε εκείνος είπε το ιστορικό: «Ένα τόχου γω (το μάτι)αλλά τύφλις νάχειν τνου (αυτουνού) τα δυό».
14. Ο Θοδωρής (Μειμάρης) ενημερώνει έγκυρα
Μια ξένη κοπελιά στον Πλάτανο, κάθεται μόνη σ’ ένα τραπέζι και ανοίγει ένα φάκελο με χαρτιά. Καλεί κοντά της όποιον χωριανό μας θελήσει και του θέτει ερωτήσεις (γύρω από τη διατροφή του κυρίως) κρατώντας σημειώσεις…
Πέφτει πάνω στον Θοδωρή.¨.. δε χρειάζεται να ρωτήσει κι άλλον.. θα τη φωτίσει καλά ο Θόδωρος..’’ είπαν όλοι στον καφενέ.
-Τι τρώτε συνήθως στο σπίτι?
-Κ’τσια τσι φασούλες- φασούλες τσι κ΄τσια
-Άλλο?
-Κανέ κρουμμίδ..σκόρδου..καμιά ιλιά
-Ε! δε μπορεί και κάτι άλλο θα τρώτε έξω από τα όσπρια.
-Ναι, άμα τραβά ο γρίπος στα Βατερά τρώμι τσι καμιά ατζκανοσμαρίδα! Α! ξέχασα τσι κανένα χαψί απ’ τ’ Σκάλα άμα πιάσουν τα κρυώματα…
-Μπαρμπούνια, λιθρίνια, κεφαλόπουλα . .δεν τρώτε ποτέ;
-Ακστά τάχουμι..
– Και από κρέας, πως τα πάτε?
– Από κρέας δεν έχουμι κανένα παράπουνο. Κάθι Λαμπρή-κάθι Κστούγεννα… Κάθι Κστούγεννα-κάθι Λαμπρή… ποτέ δε μας λειπ..
Σημ. Το πιο σπινθηροβόλο πνεύμα του χωριού μας κατά την εκτίμηση μου. Το χιούμορ, το είχε στο αίμα του- ήταν ο Στρατής Αναστασέλλης- του χωριού, που αν τον ανακάλυπτε ο Παπανικόλας (Τρίβολος) δεν ξέρω που θα έφτανε…
13. Τι μη λεν;
Μια χωριανή μας στα εβδομήντα της γεμάτα, ζούσε μόνη στο γεροντικό της. Ο άντρας της, μακαρίτης από χρόνια. Τα παιδιά ξενιτεύτηκαν. Μα και εδώ να ΄χε μείνει κανένα, σιγά μην την είχε κοντά του. Δε συνηθιζόταν κάτι τέτοιο, προπολεμικά. .Από την υγειά της δεν είχε παράπονα, δεν έπασχε από τίποτα σοβαρό. Το μόνο που την ενοχλούσε τελευταία, ήταν πως ξεχνούσε πολλά πράγματα. Και να δεις έλεγε που τα παλιά τα θυμάμαι με το νι και με το σίγμα, τσι ξιχνώ τα χτισνάμ? Τα ‘περί προϊούσης γεροντικής άνοιας ήταν έννοιες άγνωστες όχι μόνο από τη γενιά της, αλλά και από κείνη των παιδιών της. Με εξαίρεση φυσικά τους λίγους μορφωμένους…
Μια μέρα κει που η κα Πελαγία είχε ξεχαστεί σε αναμνήσεις από τα παλιά ,σκόνταψε σε κάτι που δεν μπορούσε να θυμηθεί :΄το ίδιο το όνομα της!! -΄΄Πως με λένε? Πως με λένε; Απάντηση δεν ερχόταν. Μαθές πως με βάφτισαν..πώς με φώναζε η μάναμ, ο άντρας μου, οι γείτονες ; Πως με φώναζαν στο σκολειό; Αναπαρίστανε νοερά ένα σωρό σκηνές από τη ζωή της, με ανθρώπους που τη φώναζαν (με το όνομα της φυσικά) αλλά τι όνομα χρησιμοποιούσαν…δεν ερχόταν στη μνήμη της. Στο τέλος άρχισε να ανησυχεί σοβαρά. Το βλέπε σαν πολύ κακό σημάδι. Άλλο να ξεχνάς το ένα κι το άλλο κι άλλο το όνομα που ‘χες μια ζωή.¨- Ποια είμαι ‘γω; ¨΄,έλεγε και ξανάλεγε. Ήταν σα να είχε χάσει την ταυτότητα της…Έφτασε απόγευμα-ούτε έκανε φαγητό, ούτε έφαγε- χωρίς να μπορεί να λύσει το( υπαρξιακό της) πρόβλημα . Έχω όνομα ,υπάρχω; Κάποτε βγήκε και έκατσε στο κατώφλι του σπιτιού της, όπως το συνήθιζε, αλλά τώρα με το μυαλό της να είναι κολλημένο στο χαμένο όνομα της. Οι περαστικοί χωριανοί την χαιρετούσαν και αυτή ανταπαντούσε αφηρημένα, μέχρι που κάποτε μια περαστική γειτόνισσα υποψιασμένη ότι κάτι συμβαίνει,τη ρώτησε .- Είσαι καλά Αμερσούδα ;…αυτό ήταν, τα μάγια λύθηκαν.. Αμερσούδα , Αμερσούδα, έλεγε χαρούμενη μπροστά στη γειτόνισσα που απορούσε .
Ως εμένα έφτασε μέσω του μακαρίτη πατέρα μου Νικόλα.
12. Περί καφενέδων
Πρώτες μετεμφυλιακές εκλογές. Η κυβέρνηση Πλαστήρα ανανεώνει τους δημόσιους λειτουργούς. Ο νέος νομάρχης Μυτιλήνης *, περιοδεύει για να γνωρίσει από κοντά τα χωριά της περιφέρειας του. Τυπικό το πέρασμα του από το γραφείο της κοινότητας. Η κανονική συνάντηση θα γινόταν στη Λέσχη ( Ομόνοια), όπως συνηθιζόταν για όλους τους κυβερνητικούς εκπροσώπους που μας επισκεπτόταν (αίθουσα υποδοχής του χωριού). Μόλις μπήκε, πριν καν απαντήσει στα ‘καλώς όρισες’ που ακούστηκαν (χειραψίες δεν έκανε εκείνος) ρίχνει μια περιμετρική ματιά, πάνω από τα κεφάλια, των γύρων του συγκεντρωμένων (ήταν πανύψηλος) και πετάει την πρώτη ερώτησή του- ΄΄Πόσους καφενέδες έχει το χωριό σας;! Οι δικοί μας κοιτάζονται παραξενεμένοι που αρχίζει την ενημέρωση του από τους καφενέδες… Κάποιος πάντως από τους δικούς μας απαντάει καυχησιάρικα ότι έχουμε δώδεκα ! «Ετούτος είναι ο δέκατος τρίτος καφενές…» συμπληρώνει ο νομάρχης Ψυχρολουσία για τους λεσχίτες μας…, για εκείνους τουλάχιστον που δεν είχαν αντιληφθεί ότι η Λέσχη τους είχε απαξιωθεί από κάθε άποψη, την τελευταία δεκαετία ( κατοχή- εμφύλιος).
Είχε ξεπέσει και στη συνείδηση των χωριανών μας γενικά. Χαρακτηριστικό το παρατσούκλι που κόλλησαν τα τελευταία χρόνια σε ‘κείνους που σύχναζαν εκεί ακόμα., ΄΄φασκομλίτις’’, (γεροντάκια που νοιάζονται μόνο για την υγεία τους, μην πίνοντας ποτέ οινοπνευματώδη )
*Ευαγγ. Παραβάντης το όνομα του νομάρχη , από την Πελοπόννησο. Ήταν εισαγγελέας, αλλά τον τραβούσε το αξίωμα του νομάρχη. Ήταν κεντρώος στο φρόνημα, παραιτήθηκε από το εισαγγελικό αξίωμα κι έγινε νομάρχης επί Πλαστήρα. Απολύθηκε επί Παπάγου- δεν μπορούσε να επανέλθει στην πρώην θέση του- έγινε υποχρεωτικά δικηγόρος. Στεγάστηκε στο γραφείο μου για 2 περίπου χρόνια.
11. Κυνηγετική σύνταξη
Ο Στρατής Αναστασέλλης, το σπινθηροβόλο αυτό πνεύμα, διατηρούσε το χόμπι του κυνηγού και σε προχωρημένη ηλικία. Γι’ αυτό επισκεπτόταν το χωριό μας, στην εποχή των ορτυκιών.(Τον φιλοξενούσε ο Αρ. Ταξείδης στο εξοχικό του στα Βατερά).Ένα βράδυ βγήκαν στον Πλάτανο για ένα καφέ και κουβέντα με τους χωριανούς. Στο τραπέζι που κάθισαν έσπευσαν να κάτσουν κι άλλοι χωριανοί, περιμένοντας κάτι ενδιαφέρον και νόστιμο ν’ ακούσουν από τον προπολεμικά ήδη (μέσω ‘Τρίβολου’) πασίγνωστο Στρατή.. Για ν’ αρχίσουν και να δέσουν μια κουβέντα μαζί του άρχισαν με το συνηθισμένο …πως περνούν τα χρόνια… γεράσαμε… κοντεύω τα 70 ο ένας, τα ‘σωσα ο άλλος… εγώ τα πέρασα ο τρίτος….
Ο Στρατής-που βρίσκει άνοστες τέτοιου είδους κοινοτυπίες- στρέφεται στον Αριστείδη και τον ‘ επιτιμά. ‘ –
-΄Τι μ’ έφιρις μες τουτ τσπαλιόγερ;…’’
-Θα χεις κι εσύ τα χρόνια σου, αλλά αφού μπορείς και κυνηγάς ακόμα… του λέει ένας χωριανός μας.
-Αναγκασκά του κάνου… λέει ο Στρατής… για να συμπληρώσου τα χρόνια για την ερμ τη κυνηγητική σύνταξ.
-Τι σύνταξ? ρωτά ο δικός μας, έκπληκτος.
Ο Στρατής κάνει τον πολύ δύσκολο να δίνει εξηγήσεις για πράγματα ‘ πασίγνωστα’…
Εάν είσι τόσα χρόνια κυνηγός με άδεια… ένα πιστοποιητικό απ’ τον πρόεδρο του χωριού… μια αίτηση στου δασαρχείου…
Μια βδομάδα σχεδόν κράτησε η τρεχάλα του δικού μας, που κυνηγούσε τον πρόεδρο για τη βεβαίωση, μέχρι να βρεθεί κάποιος να του πει ,ότι την έπαθε…
10. 25η Μάρτη στην κατοχή
” Καθώς πλησίαζε η 25η Μαρτίου , σκεφτήκαμε πως επιβαλλόταν να τιμήσουμε την Εθνική Γιορτή του Γένους, για να τονώσουμε το εθνικό συναίσθημα των χωριανών μας. Ζυγιστήκαμε και διαπιστώσαμε πως είχαμε τα απαραίτητο θάρρος και δύναμη να το κάνουμε ( χωρίς να ενημερώσουμε την ηγεσία του ΕΑΜ , η οποία πιστεύαμε ότι θα μας απέτρεπε , λόγω του κινδύνου να μας χτυπήσουν οι Γερμανοί ).
Μόλις παραμονιάτικα φτιάξαμε το σχέδιο της εκδήλωσης και στείλαμε μήνυμα ( το βράδυ πια ), σ’ όλους τους Επονίτες μας να δώσουν το παρόν: Συγκέντρωση στις 10 το πρωί στο Ηρώο , εκφώνηση λόγου κι ενός – αντιστασιακού περιεχομένου- ποιήματος , κατάθεση στεφανιού, ενός λεπτού σιγή, Εθνικός Ύμνος…
Όλα έγιναν όπως προγραμματίστηκαν, με συμμετοχή νεολαίων που ξεπερνούσε τις προσδοκίες μας. Προσθέσαμε και δύο αυθόρμητα ‘Ζήτω’: για την Ελλάδα και την Εθνική Αντίσταση! Με το τέλος της εκδήλωσης, επιστρέψαμε εν σώματι στο χωριό, τραγουδώντας το ‘Μαύρη είν΄ η νύχτα στα βουνά’, εναλλασσόμενο με τον Εθνικό Ύμνο, καθώς δεν είχαμε μάθει ακόμα τραγούδια του νέου ξεσηκωμού ( Αντιστασιακά – Αντάρτικα ).”
ΥΓ. Εκ των υστέρων αποδείχτηκε ότι η ηγεσία της οργάνωση μας, είχε δίκιο να πιστεύει ότι ήταν επικίνδυνη μια τέτοια πατριωτική εκδήλωση : Οι Γερμανοί χτύπησαν με καθυστέρηση κάποιων ημερών τις παρόμοιες αλλά μεγαλύτερης εμβέλειας εκδηλώσεις στην Καλλονή και περισσότερο στην Αγιάσο όπου χύθηκε αρκετό αίμα.
Δεν υπακούσαμε ούτε στις μετά την εκδήλωση, ρητές εντολές του τοπ. συμβουλίου του ΕΑΜ , σύμφωνα με τις οποίες δεν έπρεπε να κάνουμε συγκεντρώσεις των ομάδων επί ένα μήνα, εγώ δε ( γραμματέας της ΕΠΟΝ ) και ο Κ. Σαμούχος που εκφώνησε το λόγο, να μην κοιμόμαστε στα σπίτια μας.
9. Από το ημερολόγιο μου
Μπαίνοντας ο Μάης του ’43 , δεν ήμαστε ακόμα πολυάριθμοι, όμως αποδειχθήκαμε ικανοί ν’ αντιμετωπίσουμε επιτυχώς ένα μείζον πρόβλημα που προέκυψε αναπάντεχα: Να προστατέψουμε τους νέους μας ( 20-24 ετών) , απ’ τα Γερμανικά Στρατόπεδα Εργασίας , όπου επιχειρούσαν να τους οδηγήσουν, σ’ εφαρμογή του Διατάγματος περί ‘Πολιτικής Επιστράτευσης’, που είχε κηρύξει η Κυβέρνηση Κουίσλιγκς των Αθηνών.
…. Επινοήσαμε και οργανώσαμε σύστημα έγκαιρου συναγερμού, ώστε να εξαφανιζόμαστε στις γύρω εξοχές, ( όλοι οι ‘επιστρατευτέοι’), μόλις το σχετικό για την επιχείρηση βίαιης επιστράτευσης μικτό, ( γερμανοί- χωροφύλακες), απόσπασμα, πλησίαζε το χωριό: Από ένα λόφο 1,5 περ. χιλιόμετρο μακριά , (το ‘Φτερό ), η εναλλασσόμενη διπλοσκοπιά μας, έδινε σήμα κινδύνου στο καμπαναριό της Εκκλησιάς, με χρήση καθρέπτη που αντανακλούσε τις ακτίνες του ήλιου, προς την κατεύθυνση του !
Ακολουθούσαν τρεις χτύποι της καμπάνας απ’ τη δεύτερη σκοπιά μας , που βρισκόταν στο καμπαναριό… Αποτελεσματικότητα 100%.*
Κανέναν δεν πέτυχαν να βρουν κι επιστρατεύσουν απ΄ το χωριό μας , παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες…( Είχαμε προβλέψει και σύστημα με άναμμα φωτιάς , για την περίπτωση νυχτερινής εφόδου, αλλά δεν υπήρξε ευκαιρία χρησιμοποίησής του, ώστε να είχαμε απόδειξη της αποτελεσματικότητάς του).
Από ‘Ημερολόγιο Κατοχής’ σελ.14.
*Δέστε ‘Η Λεσβιακή Αντίσταση’ Κεμερλή- Πολυχρονιάδη, σελ.179-180,
όπου καταχωρείται το επίτευγμά μας αυτό, μοναδικό σ’ όλη τη Λέσβο.
8. Περί μπακαλιάρου
1949(;) και ο δεύτερος εθνικός διχασμός στο κατακόρυφό του, μαζί και ο πιο ακραίος φανατισμός. Ο χωριανός μας Κ.Ν. ‘εθνικόφρων’ όσο δεν παίρνει άλλο, βγαίνει για ψώνια σε μπακάλικο, του ομόφρονά του βεβαίως Ν.Μ. ( Το :Ου συγχρώνται Ιουδαίοι-Σαμαρείτες: ίσχυε στο απόλυτο- χωριστά ήταν και τα καφενεία ακόμη). Τα προσφερόμενα είδη μπακαλικής, πολύ περιορισμένα Όμως ο πελάτης μας βλέπει για πρώτη φορά πως υπάρχει σήμερα και μπακαλιάρος εξαιρετικής μάλιστα ποιότητας, πράγμα για το οποίο εκφράζει το θαυμασμό του και βέβαια ζητάει ν’ αγοράσει από το φίλο μπακάλη, μισή ‘πλάκα’. Όσο ο μπακάλης ασχολείται με το κόψιμο, ζύγισμα και τύλιγμα του ποιοτικού μπακαλιάρου, ο αγοραστής δεν παύει να του πλέκει εγκώμια. Όταν κάποτε τον παραλαμβάνει, τον πληρώνει και κάνει να φύγει, ο φίλος μπακάλης τον ρωτά γιατί εκφράζει τόσο θαυμασμό για την ποιότητα του μπακαλιάρου αφού πρέπει να θυμάται από προπολεμικά ότι ο ρωσικός μπακαλιάρος ξεχώριζε σαφώς από το νορβηγικό και κάθε άλλον. .Εκρήγνυται ο αγοραστής -Τιιιιιιιι;! Ρώσικος και δε μου το λες; του φωνάζει ενώ κοκκινίζει το πρόσωπο και το φαλακρό του κεφάλι μαζί, πετώντας το δέμα στον πάγκο! – Συγνώμη, του λέει ο φίλος μπακάλης, δεν θα στο έλεγα καθόλου, θα σ’ άφηνα να τον φας, να τον ευχαριστηθείς και να ξαναπάρεις …αλλά μόλις τώρα σκέφτηκα, πως αν το μάθαινες αργότερα πως είχες δηλητηριαστεί με το κόκκινο μικρόβιο… δεν ξέρω τι θα τραβούσα ….τι κατάρες θ’ άκουγα!
7. Ποιος έχει δίκιο…
Η γυναίκα του Χότζα σεβόταν πολύ τον άντρα της και το λειτούργημα του να απονέμει δικαιοσύνη μεταξύ των πιστών που κατέφευγαν σ’ αυτόν, για λύση των διαφορών τους. Μπαίνοντας-βγαίνοντας για να τρατάρει η γυναίκα του, συνέβαινε να ακούει τα λεγόμενα των διαδίκων αλλά και την ετυμηγορία του Χότζα την οποία και όταν ακόμα δεν την έβρισκε ως την καλύτερη δυνατή, δεν έλεγε τίποτα, πιστεύοντας ότι αυτό πρέπει να είναι το σωστό και το σύμφωνο με τη θεία φώτιση . Μια μέρα όμως συνέβη κάτι που δεν μπορούσε να το χωνέψει με τίποτε.
-’Χότζα μου’ του λέει ‘ξέρεις πόσο σεβασμό έχω για σένα και την κρίση σου, αλλά αυτό που άκουσα σήμερα να λες, στους δυο χωριανούς που έχουν εκείνη την κτηματική διαφορά, δεν μπορεί με τίποτε να είναι σωστό. .Είπες στον πρώτο πως είχε δίκιο και στον δεύτερο πως κι εκείνος είχε δίκιο!
Ε! αυτό δε γίνεται με τίποτα!…
Ο Χότζας σκέφτεται λίγο …κ α ι σ υ δ ί κ ι ο έ χ ε ι ς ! της απαντά τότε..
6. Δημητρός ο Αλεπός
Ήταν πολύ κοντινός γείτονας μας. Ζούσε με την ανύπαντρη αδελφή του (αλεπούδαινα) σ ένα παλιό μικρό σπίτι που είχε μείνει ατελείωτο, χωρίς δάπεδο και μισό πάτωμα. Φτώχεια …Δημοτικές εκλογές του ‘28 .Δυο τα αντίπαλα ψηφοδέλτια, το ένα του γιατρού Νικολαΐδη και το άλλο του Ζερβού. Το κυνηγητό των ψήφων ανελέητο, βέβαια. Ο Αλεπός είχε πρόβλημα σε ποιον θα έδινε την ψήφο του. Με το γιατρό ήθελε να τα ‘χει καλά, ήταν και γείτονας εξάλλου. Με το Ζερβό είχε συγγενικό δεσμό. Και οι δυο θα του ζητούσαν την ψήφο του, φορτικά. Ο γιατρός ,του μίλησε την παραμονή το βράδυ, για να ναι ο τελευταίος. Το και το Δημητρό, ξέρεις ότι είναι εκλογές αύριο, θέλω την ψήφο σου. Μετά χαράς λέει εκείνος, ένα γιατρό τον έχουμε, να μην τον τιμήσουμε? Πάρε τότε το ψηφοδέλτιο τούτο και ρίξ’ το στην κάλπη. ,Ναι, λέει εκείνος αλλά να μου δώσεις ακόμα ένα. Ο γιατρός του εξηγεί ότι το δεύτερο δεν χρειάζεται, ο Αλεπός όμως επιμένει λέγοντας ‘Ξέρω εγώ.’
Πρωί της μέρας των εκλογών και ο Αλεπός ξεκινά νωρίς για το εκλογικό τμήμα .Στην πρώτη γωνία ,συναντά το Ζερβό, ο οποίος αμέσως του δίνει το ψηφοδέλτιο του. Δεν αρκείται όμως μόνο σ’ αυτό. Ζητά επιτακτικά να του δώσει πίσω το ψηφοδέλτιο του γιατρού, δείχνοντας σίγουρος ότι έχει πάρει τέτοιο ψηφοδέλτιο. -Όχι ,όχι ,λέει ο Αλεπός ,δεν πήρα ψηφοδέλτιο του γιατρού. Ο Ζερβός δείχνει σίγουρος για το αντίθετο και ετοιμάζεται να τον ψάξει.- Δεν έχω ,δεν έχω, κάνει φοβισμένα ο Αλεπός, βάζοντας και τις δυο παλάμες του πάνω στο ζωνάρι του, σαν για να φυλάξει κάτι. Ο Ζ. σιγουρεύται για τις υποψίες του, του λύνει το ζωνάρι και βρίσκει το αντίπαλο ψηφοδέλτιο, γελώντας θριαμβευτικά για το κατόρθωμά του, ενώ είχε χάσει. Το δεύτερο ψηφοδέλτιο ήταν φυλαγμένο στο κασκέτο του Αλεπού…
5. “Περί λόγου”… ο λόγος
Η οργανωμένη στην ΕΠΟΝ νεολαία, στην κατοχή, ήταν χωρισμένη σε ομάδες με επικεφαλής έναν γραμματέα. Σε κάθε συνεδρίαση, ο γραμματέας έθετε τα προς συζήτηση θέματα, πάνω στα οποία ο καθένας που το ήθελε, έπαιρνε το λόγο και ομιλούσε για ορισμένα λεπτά. Στο τέλος, ο γραμματέας συνόψιζε τις απόψεις και παίρνονταν ,οι σχετικές αποφάσεις. Το πράγμα στη θεωρία ήταν εύκολο ,όχι όμως και στην πράξη, καθώς οι χωριανοί μας εκείνης της εποχής, δε γνώριζαν άλλες συζητήσεις από τις θορυβώδικες εκείνων των καφενείων, που δεν κατέληγαν πουθενά. Στη συγκέντρωση μιας ομάδας της ΕΠΟΝ με επικεφαλής τον Γιώργο Καλαϊτζή, κάπου στη Τζίβα, τα υπό συζήτηση θέματα ήταν παραπάνω ‘ζεστά’.
Πολλοί ζήτησαν το λόγο και κάποιοι δεν έλεγαν να τελειώσουν, ενώ οι υπόλοιποι διαμαρτυρόταν γι αυτό και γινόταν αλαλούμ. Ο γραμματέας (Γ.Κ) αισθάνθηκε να χάνει τον έλεγχο, σηκώθηκε όρθιος, ύψωσε τη φωνή και είπε τούτο το αμίμητο μαργαριτάρι:{΄Εχω το λόγο…αφαιρώ το λόγο…παίρνω το λόγο και λέγω το λόγο…!}
Σημ.:΄ Την ιστορία διέσωσε ο αυτόπτης και αυτήκοος μακαρίτης φίλος και συγγενής Παν.Σιγιώργης
4. Μιχαλιός κατά Μικέ
Ξέχωρος τύπος ο Μιχαλιός.( το επίθετό του δεν το μάθαμε ποτέ) Ήρθε πρόσφυγας κατά το διωγμό, χωρίς οικογένεια. Τα δυο απαραίτητα για την επιβίωση του, δουλειά, στέγη και ένδυση τα βρήκε μια κι έξω αφού εντάχθηκε σε μια οικογένεια. Μιλούσε καθαρά ελληνικά (όχι την ντοπιολαλιά), γινόταν παιδί με τα παιδιά και δεν δίσταζε να λέει την αλήθεια έναντι όλων, ίσια και ντόμπρα. Καθώς του άρεσε να ακούει και να μαθαίνει, στο καφενείο έστηνε αυτί, άκουγε και τύπωνε… Παραμυθάς ο ίδιος, ήθελε να ακούει ιστορίες και παραμύθια και από άλλους. Όταν έμαθε ότι στον Παράδεισο συχνάζει ένας που διηγιόταν αληθινές ιστορίες με περιπέτειες του, βρήκε τρόπο να πάει να τον ακούσει, έστω για μια φορά.
-Με συγχωρείτε κύριε Μικέ μου, (λέει μόλις τέλειωσε την πρώτη ιστορία του κι άρχιζε απνευστί τη δεύτερη) τα τελευταία που μας είπες, δεν τα κατάλαβα καλά… Όταν είχε βάλει νερά το καΐκι σας και κόντευε να βουλιάξει από τη μεγάλη φουρτούνα, εσύ παλικαράκι ακόμα πήδηξες μέσα στ’ αμπάρι κι από κει άρπαζες τα σακιά με την άμμο (έρμα) και τα πετούσες πάνω από την κουπαστή απ’ ευθείας στη θάλασσα?… Ε λοιπόν αυτό εγώ δεν το πιστεύω! Εσύ λέεεγε τα !Λέγε τα για τα παιδάκια…! Εγώ πάντως δεν τα πιστεύω}Πονηρά κρυφοχαμόγελα στην ομήγυρη που αρχίζει να διαλύεται και ένα δήθεν χαμόγελο από το Μικέ που βέβαια δεν συνεχίζει για κείνη τη μέρα τουλάχιστον..
3. Μικές Χάνδρας
Ιδιόμορφη προσωπικότητα. Από τη Χίο η οικογένεια του- ναυτικός μια ζωή ο πατέρας- από μικρός κοντά του και ο ιδιος. Με ένα αρκετά μεγάλο πλεούμενο έκαναν μεταφορές εμπορευμάτων (συχνά και λαθραίων) από Μαρμαρά και Θράκη μέχρι Δωδεκάνησα.
Κάποτε ¨ εξόκειλε¨, παντρεύτηκε Βρισαγώτισσα και ξέμεινε εδώ. Παιδιά δεν απέκτησε, υιοθέτησε όμως ένα κορίτσι.
Στις αρχές της δεκαετίας του 30 μπλέχτηκε σε μια από τις συχνές συγκρούσεις αντιζήλων ομάδων λαθρέμπορων. Κατηγορήθηκε για το φόνο ενός και έκανε κάμποσα χρόνια φυλακή. Προσωπικά τον γνώρισα το καλοκαίρι του 40, απόμαχο πια.
Μόνο το παλιό του μεράκι –το κυνήγι- το συνέχιζε σε περιορισμένη κλίμακα λόγω ηλικίας, αλλά με αξιοθαύμαστη επιτυχία. Δεν έβγαινε ποτέ τα πρωινά, όπως οι άλλοι κυνηγοί, μια βόλτα μόνο έκανε το απόγευμα σε Ακλησίδι προς Πλατιάρα και σχεδόν αποκλειόταν να γυρίσει με άδειο τράβα, ακόμα και όταν οι καλύτεροι κυνηγοί μας δεν είχαν χτυπήσει φτερό*. Μόνος-για να μην του κλέψουν την τέχνη- έλεγαν οι χωριανοί.
Τα απομεσήμερα ακουμπισμένος σε μια από τις δυο ακακίες του Παράδεισου-από τη σκιερή πλευρά- άρχιζε να λέει ιστορίες, μόλις συγκέντρωνε 4-5 ακροατές. Όλες για ναυτικές περιπέτειες-εκείνος, ο πατέρας του, οι τρικυμιές, τα παρ’ ολίγον ναυάγια …Μόλις όμως τέλειωνε μια ιστορία του, για να μη σκορπίσει το μικρό του ακροατήριο, ξανάρχιζε μια καινούργια με την καθιερωμένη φράση που όλοι πια ξέραμε «άλλη μια φορά που λες, είμαστε με τον πάτερα μου…»
*Ο πατέρας μου έλεγε πως ο Χάνδρας είχε πάρει την τέχνη από τον πάτερα του και παππού μου Κωνσταντή, κοντά στον οποίο θήτευσε. Η πληροφορία αυτή επιβεβαιωνόταν έμμεσα από τον μακαρίτη Χάνδρα ,αφού συχνά όταν με ‘βλεπε μου έλεγε ¨Ο παππούς σου ήταν μεγάλος κυνηγός-ο μεγαλύτερος της Ανατολής-έλεγαν. Λεξη όμως για το ότι θήτευσε κοντά του.
2. Υπάρχουν και χειρότερα…
Ιστορίες από τα παλιά, ήταν ο μόνος τρόπος να περνάν την ώρα τους, στα καφενεία, οι άντρες, στα χωριά μας.
Περιζήτητοι ήταν τότε ,εκείνοι που είχαν το χάρισμα να διηγούνται ιστορίες και παραμύθια.
Ένας από το Βούρκο, είχε μεγάλη αδυναμία στο να κάθεται κοντά σε παρέες, όπου λέγονταν ιστορίες… Είμαστε στη δεκαετία του 20 και 30, όπου οι ιστορίες που κυριαρχούσαν, ήταν κυρίως , για την καταστροφή της Μικρασίας, που βέβαια ήταν πικρές κατά κανόνα και τραγικές, με αποτέλεσμα στο τέλος οι ακροατές να είναι στεναχωρημένοι.
Ο Βουρτσιανός όμως ακροατής που προαναφέραμε, δεν έδειχνε στεναχώρια, αλλά μάλλον αδιαφορία για την τραγική έκβαση των ιστοριών. Πρόσθετε πάντα « μη χειρότερα, να λέτε»
Κάποιοι συχνά δεν τον άντεχαν και τον ρωτούσαν «Μα τι χειρότερα μπορούσε να γίνει βρε άνθρωπε?»
Ήρεμος πάντα αυτός, απαντούσε «Υπάρχουν και χειρότερα»
Κάποτε ένας δικός μας, αγανάκτησε περισσότερο με το μονότονο αυτό επιμύθιο του Βουρτσιανού και τον πίεσε απειλητικά, εδώ και τώρα να πει « τι χειρότερο μπορούσε να συμβεί».
Οπότε εκείνος αναγκασμένος πια, αρχίζει μια ιστορία {«Νάσαι στο Βούρκο, να ‘ναι χειμώνας, να βρεχ’ μι του σουτζίμ κι να γεννάει η γυναίκας, να ‘ναι πρωτόγεν κι του μουρό να κατεβαίν ανάπουδα, η μαμμή να σκων τα χέριατς τσι να μην εχς κανένα να σι προυμηθέψ, τι μπορείς να κανς, τσι η πιθιράς να χύνεται καταπάνους τσι να τσιρίζ ‘τα μάτιας θα σι βγάλου καημένι μι τα νύχιαμ αν παθ κατ η κόρημ…’
Κανείς δεν ήξερε πότε θα τέλειωνε η απαρίθμηση των δεινών του Βουρτσιανού και της επίτοκου γυναίκας του, αν κάποιος από την παρέα δεν έσπευδε να του πει «Σκάσε δίκιο έχεις, υπάρχουν πάντα και χειρότερα.»
1. Κι του ’θελα γω τα αρκυτς (22/1/2013)
Προπολεμικά ένας πραματευτής από το Πλωμάρι, ερχόταν τακτικά στο χωριό, γύριζε στις γειτονιές και πουλούσε τις μικροπραμάτειές του, με το περίπου μόνο νόμισμα, που είχαν διαθέσιμο οι νοικοκυρές του χωριού μας΄΄τα αυγα΄΄ για τα οποία είχε φροντίσει, να έχει και ένα καλάθι, για να τα βάζει μέσα.
Στην επιστροφή κρατούσε από τη μια το πανέρι με τις πραμάτειες, και απ την άλλη το καλάθι με τα αυγά, τα οποία μεταπουλούσε στο Πλωμάρι.
(Πεζός) πήγαινε-έλα σε μια τόσο μεγάλη απόσταση, με τόσο ανώμαλο δρόμο (μονοπάτια στο μεγαλύτερο μέρος τους) για πόσο κέρδος?
Μια μέρα, κατά την επιστροφή του, τέλος φθινοπώρου και της εποχής των ορτυκιών, βλεπει ένα κάτω, σε μικρή απόσταση.Δύσκολο να δεις ορτύκι σ΄ ακινησία.Δεν άντεξε στον πειρασμό. Ακούμπησε , καλάθι και πανέρι,Εβγαλε βιαστικά το σακάκι του για να το ρίξει πάνω στο ορτύκι.Στην κίνηση του αυτή ρίχνει κάτω το καλάθι με τα΄αυγά που βέβαια γίνονται ομελέτα.
Χρόνια οι χωριανοί μας, διασκέδαζαν με το ανέκδοτ勤Κι του θελα γω τα αρκυτς τσε χασα ντκαλαθίδα μι τα αυγα!’που ο παθών την επαναλάμβανε όσες φορές κάποιος του έριχνε τη σχετική σπόντα…
Σημ. Τώρα μόλις ένα αιώνα περίπου μετά, έμαθα ότι το πάθημα του Πλωμαρίτη γυρολόγου συνέβη στο δρόμο που ενώνει το Μεσότοπο με την παραλία του!
ΑΜ ΤΙ ΤΟΥΘΙΛΑ ΤΩ Τ ΑΡΤΥΤΣ ….
to peristatiko ayto to ana8erei o ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΕΛΕΚΑΣ sto biblio toy sel 51 , antilaloi ap ti zwi tou xwriou mou brisas lesbou kai to daskaliki mou sto sxoleio kallonis einai apo oti ksero to deytero toy biblio pou egrapse .
ΓΩ (ΕΙΝΑΙ )
blepo pantos oti to parapano sxolio perase aorato
siopi ton amnon…………….