Η Βιβλιοθήκη του χωριού μας συλλέγει πληροφορίες και φωτογραφικό υλικό από τους χωριανούς μετανάστες του 19ου και 20ου αιώνα με σκοπό, όποτε πραγματοποιηθούν τα εγκαίνια του σπιτιού των αδελφών Νικέλλη – του οποίου η επισκευή προχωρά- να στήσει μια έκθεση αφιερωμένη σ’ αυτούς, των οποίων η συμβολή στην πρόοδο και ανάπτυξη του χωριού μας ήταν και είναι πολύ σημαντική.
Αν τελικά το υλικό που θα συγκεντρωθεί είναι, όπως ήδη φαίνεται, αρκετά ενδιαφέρον και δεν “χωρεί” σε μια έκθεση θα αξιοποιηθεί και με διαφορετικό τρόπο.
Ήδη το υλικό συγκεντρώνεται και παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον. Είχαμε αναφέρει -σε προηγούμενη ανάρτησή μας-ότι οι αιτίες της μετανάστευσης ήταν ποικίλες. Από το υλικό που συγκεντρώνεται προκύπτει ότι δυο άτομα μπορεί να μετανάστευσαν στην ίδια χώρα, για την ίδια αιτία, αλλά το εγχείρημα του καθενός είχε πολύ διαφορετική δυσκολία.
Ως προδημοσίευση στην προσπάθειά μας παραθέτουμε δυο αποσπάσματα που επιβεβαιώνουν τα παραπάνω.
Απόστολος Παράκοιλας
Γεννήθηκα στο χωριό μας, τη Βρίσα, το 1930. Όταν μεγάλωσα και έπρεπε να πάρω τη ζωή στα χέρια μου, η ζωή ήταν δύσκολη. Η φτώχεια μεγάλη.
Μια μέρα έμαθα ότι η Μητρόπολη είχε μια επιτροπή που εξέταζε αιτήσεις όσων ήθελαν να μεταναστεύσουν στην Αυστραλία. Πήγα και εγώ και για να μην τα πολυλογώ με επέλεξαν και μένα. Στη συνέχεια κάναμε 8 μήνες μαθήματα να μάθουμε τη γλώσσα. Μια μέρα, τα 1960, μας λένε «φεύγετε». Φύγαμε αεροπορικώς και φτάσαμε τελικά στη Μελβούρνη. Εκεί μας πήραν αμέσως στη δουλειά.
Δημήτρης (Τζίμυ) Κουνής (από διήγηση της αδελφής του Σοφίας)
Με τη βοήθεια του αδελφού του Πάνου βρήκε δουλειά σε καράβι. Έφυγε αεροπορικώς στο Κάιρο κι από κει στην Αλεξάνδρεια μαζί με άλλους πέντε Έλληνες. Μπάρκαραν στο καράβι «Ελευθερούπολις» με προορισμό την Περσία για να φορτώσουν ακάθαρτο πετρέλαιο. Μετά τη φόρτωση συνέχισαν για την Κίνα. Εξαιτίας όμως μεγάλης θαλασσοταραχής στην πορεία για την Κίνα άλλαξαν οι εντολές και κατευθύνθηκαν στην Αυστραλία.
Ο Δημήτρης σ’ όλο το ταξίδι υπέφερε από τις αναθυμιάσεις και τη μυρουδιά του πετρελαίου και κατάλαβε ότι αυτό δεν μπορούσε να κρατήσει για πολύ. Όταν έφτασαν στην Αυστραλία ο καπετάνιος τους έδωσε πέντε λίρες Αγγλίας για την έξοδό τους. Ο σιτιστής του πλοίου, που τον έβλεπε πόσο υπέφερε σ’ όλο το ταξίδι, τον συμβούλεψε να μην ξαναμπεί το καράβι και να πάει στο Greek club στην Μελβούρνη, στις 6 Ιουνίου του 1960. Έτσι κι έγινε. Από τις πέντε λίρες τις τέσσερις τις έδωσε στο ταξί για να τον πάει στο club. Το πρώτο βράδυ κοιμήθηκε εκεί. Την επόμενη μέρα συνάντησε τυχαία ακόμα έναν από το πλήρωμα του καραβιού, που το είχε σκάσει και αυτός. Για δεκαεφτά μέρες κοιμόντουσαν σ’ ένα πάρκο, κάτω από ένα στέγαστρο, τρώγοντας γρασίδι και πορτοκάλια, που έκλεβαν. Ένα βράδυ άκουσαν έναν περαστικό να τραγουδά το «Σαν πας στην Καλαμάτα». Τι χαρά! Τι ελπίδα! Έτρεξαν κι έπεσαν μπροστά του στα γόνατα λέγοντας «πεινάμε». Τους πήρε στο σπίτι, τους φιλοξένησε για 6-7 μήνες, όπου έμειναν με το φόβο γιατί δεν είχαν χαρτιά, τους βρήκε δουλειά και τους βοήθησε να βγάλουν χαρτιά.