ΒΑΡΒΑΡΑ ΣΚΙΑ.
Στην εκδήλωση που είχαμε κάνει, σε μια Συνέλευση του Συλλόγου της Αθήνας, για να τιμήσουμε την συλλογική και πνευματική προσφορά της Βαρβάρας, την είχα αποκαλέσει ως τον « ΘΕΟΦΙΛΟ της λαϊκής διηγηματογραφίας του χωριού μας».
Στην αρχή, μάλλον, παραξενεύτηκε που την παρομοίωσα με τον αλαφροϊσκιωτο ζωγράφο και τον «αχμάκη»- όπως τον αποκαλούσαν οι συντοπίτες του-που στόλιζε με τις απλοϊκές ζωγραφιές του τους τοίχους των καφενέδων και τις « τάβλες», για μια φούχτα ελιές κι ένα κομμάτι ψωμί∙ όμως, με το κοφτερό μυαλό που την διέκρινε, γρήγορα, κατάλαβε πόσο σπουδαίος ήταν ο «φουστανελάς» ζωγράφος που ιστορούσε, με τις αυτοσχέδιες μπογιές του, τις παλιές και τωρινές «δόξες» της Λέσβου και της απέραντης-στον χώρο και τον χρόνο- ελληνικής πατρίδας: με τους άθλους των μυθικών ηρώων και τα ανδραγαθήματα των αγωνιστών του 21, την αγιοσύνη των ανθρώπων του καθημερινού μόχθου και τις ασύγκριτες ομορφιές της ελληνικής φύσης. Από, τότε, η Βαρβάρα έλεγε και επαναλάμβανε « ακούς να με πει Θεόφιλο» και όσο ζούσε, νομίζω πως ήταν περήφανη- όσο κι εμείς- που η λαϊκή ζωγραφική του Θεόφιλου συναντούσε και συμπορευόταν με την λαϊκή διηγηματογραφία της Βρισαγώτισσας Βαρβάρας, που ζωγράφιζε με τον λόγο τα κατορθώματα των ηρώων του γενέθλιου τόπου της, των γενναίων ξωμάχων, που φύτευσαν τους απέραντους ελαιώνες κι έζωσαν τις πλαγιές των βουνών με τα πέτρινα πεζούλια, που στόλισαν τα σπίτια τους με τα σκαλιστά της πέτρας και τα πηγάδια του χωριού με τα πέτρινα «βραχιόλια».
Σο νησί μας η λαϊκή παράδοση αποτέλεσε την πηγή έμπνευσης, εκτός από τον Θεόφιλο, και για πολλούς άλλους, αυτοδίδακτους δημιουργούς: λαϊκούς ζωγράφους, αγγειοπλάστες- κεραμιστές, πετροπελεκητάδες και ξυλογλύπτες, μουσικούς, σατιρικούς ποιητές και διηγηματογράφους που ανέδειξαν με την πηγαία έμπνευσή τους την ομορφιά και την ελληνικότητα της λαϊκής μας παράδοσης.
Η Βαρβάρα Σκιά, που έφυγε, προχθές, πλήρης ημερών, στο πέρασμά της από την ζωή, μας άφησε, με το χάρισμα, που την προίκισε η Φύση, ένα ζωηρό πνευματικό αποτύπωμα.
Με την μακρόχρονη και συνεχή παρουσία της, επί 40 χρόνια, στο περιοδικό ΑΝΤΙΛΑΛΟΣ της ΒΡΙΣΑΣ, με τα κείμενά της, τα οποία συγκεντρώθηκαν σε ένα βιβλίο ( με την φροντίδα της μονάκριβης θυγατέρας της και αγαπητής μας φίλης Κατερίνας) και το οποίο δημοσιεύτηκε με τον ευρηματικό τίτλο « Όταν δεν είχαν ρολόγια», μας γυρίζει πίσω στον χρόνο, σε μια εποχή, όπου οι «πρωτινοί» Βρισαγώτες ζούσαν μετρώντας τον χρόνο με το… «ηλιακό ρολόι», όταν η μέρα τους άρχιζε με το χάραμα και τέλειωνε « περί λύχνων αφάς»( όταν ανάβαν τα λυχνάρια).
Οι άνθρωποι στα χρόνια «που δεν είχαν ρολόγια», αγνοί κι αθώοι, μέσα στην απλότητά τους, σε απόλυτη σύμπνοια και σεβασμό προς την φύση, χαίρονταν την ομορφιά της και φρόντιζαν σαν να ήτανε παιδιά τους τα λιόδεντρα και τα καματερά που είχαν στην δούλεψή τους∙ και στην δύσκολη μάχη της ζωής, μοιράζονταν, συντροφικά, την κούραση ξεχνώντας την φτώχια, «πότε, πότε με το τραγούδι και κανένα χωρατό»∙ «τραγουδούσαν την θάλασσα, όταν έπιναν πολύ ρακί κι έρχονταν στα μεράκια τους: θάλασσά μου, θάλασσά μου, συ γροικάς τα βάσανά μου»!
Και είναι, κάποιες φορές, που οι διηγήσεις τής Βαρβάρας μοιάζουν με ποιήματα, όταν μιλά για την «την πίσω αυλή του πατρικού σπιτιού της»: «Θε μου, ας γινότανε, όλα να ξαναρχότανε, ένα πρωί, στην πίσω αυλή του σπιτιού μας»!
Ακόμα και τα παραθύρια του χωριού «δίφυλλα, μακρόστενα, χρωματιστά, παράθυρα αγαπημένα», στα κείμενα της Βαρβάρας, μιλάν για τις κρυφές αγάπες και θυμούνται, όταν, μεσάνυχτα, μισάνοιγαν ν΄ ακούσουν την καντάδα «στο παραθύρι που ακουμπάς ξερά είναι τα ξύλα και από την ομορφάδα σου ανθούν και βγάζουν φύλλα».
Και δυο αράδες σε μια «Κάρτα από την Αμερική», μας θυμίζουν τα πονεμένα τραγούδια της ξενιτειάς: « αδερφέ μου, είσαι εις την γλυκιά μας πατρίδα και δεν γνωρίζεις τα βάσανα και τι αχ και βαχ, σέρνει ο Ελληνισμός εις αυτήν την άγρια πατρίδα»!
Αποχαιρετάμε την αγαπημένη μας Βαρβάρα με ένα από τα «ποιητικότερα» κείμενά της, από την εποχή που οι άνθρωποι, στον γενέθλιο τόπο μας, δεν είχαν ρολόγια, αλλά ήξεραν πόσο γρήγορα τρέχει ο χρόνος και πόσο σύντομη είναι η ζωή∙ γι΄ αυτό και, πότε πότε, έφερναν τα « παιχνίδια», στον Πλάτανο, την κομπανία του Λιναρδή και του Μπαλάκου, από το Ακράσι, και με την μουσική, τον χορό και το τραγούδι ξεχνούσαν τις πίκρες και τα βάσανα∙ ο χρόνος γύριζε πίσω και η ζωή άρχιζε, ξανά, από την αρχή:
« ποταμέ, τζάνεμ ποταμέ,
Πάρε με στα κύματά σου,
στα στριφογυρίσματά σου,
ποταμέ, τζάνεμ ποταμέ,
στα κύματά σου,
στα στριφογυρίσματά σου,
να΄ ρχονται ξανθιές να πλένουν,
μαυρομάτες να λευκαίνουν».
«Σφυρίζαν τα τρομπόνια, χτυπούσαν τα ξυλάκια, στο σαντούρι. Ο Λιναρδής με το κλαρίνο και ο Μπαλάκος με την πασαβιόλα και το βιολί έβαζαν όλη την τέχνη τους να κρατήσουν το γλέντι. Το Γιωργέλι, το καλύτερο σαντούρι, όταν μερακλωνόταν, έβαζε το πόδι του, στην διπλανή καρέκλα, έγερνε το κορμί, λίγο μπροστά, κι άρχιζε να χτυπά τα τέλια. Η πενιά καθαρή και περίτεχνη, στα καντίνια ∙ γινόταν νταντέλα πλουμιστή κι όλη η κομπανία στα μεγάλα της τα κέφια.
Και τότε, εχ, βάσανα!
Έτρεχε το ούζο, ανάβαν τα κεφάλια, δυνάμωνε ο χορός, οι άντρες έβγαζαν τα σακάκια, ανασκούμπωναν τα μανίκια, το χρήμα έπεφτε στο σαντούρι και οι ώρες κυλούσαν, ώσπου τους έβρισκε το πρωί»!