Επέτειος τεσσάρων χρόνων από το σεισμό. Αφιερωμένο στους ηλικιωμένους του άτυχου χωριού μας.
ΚΑΛΑ, ΕΣΥ ΕΦΥΓΕΣ ΝΩΡΙΣ.
Σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, ακουμπισμένος σε μια γωνιά ενός μικρού τραπεζιού με βλέμμα θολό, το στόμα μηχανικά να ανοιγοκλείνει χωρίς ψίθυρο, κρατάς στα τρεμάμενά σου χέρια μια παλιά φωτογραφία. Ασπρόμαυρη και λίγο τσαλακωμένη. Σε ένα χάρτινο κουτί από παπούτσια τη βρήκες. Σήμερα το ανακάλυψες ψάχνοντας μέσα στα λίγα πράγματα που σώθηκαν από το σεισμό. Σήμερα που μετά από καιρό βρήκες επιτέλους το κουράγιο να τα κοιτάξεις. Σε ένα βιβλίο ήταν, λες και χρησίμευε για σελιδοδείκτης. Η πίσω πλευρά άγραφη χωρίς καμιά ημερομηνία. Προσπαθείς να θυμηθείς το πότε και γιατί μα η μνήμη σε προδίδει. -Ήταν γιορτή, γάμος, ή καμιά επέτειος; Πώς και φωτογραφηθήκαμε; Σκέφτεσαι. Αδύνατον, δεν σού ‘ρχετε τίποτα. Σε δείχνει να κάθεσαι στη μέση, μπροστά στην πόρτα του σπιτιού σου στο χωριό, και δίπλα σου σε ημικύκλιο, γυναίκα και μικρά παιδιά, γονείς, πεθερικά, και το πιστό σκυλί σου. Όλοι σας με καλά ρούχα και φωτεινά χαμόγελα.
-Φρεσκολουσμένοι φαινόμαστε…και τα παιδιά καλοχτενισμένα… -Κοίτα η Φωτεινή ακόμα με κότσο είναι, μετά τα έκοψε. -Και ο Στρατής πάντα με σπασμένα γόνατα. -Πώς τον καταφέραμε και στήθηκε μαζί μας; Αγιόπαιδο ήταν τότε, συνέχεια χαμένος από το σπίτι. -Με τα δισπίχια, τους γύρους, τις σφιντιγόνες και τις ανισπάθες καταπιανόταν. -Και ο σκύλος μας ο Ερμής. Όνομα και πράμα. Φτερά στα ποδάρια του είχε, κυνηγόσκυλο από τα λίγα…
Η κληματαριά γεμάτη με σταφύλια ρίχνει τον παχύ της ίσκιο επάνω σας, το πεζοδρόμιο φαίνεται ασπρισμένο, το χώμα βρεγμένο για δροσιά. -Καλοκαίρι ήταν… -Μήπως της Παναγιάς; Δεν θυμάσαι. Κοιτάς τα πλούσια μαλλιά,τα ζωηρά τα μάτια, το λαμπερό σου χαμόγελο. Βλέπεις τους ώμους τους τετράγωνους, τα μακρυά και δυνατά πόδια. Διακρίνεις την αυτοπεποίθηση της νιότης, την περηφάνεια της επιτυχίας, την αισιοδοξία και την σιγουριά. -Περασμένα μεγαλεία. Λεβέντης ήμουν τότε, ψιθυρίζεις, κρυφογελώντας με κάποια πίκρα από μέσα σου. Είσαι ο πατέρας και προστάτης όλων των άλλων που σε κοιτούν με θαυμασμό και λατρεία. -Το εξήντα πέντε θά’ τανε… -Είχε γεννηθεί και η Ευγενία. -Να και το Λενάκι του αδερφού μου του Στάθη η μικρή, αγκαλιά με το Ρηνιώ μας. Αχώριστες ήταν τότε. -Ήμουν καλός πατέρας; Αναλογίζεσαι. Μπορεί λίγο αυστηρός. Ειδικά με το Στρατή. Πολύ ατίθασος ήταν. Δεν έμπαινε στα πανιά. Και η Ευγενία δεν πήγαινε πίσω. Ήθελε να του μοιάζει. Πάντα από πίσω του έτρεχε. Μόνο η Μυρσίνη και η Ρηνιώ ήταν σοβαρές. Οι μεγάλες. Όλα τα αγαπούσα όμως.
[´Ενα σου δάκρυ που μαζεύεται στις γωνιές των ματιών και θαμπώνει κι άλλο το βλέμμα σου μην το αφήσεις να κυλίσει. Μην κλάψεις για όλα αυτά που χάθηκαν και δεν θα ξανάρθουν πίσω. Για γυναίκα και γονείς που «έφυγαν», για τα παιδιά που ξενιτεύτηκαν, για το χωριό που καταστράφηκε. Μην κλάψεις για την νιότη σου που πέρασε, για την αβάσταχτη μοναξιά σου, για την σωρό από μπάζα του σπιτιού σου, λέει μια φωνή από μέσα σου.]
-Δεν θέλω να κάθομαι και να μιξοκλαίω. Όμως νομίζεις ότι μπορώ; Της απαντάς. -Για σκέψου με λίγο… -Ξεσπιτωμένος τώρα στα γεράματα. -Βέβαια, για νά’ μαι δίκαιος θέλουν να με πάρουν τα παιδιά στην Αθήνα μα εγώ δεν πάω, δεν μπορώ. -Πώς να φύγω από τα λημέρια μου; -Να μην τους παραβαρώ κιόλας… -Άσε που θα πεθάνω στην ξενιτιά και πού θα με θάψουν; -Στου Ζωγράφου; -Γω θέλω να θαφτώ στον Άι Γιάννη… -Κοντά στους δικούς μου. Κοντά στα φιλαράκια μου. -Ένα κερί άραγε θα βρεθεί κανείς να μου ανάβει; Θολώνει πάλι από θλίψη το μυαλό. Μαύρες οι σκέψεις σου. Το δάκρυ που τόση ώρα με κόπο συγκρατούσες κυλά αργά στο αξύριστο μάγουλο σου.
Αυτόματα η σκέψη σου τρέχει στον «Πλάτανο» που είναι έρημος. Στην παρεούλα με τα «ντένγκια» σου που σε πρόλαβαν και κίνησαν οι περισσότεροι για τον παράδεισο. Σε αυτούς που σε άφησαν πίσω τους μοναχό σου. -Ένα ούζο λαχταρώ κάτω από τα κλαδιά του. Στον ίσκιο του. -Ένα καφέ με τα αστεία μας και τα συριά μας… -Με τον Αντρέα τον Γιωργάρα που σε όλα έβρισκε στραβά και θύμωνε, τον Αριστή τον Καλατζή με τα στιχάκια του, τον Στέλιο τον Μανώλα, τον Γιάννη τον Ντουμπαντζή με το γαρύφαλο στο αυτί και τόσους άλλους, σιγοψιθυρίζεις αναστενάζοντας. -Δεν υπάρχει πια Πλάτανος, δεν υπάρχει κανείς τους, παραπονιέσαι. Άλλο ένα δάκρυ κυλά, και δεύτερο και τρίτο. Δεν τα ελέγχεις πια. Τρέχουν ασταμάτητα. [Σταμάτα, ξέρεις πόσοι θα πουν πως είσαι από τους τυχερούς που άντεξες και ζεις ακόμα; σου ψιθυρίζει αυστηρά η φωνή.] -Καλά, δεν καταλαβαίνεις; Κουράστηκα δεν τη θέλω πια αυτή τη ζωή. Σαν αστραπή σού έρχεται στο μυαλό ο τίτλος από ένα βιβλίο που διάβασες παλιά και σε εντυπωσίασε. Αυτό που λέει κάπως έτσι, «ΚΑΛΑ, ΕΣΥ ΕΦΥΓΕΣ ΝΩΡΙΣ». -Του Μίσσιου ήταν αυτό. Μπράβο μου! Πώς και κατάφερα και το θυμήθηκα; Απορείς γιατί συνήθως με τα ονόματα δεν τα πας καλά. -Έφυγες ή σκοτώθηκες είναι άραγε ο τίτλος; Προβληματίζεσαι. -Άντε το ίδιο είναι, μήπως έχει καμιά σημασία; Καταλήγεις. Προσπαθώντας να θυμηθείς την πλοκή βυθίζεσαι σιγά σιγά σε ένα σκοτάδι. Χάνεις τον ειρμό. Τα μάτια κλείνουν. Μισοκοιμάσαι. Τον τελευταίο καιρό όλο έτσι είσαι. Εύκολα παραιτείσαι.
Να την όμως πάλι η φωνή που βγαίνει από μέσα σου. Ξετινάζεσαι… Φωνή της λογικής και του καθήκοντος την έλεγε ο παππούς σου και σε «ορμήνευε» απ’ όταν ήσουν μικρός να την ακούς πάντα. Αυτή που χρόνια σε συντροφεύει. Αυτή που από τα νιάτα σου σε στηρίζει σε όλα τα δύσκολα. Τον τελευταίο καιρό δεν πολυέρχεται. Σε ξέχασε και αυτή. Σήμερα όμως δεν φεύγει από κοντά σου. Σου μιλά συνέχεια. -Η φωτογραφία μάλλον φταίει και οι θύμησες, γι αυτό με τσιγκλά και δεν με αφήνει σε ησυχία, σκέφτεσαι. [Ξύπνα σου λέει, και μην λυγίζεις Δημητρό. Πόσες φορές θα σου το πω ότι πλησιάζει και για σένα η ευλογημένη ώρα που τόσο λαχταράς;] -Πούντην ντε; Γιατί αργεί; Ρωτάς. [Όπου νά’ναι θά’ρθει. Να μη σε βρει όμως έτσι «πεσμένο» ο θάνατος. Λεβέντης γεννήθηκες λεβέντης να πεθάνεις. Να σκέφτεσαι την γεμάτη ζωή που έζησες. Όλα τα όμορφα χρόνια. Τα γέλια, τις χαρές, τα γλέντια, τις γιορτές, τα γεννητούρια και τα βαφτίσια, τους αρραβώνες και τους γάμους. Ακόμα και τις πίκρες και τους θανάτους. Σε όλα τα έβγαλες πέρα. Πέρασες καλά. Κάνε λίγο κουράγιο ακόμα και κοίτα γύρω σου. Όταν θα πας εκεί πάνω νά’ χεις να λες τα καλά νέα στα φιλαράκια σου.] -Τα νέα, ε; Ποια νέα; Και πού θα μάθω εγώ τα καλά τα νέα; [Καλά τα ξέχασες κιόλας; Αυτά που σου είπε η Στάσα προχθές που ήρθε να καθαρίσει το δωμάτιο… Για τα γεννητούρια και τους γάμους. Για τα καινούργια σπίτια που χτίζονται, για το χωριό σου που σιγά σιγά ξαναζωντανεύει, για τον καφενέ στον Πλάτανο… Φαντάζεσαι πόσο θα χαρούν όλοι τους; Έτσι δε χάρηκες και συ που τα άκουσες;]
Αυτό το τελευταίο σε ταρακουνάει. Σκουπίζεις τα δακρυσμένα μάτια σου. -Παραγέρασα. Όλο στα παλιά όπως είπες γυρνάει το μυαλό μου και ξεχνώ τα τωρινά. -Καλά όμως που μου τα θύμισες αυτά που μου είπε η Στασούλα. Καλή κοπέλα και πρόσχαρη. Όλο με τα αστεία και το γέλιο. Πάντα προσπαθεί να μου δίνει κουράγιο. Και όμορφη. Με την γιαγιά της ίδια είναι. Τρελοπαντιέρα ήταν η Στασώ. Πρώτη στα πειράγματα στους χορούς και στα γλέντια. Αλλά και δουλευταρού από τις λίγες. Τυχερός ο Παναγής που την πήρε. Θυμάμαι καλά το γάμο τους. Στου Γιωργέλλη τον καφενέ έγινε το γλέντι. Μουρέλα ήμουν τότε. Τέλος πάντων, να, πάλι ξεστράτισε το μυαλό μου και ξέφυγα… -Τι έλεγα προηγουμένως; Συνέχεια μπερδεύομαι. -Α ναι θυμήθηκα. Γι αυτό λοιπόν λες πως με αφήσαν στο ποδάρι τους αυτοί οι απάνω; Να μαζεύω πληροφορίες και να τους κάνω τον ταχυδρόμο; -Βρε τους κερατάδες! -Πλακάκια φαίνεται τα κάναν με τον Άγιο Πέτρο και γι αυτό με ξέχασε. -Καλά που μου τό ‘πες όμως. Μπορεί να έχεις δίκιο και να μην τα έμαθαν τα καινούργια. Να με περιμένουν να τους δώσω ραπόρτο. -Θα μπορέσω όμως να πάω να τα μετρήσω; Για τα σπίτια λέω… -Μπα, πού να με κρατήσουν τα πόδια μου. -Να θυμηθώ να ρωτήσω το βράδυ το βαφτιστήρι μου το Νικόλα. Στα ραντίσματα νομίζω ότι πάει αυτή την εποχή. Θα έρθει όμως σήμερα να με δει. Μου το μήνυσε με τον Κωστή τον ξενοδόχο. Δεν με ξεχνάει. Ευτυχώς που έχω και αυτόν να με αναγορεύει και να με φροντίζει. Καλό παιδί. Ο μόνος που μου έμεινε εδώ. Αυτός θα ξέρει. Να μην πάω αδιάβαστος. -Μια χαρά «διαβασμένος» θα πας κυρ Δημητρό, ο παπά Ξενοφών έτοιμος είναι να σε «διαβάσει», σκέπτεσαι, και γελάς τρανταχτά τώρα. -Βρε τι έπαθα. Σε καλό μου. Θα πουν πως τά ‘χασα έτσι που γελώ μοναχός. Αλλά και ποιός με βλέπει στο κάτω κάτω; -Άραγε θά’χει ούζο στον άλλο κόσμο, αναρωτιέσαι, να τα πίνουμε, να πειραζόμαστε και να γελάμε όλοι μαζί στον παράδεισο; -Έ ρε γλέντια πού’ χουν να γίνουν με καμπόσα πενηνταρέλια! -Άσε που μπορεί να «ξανανιώσουμε» και να ρίχνουμε και κανά καρσιλαμά στα σύννεφα. Τέρμα οι ρευματισμοί. Το λέει και ο παπάς. Εκεί πάνω « ούκ έστι πόνος, ού λύπη, ού στεναγμός». -Θα έχουμε και τους μουσικάντηδες μας… Τον Μιχαλάκη με το σαντούρι, το Κοντό με την ντουμπανάρα, τον Νικολαΐδη με το βιολί, τον Χιωτέλλη με την τρουμπέτα, τον Μπουγιατζή με το κλαρίνο. Μπορεί να ξέχασα και κανένα. Ας με συμπαθήσει. -Να, είδες; Ήταν και ο Άρης ο Κουλαράς, ακορντεόν έπαιζε αυτός αλλά πέθανε πολύ νέος. Από καρδιά νομίζω. Κλείνεις τα μάτια και ονειρεύεσαι… Η φωτογραφία γλιστρά σιγά σιγά από τα χέρια σου και ένα μικρό χαμόγελο σχηματίζεται στην άκρη των χειλιών σου καθώς βυθίζεσαι πάλι στην ανυπαρξία.
Στάλθηκε από το iPad μου
Συγκινητικό, Κατερίνα μου. Να είστε πάντα καλά!