Θα σας πω μια ιστορία.
Την ιστορία των γυναικών της γενιάς μου.
Που ήξεραν να πολεμούν.
Η κάθε μια με τον τρόπο της.
Η κάθε μια με τον χαρακτήρα της.
Σαν ποίημα, σαν παραμύθι.
Είμαι η Αναστασία και με φωνάζουν Τασώ.
Με όνομα που τό ‘λαβα όχι απ’ τη γιαγιά μου.
Η μάνα μου μου τό ‘δωσε για την ανάσταση της μια κάποια Ανάσταση.
ΜΙΑ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΛΙΑ
Η μοίρα του ανθρώπου είναι ο χαρακτήρας του.
Ηράκλειτος.
Ούτε που θυμάται πού το άκουσε.
Γιατί δεν διάβασε ποτέ Ηράκλειτο.
Αλλά την προβλημάτισε τότε.
Τώρα…
Η θέρμη την έτρωγε μέρες μετά την γέννα.
-Επιλόχεια κατάθλιψη, είπε ο σπουδαγμένος στο Παρίσι, γιατρός.
-Ψυχοσωματικός ο πυρετός.
Αυτή δεν έβγαζε το κεφάλι από τα στρωσίδια.
Ούτε το μωρό βύζαινε.
Φοβόταν μην το αγαπήσει.
Φοβόταν μην την αγαπήσει.
Γιατί της μπήκε στο μυαλό ότι θα πεθάνει.
Εικόνες μπερδεμένες μες στους εφιάλτες της.
Από μικρή στα βάσανα.
-Ο κακότυχος μηδέ εις το πανηγύρι, έλεγε η γιαγιά της.
-Και εσύ έχεις καρδιά πραοτάτη κόρη μου ίδια με την ροή ελαίου.
-Πώς θα προκόψεις έτσι, καψερή;
Μόνη της τά ‘λεγε, μόνη της τ’ άκουγε η γιαγιά.
Η γιαγιά της η μορφωμένη. Η Σμυρνιά.
Η μεγαλωμένη στα πλούτη.
Όλα χάθηκαν στο διωγμό.
Πρόσφυγες ήλθαν με την μάνα της μωρό στην αγκαλιά της.
Μωρό χρονιάρικο.
Ο παππούς της χάθηκε στα αμελέ ταμπουρού.
Στα βάθη της ανατολής.
Αλλά τα κατάφερε η γιαγιά.
Γιατί είχε χαρακτήρα.
Σκληρό, περήφανο, και δίκαιο.
Δε μού ‘μιασες, τής έλεγε μες στα χρόνια
Από τον πάππο σου πήρες πούταν μαλακός σα σύκο τον Σεπτέμβρη.
Δούλεψε σα σκλάβα η γιαγιά σε ξένο αρχοντόσπιτο.
Αυτή το κρατούσε, αυτή το διαφέντευε.
Αυτή που ήξερε από αρχοντόσπιτα.
Αυτή που έχασε το δικό της και ποτέ δε βαρυγκόμησε.
Δεν καταδεχόταν να την λυπούνται.
Την μάνα της την μεγάλωσε η γιαγιά σαν αρχοντοπούλα.
Στο ξένο σπίτι, πούταν και λίγο σαν δικό τους.
Σαν το δικό τους, πούμεινε πίσω στα «άγια χώματα».
Και την καλοπάντρεψε.
Έτσι πίστευε.
Με επιστήμονα.
Τής έμαθε και όσα ήξερε από την πατρίδα, όπως έλεγε την Σμύρνη.
Για ν’ ανοίξει το δικό της σπιτικό.
Κυρά κι αρχόντισσα.
Η κόρη της Σμυρνιάς, η μοσχαναθρεμένη.
Έτσι την έλεγαν τη μάνα της στον προσφυγομαχαλά.
Μα δεν ήταν τυχερό τους.
Κανενός το τυχερό.
Σκοτώθηκαν και οι δυο τους.
Πατέρας και μάνα.
Στον εμφύλιο.
Άφησαν σπίτι και μωρό και πήραν τα βουνά.
-Για ένα καλύτερο κόσμο, όπως έλεγαν αυτοί.
-Λόγω του χαρακτήρος τους, όπως έλεγε η γιαγιά.
-Αιθεροβάμονες…
Κι απόμειναν γιαγιά και εγγονή μοναχές τους.
Δαχτυλοδεικτούμενες.
Οι κομμουνίστριες.
Λες και ήξερε η γιαγιά από κουμμούνα.
Αυτή τον Βενιζέλο μόνο ήξερε.
Σε αυτόν ορκιζόταν.
Ανασκουμπώθηκε η γιαγιά για να την μεγαλώσει.
Με ψηλά το κεφάλι.
Κρύβοντας τα δάκρυα της.
Να την διδάξει να την σπουδάξει.
Μαλακή και γλυκειά, σα σύκο αυτή.
Το όχι δεν το ήξερε.
Για κανέναν.
Στη γιαγιά πάντα έσκυβε το κεφάλι.
-Όνω τις έλεγε μύθο, ο δε τα ώτα εκίνει.
-Μιλάω σε ώτα μη ακουόντων.
Αυτά της έλεγε όταν θυμόταν τα αρχαία της από το σχολείο.
Από το Ομήρειον Παρθεναγωγείον της Σμύρνης.
Όταν την ορμίνευε.
Να γίνει σκληρή.
Να μάθει και το όχι.
Γιατί ήξερε τον χαρακτήρα της.
Γιατί προέβλεπε την μοίρα της.
Δε χρειαζόταν τον Ηράκλειτο για να τής το πει.
Και ήρθε στα μέρη τους ο Δημητρός.
Η ψυχή της, ήταν το μέλι από το σύκο και τής την έκλεψε.
Με το που τον είδε.
Και ένα βράδυ του δόθηκε.
Χωρίς να σκεφτεί τις συνέπειες.
Χωρίς να πει το όχι.
Και ήρθε το παιδί της αγάπης.
Μα ο Δημητρός είχε φύγει εδώ και καιρό.
Περαστικός από τον τόπο της.
Ποτέ δεν έμαθε για το μωρό.
Και αυτή ήξερε μόνο το μικρό του.
Δημήτρης.
Αυτή τον πρωτοείπε Δημητρό.
Και ανασκουμπώθηκε πάλι η γιαγιά με ψηλά το κεφάλι.
Χωρίς να δίνει σημασία στα πικρόχολα σχόλια.
Εγωίστρια Σμυρνιά, την έλεγαν στο μαχαλά.
Αξιοπρέπεια έχω και όχι εγωισμό, σκεφτόταν.
Και η εγγονή της να κλαίει και να λέει.
-Μας είπαν γιαγιά τουρκόσπορους.
-Συμμορίτες.
-Σμηρνιές παστρικές.
-Τι άλλο θα μας πουν τώρα;
-Και με το δίκιο τους.
-Σε ντρέπομαι γιαγιά μου.
-Και τι έγινε κόρη μου, να της λέει αυτή και να την αγκαλιάζει.
-Να μη σε νοιάζει.
-Εσύ να είσαι καλά και εγώ εδώ, δίπλα σου.
Η θέρμη που την έτρωγε τόσες μέρες άρχισε να πέφτει.
Γλύτωσα λες απ’ την τύχη τής μάνας και τού πατέρα;
Τί κάνω Θε μου;
Μονολόγησε.
Πετάχτηκε απάνω αλαλιασμένη και αγκάλιασε το μωρό της.
-Όχι Χάρε δεν θα με πάρεις, είπε ουρλιάζοντας προς τον ουρανό.
Το πρώτο μεγάλο όχι της.
-Το χρωστάω σε τούτο το μωρό και σε κείνη.
-Τη γιαγιά μου.
-Καλύτερη θα γίνω από αυτήν.
-Θα πολεμήσω με νύχια και με δόντια, κι ας μη τής μοιάζω.
-Με τη γλύκα μου θα πορευτώ εγώ και θα νικήσω.
-Με γλύκα και καλοσύνη.
-Κι ας γελάει μαζί μου ο Ηράκλειτος.
Έστησε αυτί.
Καμπάνες άκουσε να χτυπούν χαρμόσυνα.
Μετά τον σταυρό ήρθε η Ανάσταση, σκέφτηκε.
Έβγαλε το βυζί της και άρχισε να το ταΐζει.
-Το μέλι από το σύκο, ολόκληρη την ψυχή μου, θα τα δώσω σε σένα.
-Χριστός Ανέστη μωράκι μου. Κι η μάνα σου μαζί του.
-Αναστασία θα σε πω.
Του ψυθίρισε…
Και εγώ που σας τα λέω είμαι η Τασώ κόρη της μάνας μου και της προγιαγιάς μου.
Μαζί με μεγαλώσανε.
Καθηγήτρια ιστορίας στο πανεπιστήμιο.
Αυτή είναι η δική μας ιστορία.
Αληθινή ιστορία.
Στο χαρακτήρα μου πήρα κομμάτια και από τις δυο τους.
Τα καλύτερα.
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ.





