Ένα άρθρο του Βασίλη Ψαριανού στο emprosnet.gr
Στο παρασκήνιο μιας θεατρικής παράστασης.
12/01/2021 – 12:44 Βασίλης Ψαριανός Κατηγορία Πολιτισμός
Στην μνήμη των αείμνηστων φίλων: Απόστολου Στεργίου, Μαρίνου Βάσσου και Δημήτρη Ταξείδη.
Μια παλιά φωτογραφία από μια θεατρική παράσταση, που δημοσίευσε ο φίλος Στρατής Νικέλλης στο Vatera.gr, με ξαναγύρισε, εν μέσω Lockdown,πολύ πίσω, στην μετεμφυλιοπολεμική δεκαετία του 50.
Πολλοί- μεγάλοι, σήμερα, στην ηλικία- θα θυμούνται την θεατρική παράσταση « Ένας βλάκας και μισός» του Δ. Ψαθά που παίχτηκε- με την πρωτοβουλία των νέων της Βρίσας- το Φθινόπωρο του 1957, στο Δημοτικό Σχολείο του χωριού, και- σε δεύτερη παράσταση- στην αίθουσα του κινηματογράφου ΟΑΣΙΣ του Πολιχνίτου.
Λίγοι, όμως, γνωρίζουν αυτά που μας οδήγησαν- εμένα και τους μακαρίτες, πλέον, Μαρίνο Βάσσο, Απόστολο Στεργίου και Δημήτρη Ταξείδη- στην απόφαση να ανεβάσουμε- μέσα στο κλίμα και με τις δυσκολίες εκείνης της εποχής- την παραπάνω κωμωδία του Δ. Ψαθά ( που έγινε γνωστή, ευρύτερα στο πανελλήνιο, το 1959, με την ομώνυμη κινηματογραφική ταινία, όπου πρωταγωνιστούσε ο Χρ. Ευθυμίου).
Εκείνη την εποχή, τα παιδιά της Κατοχής και των πρώτων μετεμφυλιακών χρόνων, ακόμα κι αν τα «έπαιρναν τα Γράμματα», ήταν ηρωικό κατόρθωμα, εάν κατάφερναν, οι ίδιοι και οι γονείς τους, να ξεπεράσουν τις οικονομικές δυσκολίες- και πολλές φορές τις κοινωνικές προλήψεις και προκαταλήψεις ή, ακόμα, και τα πολιτικά εμπόδια του μετεμφυλιακού καθεστώτος- και να συνεχίσουν τις σπουδές τους στο Γυμνάσιο και, ακόμα πιο δύσκολα, σε κάποια πανεπιστημιακή Σχολή.
Από την τάξη μας στο Δημοτικό Σχολείο ( την περίοδο 1946-1950), που αριθμούσε πάνω από πενήντα παιδιά- αγόρια και κορίτσια- μόνο τέσσερα αγόρια ( κανένα κορίτσι) τόλμησαν να υποστούν- αυτά και οι γονείς τους- την ταλαιπωρία και την οικονομική επιβάρυνση των εκπαιδευτικών τελών και των διδάκτρων που βάραιναν- τότε- την Μέση και την πανεπιστημιακή εκπαίδευση.
Καθημερινός ήταν ο αγώνας των παιδιών που δεν διέθεταν τα οικονομικά μέσα να εγκατασταθούν ως οικότροφοι σε κάποια οικογένεια, στην πόλη της Μυτιλήνης, προκειμένου να φοιτήσουν στο εκεί Γυμνάσιο, και αναγκάζονταν να φοιτήσουν στο γυμνασιακό παράρτημα του Πολιχνίτου.
Εκτός από τα εκπαιδευτικά τέλη που πλήρωναν οι γονείς, κατά την εγγραφή των μαθητών, και την αγορά όλων των σχολικών βιβλίων( καταργήθηκαν πολύ αργότερα με την καθιέρωση της «Δωρεάν Παιδείας», το 1964, από την κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου), υποχρεώνονταν να καταβάλλουν, μηνιαίως, ένα σημαντικό ποσό, που αντιστοιχούσε σε αρκετά εργατικά μεροκάματα, για την πληρωμή των ιδιωτικών καθηγητών που προσλάμβανε ο Σύλλογος Γονέων και Κηδεμόνων, προκειμένου να συμπληρωθεί το διδακτικό προσωπικό που είχε διοριστεί από το Δημόσιο (ένας Θεολόγος καθηγητής!).
Και, φυσικά, εκείνη την εποχή, δεν υπήρχε ούτε ως σκέψη η δωρεάν μεταφορά των μαθητών που προέρχονταν από τα χωριά, εκτός του Πολιχνίτου. Έτσι οι μαθητές από την Βρίσα, τα Βασιλικά, το Λισβόρι και την Σκάλα εξασκούνταν, καθημερινά, σε ένα… Μαραθώνιο ποδαρόδρομο 10 χιλιομέτρων, πήγαινε- έλα!
Παρά τις τεράστιες δυσκολίες, από εκείνη την κατοχική τάξη του Δημοτικού Σχολείου ο Αποστόλης και ο Μαρίνος, αφού τέλειωσαν το Γυμνάσιο, σπούδασαν στην Παιδαγωγική Ακαδημία της Μυτιλήνης ( καθώς και ο Δημητρός Ταξείδης, από την προηγούμενη τάξη) και ο γράφων στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας·
ενώ ο 4ος από την ίδια τάξη του Δημοτικού, ο Γιάννης Νικολαΐδης (από ευπορότερη αυτός οικογένεια) σπούδασε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστήμιου της Αθήνας.
Από τους υπόλοιπους συμμαθητές και συμμαθήτριές μας, κάποιοι ασχολήθηκαν με την αγροτική και την οικιακή οικονομία, άλλοι έμαθαν κάποια Τέχνη κι άλλοι «μπαρκάρησαν» ή ξενιτεύτηκαν.
Το σημαντικό, πάντως, είναι ότι από εκείνη την κατοχική γενιά, σπουδαγμένοι και ασπούδαχτοι προόδεψαν και πρόκοψαν!
Σε εκείνα τα παιδιά, που φοίτησαν στις αρχές της δεκαετίας του 50 στο Γυμνασιακό Παράρτημα Πολιχνίτου, έμεινε έντονη η ανάμνηση και η πικρή γεύση από την αγωνία και τον καθημερινό αγώνα της φοίτησής τους, από την ταλαιπωρία και τις στερήσεις, καθώς και από την αντιπαιδαγωγική, πολλές φορές ,μεταχείριση που αντιμετώπιζαν.
Σε εκείνες τις εμπειρίες, από την φοίτηση στο Γυμνάσιο Πολιχνίτου, ήρθαν να προστεθούν και οι δικές μου οδυνηρές εμπειρίες, από την φοίτησή μου στο πανεπιστήμιο της Αθήνας, για τις οποίες έχω αναφερθεί, και άλλοτε, στα Διηγήματά μου και γι΄ αυτό δεν θα τις επαναλάβω. Θα περιοριστώ, μόνον, να σημειώσω ότι οι εμπειρίες αυτές τροφοδότησαν την τάση που είχα από παιδί για μια προοδευτική πορεία της κοινωνικής και πολιτικής ζωής και την θέλησή μου να αντιπαλέψω τις κάθε είδους προλήψεις και προκαταλήψεις που έκλειναν τον ορίζοντα της δικής μου ζωής και των συνανθρώπων μου.
Το καλοκαίρι του 1957, δευτεροετής- τότε- φοιτητής, γύρισα στο χωριό, το Καλοκαίρι, με πολλές «ρομαντικές» ιδέες στο κεφάλι και με την πίστη ότι όλα τα «κακώς κείμενα» μπορούν να διορθωθούν και « να λάβουν εκδίκηση τα όνειρα»!
Είχα περάσει όλα τα μαθήματα στην εξεταστική περίοδο του Ιουνίου και είχα όλο τον χρόνο στην διάθεσή μου, για να ασχοληθώ και με άλλα ζητήματα, που με απασχολούσαν.
Στο μυαλό μου γυρόφερνε η ιδέα για μια θεατρική παράσταση, από την ώρα που αγόρασα το βιβλίο και διάβασα την κωμωδία του Δ. Ψαθά « Ένας βλάκας και μισός».
Η απόφαση, τελικά, πάρθηκε, όταν συναντήθηκα στο χωριό με τους «συνοδοιπόρους» μου, στο Γυμνάσιο Πολιχνίτου: ο Μαρίνος- σαν να είχε διαβάσει την σκέψη μου- μου είπε, μια μέρα που συζητούσαμε για την πολιτιστική παράδοση του χωριού μας και την ανάγκη της ύπαρξης μιας βιβλιοθήκης, έστω μιας Εγκυκλοπαίδειας, για τα παιδιά που φοιτούσαν στο Γυμνάσιο: « θα μπορούσαμε να παίξουμε ένα θέατρο και να μαζέψουμε κάποιο χρηματικό ποσόν», μου είπε. « Έχω φέρει και το κατάλληλο θεατρικό έργο», του απάντησα.
Τις επόμενες μέρες, βάλαμε εμπρός το σχέδιο για την θεατρική παράσταση. Πρόθυμοι συμπαραστάτες ο Δημητρός Ταξείδης, που ήταν και αρχηγός των προσκόπων της Βρίσας και διέθετε τα κλειδιά από την αίθουσα του παλιού Σχολείου, στον Άγιο Κωνσταντίνο, καθώς και οι δάσκαλοι Γ. Ταξείδης και Κ. Λαμπρινός.
Καλέσαμε πολλά αγόρια και κορίτσια του χωριού, που συγκεντρώθηκαν στο παλιό σχολείο· τους ενημερώσαμε για το εγχείρημα που αναλαμβάναμε, διαβάσαμε το θεατρικό έργο και μοιράσαμε τους ρόλους: στους πρωταγωνιστικούς ρόλους ο γράφων( ο «βλάκας και μισός»), ο Φώτης Μανώλας, η Ελένη Κώσση, η Μυρσίνη Κουλαρά, η Θέμις Χιωτίδη, ο Δημήτρης Ταξείδης, ο Αλέξανδρος Αναγνώστου, ο Κωνσταντίνος Κώστας, ο Γιώργος Χατζηαντωνίου και πολλοί άλλοι και άλλες.
Αρχίσαμε τις πρόβες, κάθε απόγευμα- βράδυ, στην αρχή με την δική μου καθοδήγηση.
Ένα βράδυ ο Μαρίνος, που ήταν βαφτισιμιός του Παναγιώτη Διαμαντή ( Γιαννακέλλη), μου είπε: «ο νονός μου σπούδασε σκηνοθεσία κοντά στον Αιμίλιο Βεάκη (στην εξορία) και μπορεί να μας βοηθήσει». Συμφωνήσαμε να τον καλέσει, εάν μπορεί, να έρθει».
Τη άλλη μέρα, μετά την δουλειά στο χωράφι, ο Παναγιώτης ήρθε στο σχολειό, την ώρα της πρόβας και μας έδωσε τις πρώτες σκηνοθετικές οδηγίες. Αυτό συνεχίστηκε για μερικές μέρες, ώσπου, μετά από μια γενική πρόβα, μας είπε ότι είμαστε πολύ καλοί και ότι δεν τον χρειαζόμαστε πλέον.
Η πρεμιέρα για την παράσταση του έργου προσδιορίστηκε για την 26η Οκτωβρίου του 1957.
Ο Μαρίνος με τον Αποστόλη και μερικούς, ακόμα, ανέλαβαν το στήσιμο των σκηνικών, καθώς και τα οικονομικά θέματα, την έκδοση εισιτηρίων κ. λπ., ενώ την σκηνογραφία προσφέρθηκε, αφιλοκερδώς, να φιλοτεχνήσει ο ζωγράφος και γνωστός σαντουριτζής Μιχαλάκης Μοναχέλης.
Μεταξύ των άλλων ζητημάτων που μας απασχόλησαν ήταν και το πώς δεν θα επιτρέψουμε στους συνήθεις…« τζαμπατζήδες» να εισέλθουν, χωρίς εισιτήριο, στην αίθουσα του Δημοτικού Σχολείου, όπου θα δινόταν η θεατρική παράσταση.
Η απόφαση που πήραμε να αποκλείσουμε την δωρεάν είσοδο ήταν η δεύτερη… «αντικαθεστωτική» μας ενέργεια, η οποία, πρωτίστως, εβάρυνε εμένα, προσωπικά, για τους λόγους που θα εξηγήσω, στη συνέχεια.
Αποφασίσαμε και να μην στείλουμε πρόσκληση σε κανέναν από τους « επίσημους» , παρά μόνον σε αυτούς που, με κάποιον τρόπο, συνέβαλαν στο ανέβασμα της παράστασης, όπως ήταν οι δάσκαλοι, ο Π. Διαμαντής και ο Μιχαλάκης Μοναχέλης. Με τον τότε πρόεδρο της Κοινότητας είχα συγκρουσθεί, δημόσια, εντός της Λέσχης, όταν πήγα να τον παρακαλέσω για μια εγκατάσταση ηλεκτρικού ρεύματος, ώστε να μπορούμε να κάνουμε τις πρόβες, όταν σκοτείνιαζε. Η απάντηση του προέδρου ήταν: «γιατί με ρωτήσατε, προτού αποφασίσετε να κάνετε θέατρο»! Και ακολούθησε ένας έντονος διάλογος μεταξύ μας, που θεωρήθηκε ως θρασεία επίθεση, εκ μέρους μου, στο… «ιερατείο» του χωριού!
Η προσβολή προς τα κρατούντα… « ήθη και έθιμα» τρίτωσε, με το προλόγισμα που έκανα, πριν από την έναρξη της θεατρικής παράστασης, όπου αναφέρθηκα στον μορφωτικό σκοπό της παράστασης, επισημαίνοντας, παράλληλα, την αδιαφορία των τοπικών αρχόντων και της Εκκλησίας για τον αγώνα που έκαναν, για να σπουδάσουν τα παιδιά της φτωχολογιάς, και ευχαρίστησα τον Π. Διαμαντή και τον Μιχαλάκη για την ανιδιοτελή υποστήριξη της προσπάθειάς μας ( μάταια ο Παναγιώτης προσπάθησε να με μεταπείσει να μην τον ευχαριστήσω, δημόσια, προειδοποιώντας με ότι θα βρω τον μπελά μου, εάν επιμείνω).
Τελικά η παράσταση είχε μεγάλη επιτυχία και ο κόσμος γέλασε με την καρδιά του!
Στην συνέχεια, αποφασίσαμε να συνεχίσουμε την πρωτοβουλία που αναλάβαμε και να την υποστηρίξουμε με την ίδρυση ενός ΜΟΡΦΩΤΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ και την δημιουργία μιας βιβλιοθήκης, με την συγκέντρωση βιβλίων, που θα αγοράζαμε με τα έσοδα από τις δυο θεατρικές παραστάσεις που είχαμε κάνει.
Επιστρέφοντας στην Αθήνα, ανέλαβα να επισκεφθώ κάποιους γνωστούς Βρισαγώτες, που θα μπορούσαν να μας προμηθεύσουν, δωρεάν, κάποια βιβλία ( το καθηγητή Κώστα Κόντο και το Γιώργο. Γ. Χατζηαντωνίου, υπεύθυνο του Πρακτορείου Ξένου Τύπου ) και να αγοράσω κάποια βιβλία με ένα μικρό χρηματικό ποσόν που μου διατέθηκε από τα έσοδα της παράστασης.
Τα δωρεάν βιβλία που συγκέντρωσα και αυτά που αγόρασα στάλθηκαν στο χωριό, μετά από ένα μήνα, με τον ταχυδρόμο του χωριού και κατέληξαν στην βιβλιοθήκη του Δημοτικού Σχολείου, αφού ο Μορφωτικός Σύλλογος που ονειρευτήκαμε δεν μακροημέρευσε.
Εντωμεταξύ, είχαν φτάσει και τα «κακά μαντάτα» από τον πατέρα μου, με το γράμμα που μου έστειλε, όπου μου έγραφε: « με κάλεσε ο Αστυνόμος του Πολιχνίτου και μου είπε ότι σε βαρύνουν οι κατηγορίες πως ¨έκανες κριτική κατά του καθεστώτος και των Αρχών και συνεργάστηκες με γνωστούς κομμουνιστές¨.
Πρόσεχε τι λες και τι κάνεις, γιατί θα σε έχουν υπό παρακολούθηση»!
Έκτοτε, και στην μετέπειτα πορεία της ζωής μου, δεν έπαψε να με παρακολουθεί η αρχαία κατηγορία ότι « εισάγω καινά δαιμόνια»!
Κι εγώ -αμετανόητος- συνέχισα να παραμένω, όπως με αποκάλεσε κάποιος φίλος, ένας «ενοχλητικός ονειροπόλος»!
Ευχαριστούμε κύριε Βασίλη για τις αναμνήσεις . Οι ιδέες και οι αρχές είναι αναλλοίωτες στο χρόνο .
Βασίλη υπέροχες αναμνήσεις δικές σου, που μας βοηθούν να θυμηθούμε και εμείς ως θεατές της παράστασης εκείνα τα όμορφα χρόνια και την μεγάλη επιτυχία της. Τα χρόνια της έλλειψης τέτοιων επιτυχημένων και προσεγμένων θεατρικών δρώμενων. Θυμάμαι πόσο σας θαύμασα και πόσο ζήλεψα που δεν ήμουν και εγώ μαζί σας στο σανίδι. Σας ευχαριστούμε για την χαρά και το γέλιο που μας προσφέρατε τότε και σε ευχαριστώ που τόσο ζωντανά μας τα ξανά θύμισες τώρα.
Αγαπητέ Βασίλη, σ΄ευχαριστώ για τις ωραίες αναμνήσεις που επανέφερες στη μνήμη μου. Θυμήθηκα τα παιδιά που συνέβαλαν στην πραγματοποίηση της τόσο πετυχημένης παράστασης, ιδίως αυτά που τώρα δεν βρίσκονται μαζί μας, όπως η αδελφή μου. Σε μια εποχή που ο κόσμος είχε ανάγκη το γέλιο, εσείς του το προσφέρατε με το παραπάνω. Ακόμα θυμάμαι τον ενθουσιασμό της αδελφής μου, καθώς και το νευρικό γέλιο που σας έπιασε όλους ,κάποια στιγμή, κατά τη διάρκεια της παράστασης. Να είστε όλοι καλά- Καλή χρονιά!
Πίνγκμπακ: Στο παρασκήνιο μιας θεατρικής παράστασης – Το Ιστολόγιο του Βασίλη Ψαριανού