Από τον Κωνσταντίνο Κώστα
Στη μνήμη της Γραμματικής Γεωργέλλη-Κατσικάτσου, που πέθανε πρόσφατα, θέλω να εκφράσω στις οικογένειες των παιδιών της και του αδελφού της Παναγιώτη τα πιο θερμά μου συλλυπητήρια.
Η Γραμματική ήταν κόρη του αείμνηστου Γιάννη Γεωργέλλη, που οι πρωτότυπες ατάκες του (Μη δι λεμόν’ τρώω μη δι τα δόντια μ’ μουδιάζουν¨” και ¨μαύροι διασκεδάζοντες εν σκοτεινώ δωματίω” ) μένουν αλησμόνητες.
Μαζί με τον αδελφό του Γιώργο διέθεταν το πιο μεγάλο και πιο οργανωμένο κατάστημα στο χωριό μας.Εκεί μέσα πέρασα τις περισσότερες ώρες των μαθητικών χρόνων μου. Γνωρίζω κάθε τετραγωνικό, κάθε εκατοστό, θα έλεγα, του καταστήματος και του αποθηκευτικού χώρου πίσω από αυτό, ακόμη και το πηγάδι στο χώρο, που λίγοι γνωρίζουν.Εκεί απέκτησα τις πρώτες πρακτικές γνώσεις μου, από το τρινάλ που ήλθε στο χωριό μας ως πρώτο απορρυπαντικό και είδα με τα ίδια μου τα μάτια αλλά και και με τη γλώσσα μου εκλαμβάνοντας το για ζάχαρη.Εκεί πρωτογνώρισα και διάβασα τις πρώτες εφημερίδες, προηγουμένων ετών βέβαια, που χρησίμευαν για περιτύλιγμα των προϊόντων που πούλαγαν.Στο δεύτερο όροφο, στο μοναδικό ξενοδοχείο ο “Ερμής” εξασκούσα τα πρώτα λογιστικά μου, προσθέτοντας τετραψήφιους, πενταψήφιους, ακόμη και εξαψήφιους αριθμούς με τα δεκαδικά τους, πάνω σε ένα τεράστιο-όπως το έβλεπα τότε- χασαπόχαρτο. Χειρωνακτικές εργασίες δεν με έβαζαν ποτέ να κάνω, είχαν πάντα τους δικούς τους ανθρώπους. Εκτάκτως καμιά φορά μόνο με έστελναν με ένα μπρίκι με καφέ και ζάχαρη να τα πάω στο καφενείο ¨το Έθνος”, όπου ο γέρο -Κουλαράς τον έψηνε με ανταμοιβή ένα τσιγάρο. Γνώριζα καλά επίσης τη ξεχωριστή αποθήκη στο βάθος του αδιέξοδου δρόμου, το χάνι όπως το λέγαμε, που είχε τη δικιά του ιστορία. Εκεί κοιμήθηκε λίγες βραδιές ο Θεόφιλος και για αμοιβή- μη έχοντας χρήματα- τους έδωσε ένα πίνακα με τη δική του ξεχωριστή ζωγραφική.Τη Μαρία, τη γυναίκα του μπάρμπα Γιάννη και την κόρη του Γραμματική τις ήξερα καλά από τα θελήματα που έκανα, πηγαίνοντας διάφορα πράγματα στο σπίτι τους, αλλά και διότι η μάνα μου μου έστελνε συχνά πυκνά να ζητήσω την “κρατητήρα”. Η Γραμματική, στα είκοσι της χρόνια τότε, με αγκάλιαζε και γελούσε. Η μάνα της το ίδιο, γέλαγε και μου έλεγε κάτσε γιέμ’ να τελειώσουμε τη δουλειά που κάνουμε να στη φέρουμε.. Σαν πέρναγε καμιά ώρα η Γραμματική σηκωνόταν όρθια και με επιτηδευμένη στεναχώρια έλεγε : ” Βρε μαμά ξεχάσαμε, την κρατητήρα την έχουμε αφήσει στο χωράφι. Τότε η μαμά της μου έλεγε άντε μουρέλ’ μ πες τ’ μαμά ς”, μια άλλη φορά θα στη δώσουμε.Αυτό έγινε αρκετές φορές, αλλά κρατητήρα δεν έπαιρνα. Μια στο χωράφι, την άλλη γιατί ήταν στο άλλο σπίτι και κλειδί δεν είχαν ή πότε την είχε πάρει η γειτόνισσα και δεν τη επέστρεψε.Πάντως η μάνα μου εξυπηρετιόταν μια χαρά, με το να με ΚΡΑΤΑΝ μάνα και κόρη τόσο όσο ήθελε για να κάνει τις καθημερινές δουλειές της μια και είχε ακόμη δυο παιδιά προσχολικής ηλικίας και κάποιον έπρεπε να ξεφορτωθεί..
Ας είναι ΑΙΩΝΙΑ Η ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ, όπως την έχω στην καρδιά και στο μυαλό μου.
-ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΩΣΤΑΣ
Πολύ ωραίο Κωστή. Για τον μπαμπά της Γραμματικής τον κ. Γιάννη έχω ακούσει ότι αν προσφερόταν να κεράσει σε κάποιον ένα καφέ και εκείνος αρνιόταν έλεγε μονολογώντας και τρίβοντας τα χέρια του: Έχουμε τον φίλο μας έχουμε και τον παρά μας. Αξέχαστοι άνθρωποι. Φιλόσοφοι!
ΝΑ ΠΡΟ4ΣΘΕΣΩ ΑΚΟΜΗ ΕΝΑ: ΣΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΟΥ ΠΕΛΑΤΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΦΑΣΟΛΕΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΒΡΑΣΤΕΡΕΣ, ΓΑΛΗΝΙΟΣ ΟΠΩΣ ΠΑΝΤΑ, ΤΟΝ ΚΟΙΤΑΖΕ, ΕΤΡΙΒΕ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΛΕΓΕ ” ΔΕ ΛΕΣ ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ” ΠΑΡΑΠΕΜΠΟΝΤΑΣ ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ ΤΟΥ 40 ΜΕ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΕΙΨΗ ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΚΑΙ ΤΗ ΔΥΣΤΥΧΙΑ ΤΗΣ ΠΕΙΝΑΣ.
Το παραπάνω σχόλιο είναι δικό μου. Από βιασύνη έφυγε ανώνυμο.
Ενδιαφέρον το άρθρο σου Κωστή. Ακομα ακούω τον Νίκο καμια φορά να λέει τρίβοντας τα χέρια του.. «μηδη τρώω μηδη μύδιαζω, που έλεγε κι το Γιωργελ». Η δίκη σου περιγραφή παντως με τη λέξη λεμόνι βοήθησε την έννοια του ρητού. Πράγματι σοφοί άνθρωποι! Πολυ ωραία τα γράφεις, Κωστή, και το τριναλ και τις εφημερίδες προηγούμενων ετών, τον Θεόφιλο, μας έφερες χρόνια πίσω. Να σαι καλά.
Ευχαριστούμε γιατρέ για την αναφορά σου με την όμορφη περιγραφή των αναμνήσεων σου στους παππούδες και τη θεία μας !!! Επίσης την Κατερίνα την Μαίρη και τον Νίκο που έχουν κι αυτοί θύμησες από την καθημερινότητά τους!!! Είναι πολύ καλό για εμάς να ακούμε αυτές τις ιστορίες για τους προγόνους μας, μας δίνουν δύναμη και χαρά !!! Ας είναι όλοι τους αναπαυμένοι.
Ευχαριστώ τον κ. Κωνσταντινο Κώστα για τα θερμά του συλλυπητήρια για το θάνατο της μητέρας μου. Το ευχαριστώ όμως το οτι μοιράστηκε μαζί μας τις παιδικές του αναμνήσεις.
Η τόσο παραστατική περιγραφή του ξαναζωντάνεψε όλα όσα έχω ζήσει και γω στα μέρη αυτά με τους ανθρώπους τους, ή έχω ακούσει απ’τη μάνα μου.
Μου θύμησε όμως και τις περιγραφές της μάνας μου , που τα τελευταία χρόνια πήγαινε πίσω στα νεανικά της χρόνια , για τα πανέμορφα και μοναδικά για την εποχή τους γυναικεία υποδήματα που με περισσό μεράκι και τέχνη έφτιαχνε ο δικός του πατέρας και τα στολιζε στη βιτρίνα του (πιθανόν στο τζάμι του μαγαζιου του)
ΑΙΩΝΙΑ ΑΣ ΕΙΝΑΙ Η ΜΝΗΜΗ ΤΟΥΣ