Από ανάρτηση του Κώστα Σταυρινού στο fb
Ήταν κτισμένο στο κέντρο των Βατερών και από τη πλευρά της θάλασσας στη θέση όπου υπάρχει σήμερα –μετά το σεισμό – το container του Ιατρείου των Βατερών , δηλαδή μεταξύ των δύο καφετεριών «Μύλος» και «Πιτζά ».Χρόνος κατασκευής του 1926 και ολοκληρώθηκε το επόμενο έτος. Εργολάβος του ακινήτου ήταν ο Ιωάννης Καρράς, χτίστης ο Παναγιώτης Ντουζένης και σοβατζής ο Ιωάννης Χατζηγιάννης. Το εμβαδόν του συγκεκριμένου οικήματος ήταν 120 m2 ήτοι τρία (3) δωμάτια και βοηθητικοί χώροι.
Ως Τελωνοσταθμαρχείο λειτουργούσε μέχρι το 1957 και σκοπό είχε βάσει του Β΄. Βασιλικού Διατάγματος από 16 Μαΐου 1953 (ΦΕΚ:140/Α΄/22.5.1953) «τη φύλαξη και αποτροπή φορολογικών και λαθρεμπορικών πράξεων, να διατηρεί οικεία βιβλία, να εισπράττει οφειλόμενα τέλη υπερημερίας, να παρίσταται και να βέβαιή πάσα φόρτωση και εκφόρτωση» κ α. Διοικητικά ανήκε στο Τελωνείο Πλωμαρίου.
Το 1961 η Νομαρχία τότε το βγάζει σε Δημοπρασία, για χρήση ,σαν κέντρο αναψυχής και πλειοδότησε ο Ευστράτιος Μπινής. Το λειτούργησε σαν Θερινό κέντρο αναψυχής για τα επόμενα πέντε χρόνια. Ήταν το ωραιότερο και γραφικότερο καφενείο των Βατερών .Απολάμβανες το καφεδάκι σου ή το ούζο σου κάτω από τη «φρίτζα» του καφενείου, καμαρώνοντας το απέραντο γαλάζιο της θάλασσας, απολαμβάνοντας την ησυχία της φύσης , η αλμύρα της θάλασσας να ξεραίνει τα χείλη σου και όλα αυτά κάτω από τον έναστρο ουρανό, με μια μαγευτική πανσέληνο να αντικατοπτρίζεται μέσα στη θάλασσα συμπληρώνοντας έτσι τις τελευταίες πινελιές ενός πίνακα ζωγραφικής. Το πηγάδι το οποίο βρισκότανε δίπλα στο καφενείο με το πέτρινο βραχιόλι ήταν το ψυγείο του καταστήματος και φημολογείται ότι ανοίχτηκε από τον πρώτο Τελωνοσταθμάρχη.Ο σιδερένιος κουβάς μέσα του είχε πάντα λεμονάδες, γκαζόζες, πορτοκαλάδες, μπύρες, κατεβασμένος μόνιμα μέσα στο πηγάδι, για να διατηρούνται δροσερά τα αναψυκτικά και τα ποτά . (λίγα μέτρα το βάθος του και αλμυρό νερό)Στις 19/7/1964 σταμάτησε να λειτουργεί ως κέντρο Θερινής αναψυχής γιατί παρουσίασε πρόβλημα η σκεπή του .
Το 1975 κατεδαφίσθηκε και ο τελευταίος πλειοδότης ήταν ο Ευάγγελος Ταξείδης του Μιλτιάδου κάτοικος Βρίσας ο οποίοςείχε πλειοδοτήσει για τα υλικά κατεδάφισης με το ποσό των 4.100 δρχ. Κατά την κατεδάφιση του ως άνω κτιρίου εκποιήθηκαν 40 m3 λίθοι