Όντας έτοιμος να γυρίσω το διακόπτη της μηχανής του αυτοκινήτου μου για να μεταφέρω τα πράγματα της θερινής μετεγκατάστασής μας στα Βατερά, χτύπησε το κινητό. “Τί γίνεται κ.τ.λ.” “Τώρα μόλις φεύγουμε για να εγκατασταθούμε στα Βατερά” απάντησα. “Τι λες ρε” απάντησε ο -Αθηναίος- συνομιλητής μου και συνέχισε: “Ίβαλις απ’ τ’ μια του μπουχτσά κι’ απ’ τ’ν άλλ’ τα καλάθια τσι του ντρουβά; Κρέμασεις τσι τ’ όρθεις στου σκαρβέλ’; έδισεις τσι τ’ κατσίκα απού πίσου”!!!
Τι μου θύμισε ο Κώστας! Αλήθεια πριν από πενήντα χρόνια πόσο αλλοιώτικη ήταν η ζωή μας. Στα Βατερά μέναμε στη φρίτζα. Φτιαγμένη από καλάμια, ροδαφνίδες και πευκόκλαδα. Όλα κομμένα με το φόβο μη τυχόν μας δει ο Πελοπίδας (ο δασοφύλακας). Ηλεκτρικό ρεύμα και συσκευές δεν υπήρχαν. Πλαστικά σκεύη ούτε. Ένα ξύλινο πατάρι μέσα στη φρίτζα ήταν το κρεβάτι για τα τέσσερα παιδιά και ένα μικρότερο απ’ έξω φιλοξενούσε τους γονείς. Ένα “φανάρι” (σκεύος με σίτα για την προφύλαξη των φαγητών) δυο λαγήνια για το νερό, μια κατάμαυρη κατσαρόλα και ένα ίδιου χρώματος τηγάνι, ένα ταψί, λίγα πιάτα και μαχαιροπήρουνα. Αυτός ήταν ο βασικός εξοπλισμός!!! Ρούχα από ένα ο καθένας (τα καλά ήταν στο χωριό για την Κυριακή) παπούτσια όχι όλοι. Χαρά όμως όλοι!!! Μικροί και μεγάλοι!!! με τον γείτονα τον Κακάμπουρα να τραγουδά τα βράδια “Τι φεγγάρι λαμπερό, τί υπέροχη βραδιά!!!”
Πόσο λειψός είναι στη σκέψη (νομίζω) όποιος δεν έχει αυτές τις εμπειρίες στη ζωή!