Αφιερωμένο στους ανθρώπους του ταϊφά μας και ειδικά στην Μαρία την Γκουγκούλαινα που την αγαπώ πολύ.
Του νταμέλ’ μας.
Ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς με κλειστά τα σχολεία για τις γιορτές των Χριστουγέννων.
Πρώτη χρονιά που είχα πάει σχολείο και ήδη χαιρόμουν με τις διακοπές!
Ο μπαμπάς μου με τον “ταιφά” μας θα πηγαίναν εκείνη την ημέρα στις ελιές στο κτήμα μας στον Άγιο Φωκά.
Πέντε γυναίκες μαζώχτριες και δύο άντρες ραβδιστές.
Η μαμά μου θα έμενε στο σπίτι για να κάνει δουλειές.
Καθαριότητες και τέτοια, αλλά και μπακλαβά μια και είχαμε μπόλικα αμύγδαλα από δικές μας μυγδαλιές.
Την προηγούμενη μέρα είχε κάνει “μακαρόνες” για να πάρουν μαζί τους στο χωράφι να κεραστούν οι εργάτες, μέρα που ήταν.
Πολύ συχνά έκανε μακαρόνες και φνίτσια με βράσμα, που το φτιάχναμε από σύκα.
Εγώ παρακάλεσα τον μπαμπά μου να πάω μαζί τους μιά και δεν θα πήγαινε η μαμά και στα τρία μουλάρια μας είχε χώρο και για μένα.
Γιατί στον πηγαιμό για το χωράφι ανεβαίνανε στα ζώα αλλά στο γυρισμό που ήταν φορτωμένα, οι εργάτες και ο μπαμπάς μου γύριζαν με τα πόδια, και μόνο στο ένα μουλάρι βάζανε λιγότερες ελιές και καβάλευε η μαμά μου που είχε πρόβλημα στη μέση της, και δεν μπορούσε να δουλεύει όλη την ημέρα και μετά να περπατάει κιόλας.
Και μολονότι ο καιρός ήταν βροχερός, ο μπαμπάς μου δεν ήθελε να μου χαλάσει το χατήρι, και είπε το ναι.
Και η μαμά μου γκρίνιαζε ως συνήθως γιατί φοβόταν μήπως κρυώσω και αρρωστήσω, δεν υπήρχε και κανένα μετεωρολογικό δελτίο καιρού όπως τώρα να ξέρουμε τι θα γίνει, αλλά τελικά είπε και αυτή με μισή καρδιά εντάξει.
Και εγώ πέταξα από την χαρά μου και γρήγορα γρήγορα με έντυσε, σαν κρεμμύδι από τα πολλά ρούχα με έκανε, που έλεγε και ο μπάρμπας μου ο Θοδωρής ο Μινμάρης όποτε με έβλεπε για να με πειράξει, και ξεκινήσαμε για το χωράφι.
Καθόμουν στην αγκαλια του μπαμπά μου και όλα τα μουλάρια ήταν γεμάτα από ανθρώπους, στο σαμάρι, στα σκαρβέλια, ακόμα και στον κώλο.
Μακρυά ήταν το χωράφι και έκανε κρύο με υγρασία αλλά εγώ ένοιωθα ευτυχισμένη σφιγμένη πάνω του.
Και κάποτε μετά από ώρα, φθάσαμε, και άρχισαν να ραβδίζουν οι ραβδιστές και να μαζεύουν οι γυναίκες από κάτω.
Εκείνη την εποχή το ράβδισμα γινόταν με την “τέμπλα”, που με αυτήν χτυπούσαν τα κλαδιά με τις ελιές και όταν αυτές έπεφταν κάτω, οι γυναίκες τις μάζευαν μιά μιά με το χέρι και τις βάζανε στα καλάθια τους και μετά όταν αυτά γέμιζαν, τις αδειάζανε στα τσουβάλια.
Εγώ πότε μάζευα ελιές και τις έβαζα σε ένα μικρό καλαθάκι που είχα πάρει μαζί μου και πότε, όταν κουραζόμουν, καθόμουν και τους κοίταζα και κάναμε πολλές “γελαστικές κουβέντες” όλοι μαζί.
Και εκεί κατά το μεσημέρι άρχισε να “φορτώνει” δηλαδή να μαυρίζει από τον Κουκβά που αυτό ήταν το καλύτερο μετεωρολογικό δελτίο για την περιοχή μας.
Ο Κουκβάς ήταν μια τοποθεσία που άν γέμιζε σύννεφα θα έβρεχε σίγουρα.
Πράγματι ώσπου να το καλοσκεφτούμε άρχισαν οι πρώτες ψιχάλες και σε λίγο κανονική και δυνατή βροχή με αέρα πολύ.
Και άρχισαν και βροντές και αστραπές ένα μπουρίνι τι να σας πω, πολύ φοβιστικό γιατί ακουγόταν και τα κύματα να χτυπούν δυνατά στα βράχια και τρέξαμε όλοι και χωθήκαμε “στου νταμέλ’ μας”.
Στα μεγάλα και μακρυνά χτήματα εκείνη την εποχή οι άνθρωποι φτιάχνανε ένα μικρό σπιτάκι με ένα δωμάτιο, χώμα κάτω για πάτωμα, αλλά με πόρτα και παράθυρο και οπωσδήποτε μια “γωνιά” μέσα.
Έτσι μπορούσαν να προφυλαχτούν από την βροχή, γιατί το χωριό όπως είπα ήταν μακρυά, ώσπου να καλοσυνέψει λίγο για να φύγουν.
Αυτά τα μικρά σπιτάκια τα λέγανε ντάμια και δεν ήταν μόνο στην εξοχή αλλά και μέσα στο χωριό φτιάχνανε πολλές φορές τέτοια, άντε λίγο πιό περιποιημένα, και ζούσαν ως επί τω πλείστον γέροι που είχαν προικίσει το κανονικό τους σπίτι σε κάποια κόρη. Τα γηρουτκά τους ήταν.
Το πρώτο πράγμα που κάναμε εμείς όταν μπήκαμε στου νταμέλ’ ήταν να ανάψουμε φωτιά.
Ο μπαμπάς μου πάντα φρόντιζε να υπάρχουν μέσα ξερά ξύλα για να ανάβουν εύκολα, “κουγκτζέλες”, και σπίρτα.
Και μετά μιά και ήταν μεσημέρι βάλαμε να φάμε ό,τι είχε φέρει ο καθένας από το σπίτι του.
Κρύα ήταν τα φαγητά αλλά για μένα ήταν όμορφα γιατί είχα παρέα χαρούμενη, μας είχε βάλει η μαμά μου λόγω της ημέρας και κρασί, μέχρι και εγώ ήπια λίγες γουλιές, είπαμε εις υγείαν και του χρόνου, φάγαμε και μακαρόνες, και ήρθαμε στο κέφι, και μια μαζεύτρα μας είδε ένα παλιό γκαζοτενεκέ που ήταν πεταμένος σε μία γωνία και τον έκανε ” ντουμπιλέκ’ ” και αρχίσαμε το τραγούδι και το χορό, έλειπε και η Πελαγία που πάντα ήταν σοβαρή και θα γκρίνιαζε, άντε να φύγουμε να μην νυχτωθούμε και τέτοια, και με αυτά και τα…..τέτοια, άρχισε να σκοτεινιάζει γιατί ήταν και χειμώνας και είχε και βαριά συννεφιά.
Εγώ δεν ήθελα με τίποτα να τελειώσει η περιπέτεια αλλά ο μπαμπάς επέμενε να σηκωθούμε για να φύγουμε.
Και δεν ήθελα, γιατί από την μιά ήταν το μικρό σπιτάκι σαν κουκλίστικο, από την άλλη η ζέστη μέσα και τα στοιχεία της φύσης να λυσσομανούν απ’έξω, συν το κέφι και η χαρά όλων μας, σαν παραμύθι μου φαινόταν.
Και εκείνη την στιγμή δύο από τις γυναίκες είπαν, κάτσε ένα λεπτό αφεντικό, και κουκουλωθήκαν και βγήκαν έξω και σε λίγο επέστρεψαν με ένα τεράστιο στεφάνι από ένα είδος κισσού με άσπρα λουλουδάκια που φύτρωνε σε μια λαγκαδιά στο χωράφι μας και μου το περάσανε στο λαιμό και μου το χαρίσανε για την πρωτοχρονιά.
Και νά και άλλη χαρά εγώ, και τις αγκάλιασα και τις φίλησα για το δώρο, και μετά ανεβήκαμε όλοι στα μουλάρια και φύγαμε γιατί οι ελιές που μαζέψαμε ήταν λίγες, και κακός ο καιρός, και όπου να είναι δεν θα βλέπαμε κιόλας.
Όμως ο μπαμπάς μου φοβόταν και τα ποτάμια που υπήρχαν στο δρόμο του γυρισμού.
Όχι τόσο πολύ τον Αλμυροπόταμο που είχε γεφύρι όσο ένα άλλο που ήταν κανονικά
ξηροπόταμος αλλά όταν έριχνε πολλή βροχή κατέβαινε ορμητικό με πέτρες και με ξύλα και ήταν πολύ επικίνδυνο.
Διέσχιζε το δρόμο, δηλαδή ποιό δρόμο, στην ουσία μονοπάτι ήταν χωρίς γεφύρι,
και τον έκοβε στη μέση και πώς να περάσεις;
Αυτό τον προβλημάτιζε και τον ανησυχούσε πολύ.
Κουκουλωθήκαμε λοιπόν γρήγορα γρήγορα με ό,τι είχαμε και δεν είχαμε και ξεκινήσαμε.
Ο μπαμπάς μου είχε μιά μεγάλη “μουσαμαδιά “όπως την έλεγε για την βροχή και τυλιχτήκαμε και οι δύο.
Όταν φτάσαμε δέ στο μεγάλο ποτάμι και το είδε πόσο είχε κατέβει, το βλέμμα του σκοτείνιασε.
Το νερό ήταν πολύ γιατί φαίνεται σε άλλες περιοχές είχε βρέξει περισσότερο και εμείς δεν το είχαμε καταλάβει.
Έτσι πήρε την απόφαση να μην πάμε από την κανονικό δρόμο, που ήταν και ο ξηροπόταμος που σας έλεγα, αλλά από τα Βατερά, που ήταν μεν ολόκληρος κύκλος και δύσκολη διαδρομή, χωρίς τον κίνδυνο όμως να μας παρασύρει το ρέμα.
Γιατί τότε ούτε κάν δρόμος δεν υπήρχε από εκεί για τα Βατερά, άμμος ήταν, και εκεί επάνω περπατούσαν τα μουλάρια.
Το θέαμα και η αίσθηση όμως όταν πλησιάσαμε μας αποζημίωσε, ήταν πραγματικά εξωπραγματική.
Μια αντάρα και σκοτεινιά και η νοτιάρα να σφυρίζει, τα δε κύματα γεμάτα αφρούς να λυσσομανούν σαν να ήθελαν να μας αρπάξουν και να μας καταπιούν.
Η βροχή να πέφτει συνέχεια και όλοι εμείς αμίλητοι, να είμαστε συνεπαρμένοι από την ομορφιά και την αγριάδα της φύσης.
Και εγώ κουρνιασμένη στην ζεστή αγκαλιά του μπαμπά μου, να νοιώθω έκθαμβη, αλλά και άτρωτη συγχρόνως γιατί ήταν αυτός εκεί και τίποτα κακό δεν θα μπορούσε να μου συμβεί.
Και φτάσαμε κάποτε στο χωριό και η μάνα μου ήταν τρελαμένη από την αγωνία γιατί μας περίμενε να γυρίσουμε πολύ πιό γρήγορα.
Και είχε κάνει την κουζίνα φούρνο από την ζέστη και βγάλαμε τα βρεγμένα, και μας έτριψε με οινόπνευμα και κάναμε και ποδόλουτρο με ζεστό νερό στην λεκάνη.
Είπιαμε και φασκόμηλο με μέντα για να προλάβουμε το κρυολόγημα.
Και τον εξάψαλμό μας ακούσαμε βέβαια, βασικά ο μπαμπάς μου.
Μπάνιο και μπανιέρα δεν υπήρχαν στα σπίτια των χωριών εκείνης της εποχής για να μας χώσει μέσα, και πάλι καλά να λέμε, γιατί ήταν ικανή να μας ζεματίσει έτσι που έβραζε από τον θυμό της.
Όλα αυτά τα έκανα πρώτη εγώ και μετά ο μπαμπάς μου γιατί πρώτα πήγε να τακτοποιήσει τα αγαπημένα μας μουλάρια στα αχυρώνια μας στον Άγιο Κωσταντίνο.
Και όταν γύρισε ήταν χαρούμενος και ανακουφισμένος που όλα πήγαν καλά και όλο με ρώταγε αν ήμουν ευχαριστημένη με την περιπέτεια μας.
Και μου έκλεινε το μάτι που όλο γκρίνιαζε η μαμά μου, και γελάγαμε συνωμοτικά πίσω από την πλάτη της.
Πέρασαν πάρα πολλά χρόνια από τότε.
Και σπίτια φτιάξαμε στον Άγιο Φωκά και συνθήκες κακοκαιρίας αντιμετωπίσαμε με το αυτοκίνητο τον χειμώνα πολλές φορές, και γλέντια και χορούς κάναμε.
Τίποτα όμως δεν συγκρίνεται με την χαρά που ένοιωσα μια παραμονή πρωτοχρονιάς “στου νταμέλ’ μας” να γλεντάμε με τους δικούς μας απλούς ανθρώπους που χρόνια τους είχαμε στην δούλεψη μας, και με την αίσθηση της σιγουριάς στην αντιμετώπιση της αγριάδας της φύσης στην ζεστή αγκαλιά του πατέρα μου.
Και με το πρωτοχρονιάτικο στεφάνι μου, δώρο της Μαρίας της Γκουγκούλαινας και της Μαρίας της Μπρέντζινας, γυναίκες του ταιφά μας, που πολύ τις αγάπησα και πάντα τις θυμάμαι.
Σ´ευχαριστουμε, Κατερίνα, για την «παρέα» σου στον πρωινό μας καφέ. Μας ταξιδεψες στα παλιά με τη ωραία αφήγηση σου. Να σαι καλα.
Εύχομαι να είστε πάντα καλά. Φαντάζομαι τους δυό σας με το καφεδάκι και κάτι από την πατρίδα. Όλοι μας λίγο πολύ μετανάστες είμαστε άλλος πιό κοντά άλλος πιό μακρυά. Όμως το ίδιο μας αγγίζει όλους ότι έχει σχέση με το νησί μας. Καλή σας μέρα.
Λίγους ανθρώπους γνωρίζω… Τα καλογραμμένα όμως και με τόση ζωντάνια κείμενά σου με μεταφέρουν σε μια άλλη εποχή που σαφώς ήταν δυσκολότερη και την διηγείσαι σαν παραμύθι για μικρά αλλά και μεγάλα παιδιά. Θα κοιμηθώ με μια γλυκειά αίσθηση και ένα χαμόγελο στα χείλη εδώ στα ζεστά… Έξω βρέχει και βροντά…
;;;
Δεν έχω στείλει εγώ αυτό το κενό μήνυμα Κατερίνα
Ειρήνη μου καλημέρα. Βρήκα το όνομά σου κάτω από κενό σχόλιο και τα ερωτηματικά είναι δικά μου. Δεν ξέρω τι έγινε αλλά ότι και να συνέβη πάλι μια ζεστή καλημέρα σε όλον τον κόσμο.
Ειδες και μαυρισε ο Κουκβας, τραβα γερο στου νουντας.Ειδες και μαυρισαν τα Μυριχια κατσε γερο μες στα ριχια.Σοφοι ανθρωποι.
Ειδις τσι μαυρισι Κουκβας τραβα γερο στου νουντας. Ειδις τσι μαυρισαν τα Μυριχια κατσι γερο μες τα ριχια.Σοφοι ανθρωποι.
Δεν είχα υπ’ όψιν μου το τετράστιχο Δημήτρη, αλλά όλα αυτά που λέγαν οι παλιοί στηριζόταν σε παρατηρήσεις αιώνων. Πολύ ωραίο είναι και σωστό!
Δεν έχω στείλει εγώ αυτό το κενό μήνυμα Κατερίνα