Πνίγουμι θείου, πνίγουμι!
Θυμάμαι καλοκαιρινές Κυριακές των παιδικών μου χρόνων.
Ξενοιασιά, παιχνίδι, ξυπολυσιά στα σοκάκια του χωριού, γιορτινό φαγητό το μεσημέρι αλλά και πρωινό ξύπνημα και εκκλησία.
Εγώ, ο αδερφός μου, και ο ξάδερφος από την Αθήνα, που όμως έμεινε πολλά χρόνια στο χωριό στο σπίτι μας, γιατί στην πόλη είχε πόλεμο ακόμα όπως μου έλεγε η μαμά μου.
Αλλά και όταν τέλειωσε ο πόλεμος και πήγε στους γονείς του, με το που έκλειναν τα σχολεία αμέσως ερχόταν στο χωριό σε μάς.
Δεν μας πολύ άρεσε που σηκωνόμαστε νωρίς την Κυριακή από το κρεββάτι καλοκαιριάτικα, αλλά ο μπαμπάς μου που σε όλα τα θέματα ήταν διαλλακτικός σε αυτό ήταν ανένδοτος.
Ότι ώρα και να κοιμόμαστε αποβραδίς, το πρωί θα πηγαίναμε στην λειτουργία.
Σηκωνόμαστε λοιπόν θέλαμε δεν θέλαμε πίναμε το γάλα μας, βάζαμε τα καλά μας ρούχα, και εμένα μου χτένιζε η μαμά μου τα κοτσιδάκια μου.
Με μία χτένα που είχε πυκνά δόντια, και την βούταγε σε ένα κύπελλο αλουμινένιο με νερό να μην πετάει τρίχα, και τα μάτια μου γεμίζανε δάκρυα από τον πόνο αλλά τι να κάνω που δεν μπορούσα να ξεφύγω.
Και όταν τελείωνε, όλοι μαζί παίρναμε το δρόμο για την εκκλησία.
Το χωριό των παιδικών μου χρόνων έσφυζε από ζωή.
Ο δρόμος ήταν γεμάτος από συγχωριανούς μας, που και αυτοί ντυμένοι με τα σκολιανά τους, τραβάγανε την ανηφόρα.
Και γρήγορα γρήγορα μην “απολύσει” ο παπάς, όπως άκουγα να λένε στα αστεία.
Και δεν είχε και μεγάφωνα τότε για να ακούμε σε ποιό στάδιο βρισκόταν η διαδικασία.
Άντε να μη χάσουμε το ευαγγέλιο, έλεγαν άλλοι.
Πολύ που μας ένοιαζε εμάς τους μικρούς το ευαγγέλιο, αλλά αφού αυτό ήθελε ο μπαμπάς μου που ήταν θρήσκος αλλά όχι θρησκόληπτος, αυτό κάναμε.
Την διαφορά αυτών των δύο εννοιών την έμαθα πολύ αργότερα, γιατί αυτό που ήξερα τότε, ήταν ότι ο μπαμπάς μου ήταν ο πιό γλυκός μπαμπάς του κόσμου, και με αγαπούσε πολύ και μου έκανε όλα τα χατήρια.
Και όταν με ρωτούσαν ποιόν αγαπάς πιό πολύ την μαμά σου ή τον μπαμπά σου, έλεγα πάντα τον μπαμπά μου, και θύμωνε η μαμά μου η Πελαγία.
Δεν το έδειχνε φανερά, ψιλογελούσε κιόλας δήθεν, αλλά εγώ το καταλάβαινα γιατί τα μάτια της σκοτείνιαζαν λίγο.
Νομίζω ότι ζήλευε.
Και για να σας εκμυστηρευτώ και κάτι, μου άρεσε που ζήλευε, γιατί για να ζηλεύει, πάει να πει ότι με αγαπούσε πολύ και εκείνη και ήθελε να την αγαπώ καμία φορά πιό πολύ από τον Στέλιο τον μπαμπά μου.
Και φτάναμε πριν το ευαγγέλιο πάντα, και χωρίζαμε οι άντρες από τις γυναίκες.
Εγώ και η μαμά μου ανεβαίναμε στον γυναικωνίτη, τα αγόρια πηγαίναν στα αριστερά που ήταν των ανδρών και ο μπαμπάς μου στην μέση, πρώτος πρώτος εκεί στο δεσποτικό δίπλα.
Και υποτίθεται ότι παρακολουθούσαμε οι μικροί την ακολουθία, αλλά πιο πολύ χαζεύαμε και το μυαλό μας ταξίδευε αλλού.
Πού αλλού; Στο γυαλό και στο κολύμπι που θα ακολουθούσε.
Και τελείωνε κάποτε η λειτουργία, ατέλειωτη μας φαινόταν, αλλά και το μαρτύριο να καθόμαστε ακίνητοι και αμίλητοι τόση ώρα, παίρναμε το αντίδωρό μας και τρεχάλα για το σπίτι.
Τρεχάλα για να πάμε να αλλάξουμε, να βάλουμε το μαγιώ μας και να πάμε στην θάλασσα, στα Βατερά μας.
Εκείνα τα χρόνια οι άνθρωποι που είχαν σπίτι στα Βατερά ήταν μετρημένοι στα δάχτυλα.
Όλοι οι υπόλοιποι, μικροί μεγάλοι, κατεβαίναμε σίγουρα μια φορά το χρόνο, τα Γιούλια στο μεγάλο πανηγύρι που κατέβαινε όλο το χωριό, και άντε λίγες φορές ακόμα απογεύματα κάτι σαν εκδρομή, οικογενειακώς με φίλους.
Απογεύματα όμως δεν μας άφηναν να μπούμε στην θάλασσα για κολύμπι, για να μην κρυώσουμε.
Και πάντα φωνάζανε μην τυχόν και βραχούν τα ρούχα μας όταν παίζαμε στο κύμα και πάντα φυσικά τα βρέχαμε.
Μετά, όταν η δική μας γενιά μεγάλωσε λίγο, πηγαίναμε συχνά με τα ζώα για κολύμπι.
Όταν όμως ήμαστε πολύ μικροί, ο μπαμπάς μας μολονότι ο ίδιος δεν ήξερε μπάνιο, κάθε Κυριακή μάς έκανε το χατήρι και μας κατέβαζε στην θάλασσα.
Φορούσε ένα μεγάλο καπέλο ψάθινο με ένα λάστιχο στο πηγούνι που του το είχε ράψει η μαμά μου για να μην το παίρνει ο αέρας, και εμείς τέτοια είχαμε εκτός από το δικό μου που είχε κορδέλες, χακί πουκάμισο με μακρυά μανίκια και παντελόνι χακί, και για παπούτσια , αρβύλες.
Χειμώνα καλοκαίρι φορούσε στην εξοχή αρβύλες.
Και πηγαίναμε με τα μουλάρια στα Βατερά και καθόταν ο καυμενούλης μου στην άμμο μέσα στην ζέστη και το μόνο που έβγαζε ήταν οι κάλτσες και αυτά τα άρβυλα.
Και ανασκούμπωνε το παντελόνι και έβαζε τα πόδια του λίγο στο νερό για να δροσιστεί, και μετά καθόταν και μας περίμενε.
Εμείς και οι τρείς ξέραμε πολύ καλό κολύμπι.
Απομακρυνόμαστε από την στεριά αρκετά, κάναμε αγώνες μεταξύ μας, πιό πολύ για να είμαι ειλικρινής τα αγόρια, αλλά ακολουθούσα και εγώ.
Αυτοί κάνανε και βουτιές που σε εμένα δεν αρέσαν καθόλου.
Και έκανα το λάθος να το εκμυστηρευτώ στον ξάδερφο μου.
Αυτό ήταν!
Όποτε δεν ήταν απασχολημένος με τα παιχνίδια που έκανε με τον αδερφό μου και τα άλλα αγόρια, διασκέδαζε βουτώντας με στην θάλασσα.
Και με περίμενε από πάνω μόλις εμφανιζόμουν για να πάρω ανάσα, να με ξαναβουτήξει.
Ήταν ο φόβος και ο τρόμος μου.
Δεν το έκανε ευτυχώς πάντα, αλλά όταν τον έβλεπα από μακρυά να με πλησιάζει όπου φύγει φύγει.
Τώρα θα μου πείτε γιατί δεν το έλεγα στον μπαμπά μου να τον μαλώσει;
Πρώτον δεν μας άρεσε να “ανακατώνουμε” στους μεγάλους και να γινόμαστε “Ιούδες”, δεύτερον δεν ήθελα να καταλάβουν πόσο το φοβόμουνα αυτό το βούτηγμα που για τα περισσότερα παιδιά ήταν σαν παιχνίδι, και τρίτον και σπουδαιότερο αν δεν με έπαιζαν μετά;
Έτσι υπέμενα στωικά φροντίζοντας να τον αποφεύγω.
Η λαχτάρα μου για την θάλασσα ήταν πολύ μεγάλη αλλιώς θα μπορούσα να την είχα μισήσει από τα βουτήματα.
Να φανταστείτε λάτρεψα τον κ. “Ίνκο” που τον λέγανε Νικέλλη στην πραγματικότητα αλλά τον έβρισκες “Ίνκο” , και το άλλο παρανόμι του ήταν και ” κουτούτς” γιατί ήταν κοντός, λίγο χοντρός, και έδειχνε πολύ δυνατός κύριος.
Δε πιστεύω να θύμωσε που σας τα είπα αυτά, να μην μαλώσουμε τώρα, άσε που πέθανε κιόλας.
Ο πολύ καλός που λέτε κύριος “Ίνκος”, κάποτε που είχαν κοκκινίσει τα μάτια μου και ο μπαμπάς μου δεν ήθελε να με πάει στην θάλασσα του είπε έτσι λίγο περίεργα που μιλούσε:
-Ε βλέπς βρε Στέλιο, οι βαρκαροί, οι βαρκαροί, πάντα κότσνα, κότσνα τα μάτια ντους, αλλά γιροί, γιροί, πουλύ γιροί.
Τώρα από αυτό πείστηκε ο μπαμπάς μου και συνεχίσαμε να πηγαίνουμε, ή όχι δεν έχει σημασία.
Εγώ σε αυτό το απέδωσα και πολύ τον αγάπησα τον κ. “Ίνκο”.
Και ένοιωθα και σαν…βαρκαρός που δεν ήξερα τι στο καλό ήταν, αλλά…πουλύ γιρή.
Μια τέτοια Κυριακή λοιπόν σαν όλες τις άλλες, ξεκινήσαμε με τα δυό μας μουλάρια, τα αγόρια σε ένα και εγώ με τον μπαμπά μου στο άλλο για να πάμε στα Βατερά.
Τότε ο κεντρικός δρόμος ήταν αυτός που λέμε τώρα παλιός.
Κατέληγε στο λαγκάδι, δηλαδή πέρναγε από του ” Γιαννακέλ του πγάδ” κατέβαινε μέσα στην ρεματιά με τα ψηλά δέντρα και τα ρουμάνια στους φράχτες των χωραφιών, την σκιά και την δροσιά που έδιναν τα νερά που έτρεχαν άν ήταν “καλή” η χρονιά, πέρναγε από εκεί που είναι σήμερα ο Άγιος Στάθης, και τελείωνε στο καφενείο που είχαν οι αδερφοί Νικέλλη αν δεν κάνω λάθος, και στο τελωνείο .
Εκεί, πάνω από το τελωνείο δέναμε τα μουλάρια στις “αλγαργιές” που υπήρχαν στους “στριφούς” των χωραφιών.
Αυτοκίνητα σπανίως περνούσαν από εκεί, και τα μουλάρια ήταν μέσα στο δρόμο.
Εκείνη την συγκεκριμένη Κυριακή υπήρχαν πολλές βάρκες δεμένες εκεί μπροστά.
Και γδυθήκαμε γρήγορα, και πέσαμε στο νερό, και αρχίσαμε το κολύμπι και τα παιχνίδια και ήταν όλα μια χαρά.
Μια χαρά ώσπου τα αγόρια είχαν την φαεινή ιδέα να ανεβαίνουν σε μία από τις βάρκες που βρισκόταν εκεί, και να βουτούν στην θάλασσα.
Ο μπαμπάς είχε βγάλει τις αρβύλες, είχε βρέξει τα πόδια του, είχε ξαπλώσει, είχε βάλει το καπέλο μπροστά στο πρόσωπό του να μην τον χτυπάει ο ήλιος, και μάλλον τον είχε μισοπάρει ο ύπνος στην αμμουδιά.
Εγώ έπαιζα στην ακροθαλασσιά κάνοντας ” λακδέλια”.
Κάποια στιγμή από τις φωνές, τα γέλια και τον ήχο των βουτιών, ξύπνησε, πήρε είδηση τι κάνανε τα “βλαστάρια” του, σηκώθηκε, πλησίασε, και τους έβαλε δυνατές φωνές να φύγουν από την ξένη βάρκα.
Και πηδάνε όπως όπως οι δικοί σου και μπλέκεται το πόδι του Θοδωρή μας σε κάτι σχοινιά με τα οποία ήταν δεμένες οι βάρκες, φοβήθηκε, άρχισε να βουλιάζει και έβαλε τις φωνές:
-Βοήθεια, πνίγουμι θείου πνίγουμιιιι…..
Και τρέχει ο μπαμπάς μου να τον σώσει, κοντά ήταν άλλως τε, και μπαίνει μέχρι την μέση και συνειδητοποιεί ότι η θάλασσα βαθαίνει απότομα και δεν ξέρει κολύμπι, και απλώνει τα χέρια του και λέει στον Θοδωράκη μας με δήθεν ψύχραιμη φωνή.
-Έλα παλκάρι μ’ , έλα τσι μπουρείς, έλα παλκάρι μ’. Χτύπα τα πουδαρέλια σ’.
Και χτύπησε τα πόδια του και χτύπησε και τα χέρια του και βγήκε ο Θοδωρής μας.
Κίτρινος σαν το φλουρί ήτανε, και νομίζω και μεις δεν πηγαίναμε πίσω.
Κατουρημένοι από τον φόβο μας είμαστε.
Και τον αγκαλιάζαμε, και τον φιλάγαμε, και ο μπαμπάς μου δάκρυσε και το έκρυψε, όμως εγώ τον είδα που σκούπιζε κρυφά τα μάτια του.
Και εγώ ήμουν χαρούμενη που σώθηκε, αλλά και στεναχωρημένη γιατί δεν πνίγηκε λίγο, να τόσο λίγο μόνο, να πιεί πολύ νερό και να τον δείρουνε κιόλας.
Να μάθει αυτός, που όλο να με βουτάει ήξερε.
Δεν έχω λόγια! Κι επειδή έχω μιλήσει φορές για τα γραφόμενα σου, το μόνο που θα συμπληρώσω είναι ότι περιμένω με ανυπομονησία πάντα το επόμενο κείμενο!
Ευχαριστώ Ζωή μου. Στους…καλλιτέχνες πάντα αρέσει το χειροκρότημα.