Το πάθημα, μάθημα.
Τα σπίτια στα χωριά “άνοιγαν” για να γιορτάσουν και να δεχτούν κόσμο επίσημα, λίγες φορές το χρόνο.
Σε μεγάλες γιορτές και ειδικά στην ονομαστική γιορτή του συζύγου.
Γιατί τις άλλες μέρες οι γυναίκες πηγαινοέρχονταν από σπίτι σε σπίτι σε γειτόνισσες και φιλενάδες ανεπίσημα, και οι άνδρες πήγαιναν στα καφενεία του χωριού και συναντιόντουσαν, συζητούσαν, έπαιζαν τάβλι και χαρτιά, πίνανε ούζα, τσακώνονταν για τα πολιτικά και “έλυναν” τα μεγάλα παγκόσμια προβλήματα αλλά και τα μικρά που αφορούσαν τις αγροτικές εργασίες τους.
Οι γυναίκες κάνανε γειτονιό και παρακάνι δίπλα στο τζάκι το χειμώνα και μπροστά στις πόρτες τους και στα πεζοδρόμια το καλοκαίρι.
Μαζευόταν εκ περιτροπής σε διάφορα σπίτια και κάνοντας διάφορες δουλειές όπως κέντημα, πλέξιμο, καρύκωμα, γνέσιμο, κριθαράκι, συγχρόνως κουτσομπόλευαν τους πάντες και τα πάντα.
Κανένας δεν ξέφευγε από το στόμα τους.
Όλα αυτά πρόχειρα όμως, χωρίς πολλά πολλά κεράσματα και περιποιήσεις.
Αντε κανά σύκο ή καμιά σταφίδα πού και πού και κανά ρεβύθι καβουρντισμένο.
Στα πανηγύρια και στις γιορτές όταν ειδικά έπαιζε μουσική πήγαιναν οικογενειακώς και με φίλους στα καφενεία άνδρες και γυναίκες μαζί.
Όταν όμως αποφάσιζαν να “ανοίξουν” το σπίτι τους για γιορτή οι ετοιμασίες άρχιζαν πολύ νωρίς.
Έπρεπε το σπίτι να καθαριστεί ακόμα και να ασπριστεί, να στρωθεί με τα καλά τα χράμια το χειμώνα, να πλυθούν οι κουρτίνες, να αλλάξουν τα “καναπελίκια”, και να μπουν τα ωραία τραπεζομάντηλα και τα πετσετάκια τα “προυτνά” που αμέσως τα μάζευαν μετά για να μην χαλάσουν και να ξαναβγούν πάλι του χρόνου.
Υπήρχαν τέτοια εργόχειρα που πήγαιναν από γενιά σε γενιά εκατό ετών και βάλε.
Αλλά και πολλά σύγχρονα, με σχέδια από τα παλιά που τα αντιγράφανε, και έτσι η πάραδοση συνεχιζόταν από γενιά σε γενιά.
Αυτά τα σχέδια όσοι είχανε, δέν τα δίνανε για αντιγραφή όπου όπου.
Κάτι σαν να σου κάνανε χάρη, και μόνο σε πολύ φίλους δινόταν ή σε ανθρώπους που εκτιμούσαν, για να μην τα έχουν πολλοί, και να καμαρώνουν για την σπανιότητα και την ομορφιά τους.
Μετά από την ετοιμασία του σπιτιού σειρά είχαν τα τραταρίσματα.
Τίποτα δεν υπήρχε έτοιμο να το αγοράσεις.
´Ολα έπρεπε να γίνουν από τα χέρια της νοικοκυράς.
Την ημέρα της γιορτής πρώτα έβγαιναν οι φωκάδες με τα γλυκά του κουταλιού, μετά το λικέρ με φοντάν, και τέλος τα σοροπιαστά του ταψιού που ήτανε συνήθως σαμσάς, μπακλαβάς ή κανταΐφι.
Από τους φωκάδες που ήταν γεμάτοι, έπαιρνες με το κουταλάκι σου που το είχαν σε ένα ειδικό δοχείο μια κουταλιά, μετά το ακούμπαγες σε ένα πιατάκι στο δίσκο ή στο ποτήρι με το νεράκι σου και έλεγες, ένα, “εις υγείαν χρόνια πολλά”, και όποιες άλλες ευχές ήθελες και έπινες λίγο.
Μια φορά λέγεται, αλήθεια ψέματα δεν είμαι και σίγουρη, ένας έρμος ξένος, Εγγλέζος νομίζω οτι ήταν, είχε πάει επίσκεψη σε ένα σπίτι μια μέρα και του βγάλανε τον φωκά με το γλυκό να τον κεράσουν και νόμιζε ό,τι έπρεπε να το φάει όλο.
Πήρε το φωκά λοιπόν στα χέρια του και άρχισε να…κουταλίζει.
Αφού ζορίστηκε και έφαγε το μισό δεν άντεξε και με απολογητικό ύφος είπε:
-I am sorry. I can’t eat more.
-Συγνώμη αλλά δεν μπορώ να φάω περισσότερο.
Η δε νοικοκυρά καθόταν και τον κοίταζε άναυδη όση ώρα έτρωγε, γιατί ντρεπόταν να του τον πάρει από τα χέρια αλλά και πώς να του εξηγήσει η δόλια, πώς είναι τα ήθη και τα έθιμα του κεράσματος στην Μυτιλήνη, που δεν ήξερε ούτε τον τρόπο να μην τον προσβάλει αλλά ούτε και την γλώσσα.
Κάτι σαν ανέκδοτο μοιάζει αλλά μπορεί να είναι και αλήθεια.
Μια μεγάλη γιορτή λοιπόν, του Αγίου Γεωργίου, γιόρταζε ο άντρας μιας από τις δασκάλες στον Πολυχνίτο.
Ο Πολυχνίτος είναι ένα χωριό της Μυτιλήνης κοντά στο δικό μας.
Η μαμά της φίλης μου της Εύας, δασκάλα, με τον σύζυγο της επίσης δάσκαλο και τα δυό της παιδιά, πήγαν επίσκεψη στο σπίτι του εορτάζοντος για να του ευχηθούν…επί της ονομαστικής εορτής του.
Οι επισκέψεις άρχιζαν νωρίς και τελείωναν αργά γιατί πηγαίνανε σε πολλά σπίτια οι άνθρωποι, μάλιστα πολλές φορές δεν τις προλάβαιναν όλες και πήγαιναν την επομένη, επειδή στα χωριά οι αποστάσεις είναι μικρές, και οι εορτάζοντες συγγενείς γνωστοί και φίλοι, πάρα πολλοί.
Και τα σπίτια “άνοιγαν” από νωρίς.
Μετά την εκκλησία, και ήταν ανοιχτά σχεδόν όλη την ημέρα.
Κόσμος μπαινόβγαινε συνέχεια και τα τραταρίσματα οι πιό πολλοί τα παίρνανε “στο χαρτί” γιατί δεν μπορούσαν να τα φάνε όλα.
Η Εύα όμως ήταν καινούργιοι στο χωριό αυτό και γνωρίζανε καλά μόνο αυτήν την δασκάλα.
´Ετσι το απογευματάκι “σημαιοστολισμένοι” με τα καλά τους, πήγαν επίσκεψη στο σπίτι του εορτάζοντος.
Οι μεγάλοι έκατσαν στο καλό το δωμάτιο και τα παιδιά πήγαν στην κουζίνα η οποία και αυτή ήταν πεντακάθαρη και περιποιημένη για την περίσταση.
Ήδη του Αγίου Γεωργίου οι νοικοκυρές είχαν αρχίσει να μαγειρεύουν στις μικρές πρόχειρες κουζινίτσες που είχαν στις αυλές τους.
Και άρχισαν τα κεράσματα στους μεγάλους και οι ευχές και κάποια στιγμή ήρθε και η σειρά των μικρών.
Η καλή ανατροφή όσον αφορά τα παιδιά κατά την αντίληψη της εποχής εκείνης, ήταν, όταν σου προσφέρουν κάτι να μην το παίρνεις αμέσως, αλλά να λες ένα “όχι ευχαριστώ πολύ δεν θέλω”.
Και μετά όταν επιμένουν να το παίρνεις και να λές πάλι “ευχαριστώ “.
Και επειδή αυτό ήταν γνωστό πάντα επιμέναμε οι…προσφέροντες στα μικρά παιδιά.
Αυτό είχε μάθει και στα παιδιά της η κ.Κλειώ η μαμά της φίλης μου.
Και το Ευάκι σαν καλό κοριτσάκι το έκανε πάντα.
Το γλυκό δε ήταν ένα ωραιότατο σπιτικό κανταΐφι που η Ευανθούλα δεν ήταν εύκολο να το έχει συχνά και που της άρεσε πάρα πολύ.
Όταν λοιπόν η οικοδέσποινα την πλησίασε, ήταν και πρώτη πρώτη και της πρόσφερε το γλυκό, η Εύα όπως όριζε η καλή ανατροφή ειπε:
-Ευχαριστώ πολύ δεν θέλω.
-Εντάξει, της είπε η κυρία που βιαζόταν εκείνη τη μέρα, θα το φας αν θέλεις αργότερα, και πρόσφερε στα άλλα παιδιά μαζί και στον αδερφό της ο οποίος το πήρε χωρίς δεύτερη κουβέντα αγνοώντας τους κανόνες της καλής συμπεριφοράς που είχε διδαχθεί.
Και άρχισε το μαρτύριο της καυμενούλας.
Όλα τα παιδια να τρώνε από το αγαπημένο της γλυκό και αυτή τίποτα.
Και όλο να παρακαλάει από μέσα της να την θυμηθεί ξανά η κυρία και να της ξανα προσφέρει γλυκό.
Αμέσως θα το έπαιρνε.
Η οποία όμως κυρία με τόσο κόσμο που είχε, ξέχασε το μικρό Ευάκι.
Τα ματάκια της γέμιζαν δάκρυα που με κόπο συγκρατούσε όση ώρα κράτησε το μαρτύριο της.
Και να έχει και τον αδερφό της απέναντι, που την κοιτούσε με ένα ειρωνικό ύφος και κρυφό γελούσε κάτω από τα μουστάκια του.
Και έκανε ότι γλυφότανε κιόλας για να την “πικάρει” πιό πολύ.
Και κάποια στιγμή σηκώθηκαν οι γονείς της για να φύγουν και έσβησαν και οι τελευταίες ελπίδες της.
´Ολη νύχτα στον ύπνο της το γλυκό ονειρευόταν.
Ποτέ δεν ξέχασε την λαχτάρα και την πίκρα της για το κανταΐφι που έχασε μια φορά του Αγίου Γεωργίου σε ένα μικρό χωριό της Μυτιλήνης.
Αλλά και ποτέ πια δεν είπε “ευχαριστώ δεν θέλω” όταν την κερνούσαν.
Έγραψε στα παλαιά της παπούτσια τους “καλούς τρόπους” της εποχής.
Πάντα έπαιρνε το γλυκό και μετά έλεγε “ευχαριστώ πολύ”.
Το πάθημα τής έγινε μάθημα.
Όχι που θα ξανάχανε κανταΐφι!
Και του χρόνου κα Κατερίνα, να χαίρεστε το σύζυγό σας
Ευχαριστώ πολύ Νίκο μου.Αν δεν το ήξερες ο μπαμπάς σου ήταν δεύτερα εξαδέρφια με το Ευάκι που έχασε το κανταίφι.
Ναι το πληροφορήθηκα.
ΑΝ ΚΑΙ ΔΕΝ ΤΑΙΡΙΑΖΕΙ ΕΔΩ, ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΒΡΗΚΑ ΑΛΟΥ ΚΑΤΑΛΛΗΛΟ ΧΩΡΟ ΓΙΑ ΝΑ ΕΚΦΡΑΣΩ ΜΙΑ ΑΠΟΡΙΑ ΜΟΥ. Η ΑΠΟΡΙΑ/ΕΡΩΤΗΣΗ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΕΞΗΣ. ΘΥΜΑΤΑΙ ΚΑΠΟΙΟΣ ΠΩΣ ΛΕΓΑΝΕ ΤΟ ΒΟΥΤΥΡΟ ΠΟΥ ΕΦΤΙΑΧΝΑΝ ΠΑΛΙΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΑΣ (ΙΣΩΣ ΝΑ ΤΟ ΦΤΙΑΧΝΟΥΝ ΑΚΟΜΑ) ΑΠΟ ΤΗ ΤΣΙΠΑ ΠΟΥ ΜΑΖΕΥΑΝ ΑΠΟ ΤΟ ΓΑΛΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΟ ΚΑΒΟΥΡΝΤΙΖΑΝ ΚΑΙ ΤΟ ΕΤΡΩΓΑΝ ΑΛΟΙΦΩΝΤΑΣ ΤΟ ΣΤΟ ΨΩΜΙ. ΘΥΜΑΜΕ ΟΤΙ ΜΟΣΧΟΜΥΡΙΖΕ ΟΛΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΟΤΑΝ ΤΟ ΕΦΤΙΑΧΝΑΝ ΟΣΟΙ ΕΙΧΑΝ ΠΡΟΒΑΤΑ ΚΑΙ ΓΙΔΙΑ. ΟΙ ΠΙΟ ΠΑΛΙΟΙ ΣΙΓΟΥΡΑ ΤΟ ΕΧΟΥΝ ΦΑΕΙ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΝΑ ΘΥΜΗΘΩ ΠΩΣ ΤΟ ΕΛΕΓΑΝ. ΘΥΜΑΜΕ ΜΟΝΟ ΟΤΙ ΕΙΧΕ ΕΝΑ ΚΙΤΡΙΝΩΠΟ ΧΡΩΜΑ ΚΑΙ ΗΤΑΝ ΛΙΓΑΚΙ ΑΛΜΟΙΡΟ. ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΟΠΟΙΟΝ ΤΟ ΘΥΜΑΤΑΙ ΚΑΙ ΜΟΥ ΤΟ ΠΕΙ.
κουσμιρι.