Από την Κατερίνα Γεωργή
Με πόσους ήχους με πόσες φωνές μας μιλούσες χρόνια τώρα!
Χτύπησε η καμπάνα για το σχολειό εδώ και ώρα τρεχάτε “Ρηνέλ, Γιουργέλ” γιατί θα χτυπήσει το κουδούνι και θα “απομείνιτι όξου απ’ τ’ ντάξ”.
Χτύπησε η τρίτη καμπάνα γρήγορα ετοιμαστήτε γιατί θα “απουλύς’ η ακκλησιά μουρά” ώσπου να πάμε.
Πένθιμα ακούγεται η καμπάνα ώ Μυρσινιώ ποιος άραγε “σχουρέθκει”;
“Θαρρώ Αντώνς τς Αφρουδίτς, θιός σχουρέςτουν, άντι ξικουράστσι. Τα χρόνια τ’ να πάρουμι”.
Άντε ν’ ανάψεις το καντήλι Μαρία χτύπησε η καμπάνα για του “σπιρνό”.
Χαρμόσυνη σε γάμους, ευχές παντού.
Η “ώρα η καλή” για τα παιδιά θειά Βασούλα.
” Φχαριστώ, άντε “τσι στα θκάς Παναγιουτούδα”.
Τρελαινόσουν από την χαρά σου ανάσταση και δευτεράνασταση, την “Λαμπρή”, με τα φώτα, τα βεγγαλικά και το ευαγγέλιο στο καμπαναριό.
“Κστός ανέστ’ Στρατέλ”.
“Αληθώς ανέστ’ Σαμφώ, γιροί νάμαστι τσι τ’ χρόν”.
“Καλώς τσ’ δέχτσις ώ Κατίνα”.
“Φχαριστώ Δισπινούλα, νάσει καλά”.
Ευχές και χαρές, χαρές και ευχές.
Και χαιρόσουν και εσύ μαζί τους.
Με τα κλωσσόπουλά σου που τα μάζεψες με την φωνή σου όλα μαζί τις άγιες αυτές μέρες και τα καμάρωνες.
Αλλά μια αποφράδα μέρα σίγησες.
Δώδεκα του Ιούνη ήταν αυτή η μαύρη μέρα.
Ούτε χαρές, ούτε λύπες, ούτε ψαλμωδίες, ούτε ευχές, ούτε μια καλημέρα στις σκάλες και στο προαύλιο που παρακολουθούσες από ψηλά.
Και το χωριό το δικό σου, που χρόνια το υπηρετούσες με αγάπη, κατεστραμμένο και βουβό.
Όμως σήμερα την ημέρα της γιορτής της εκκλησιάς σου, σχεδόν ένα χρόνο μετά, ξαναχτύπησες και τους κάλεσες κοντά σου.
Ήμουν μακρυά, δεν σε άκουσα, αλλά κουβαλώ πολλά χρόνια στην πλάτη μου και ατέλειωτες θύμισες από τον ήχο σου.
Ήταν σαν να ήμουν εκεί, ξεκινώντας νοερά γρήγορα γρήγορα από το σπίτι μας όπως παλιά, έστω και μετά την τρίτη την καμπάνα για να “προυλάβουμι του ευαγγέλιου”, όπως μου έλεγε στα μικράτα μου η μαμά μου.
Και την πρόλαβα την γιορτή και αντάλλαξα ευχές με τους χωριανούς μου:
“Βοήθειά μας, και του χρόνου” Ρηνέλ, Κουστή, Μαργιέλ, Θουδουρή, Λιφτιρία, Παναγιουτούδα, Δημητρό, Στρατή, Μηλιά, Λέν, “τσι τ’ χρόν μι του καλό”.
Βοήθειά μας χωριανοί, και του χρόνου άντε του παραχρόνου να ακουστεί χαρούμενη η φωνή της με την εκκλησία μας και το χωριό μας ξαναφτιαγμένο.
Χαρούμενη σαν την μέρα της Ανάστασης.
Χριστός Ανέστη.
Αληθώς Ανέστη κυρία Κατερίνα, μηπως θυμάστε το όνομα της καμπάνας;
Δεν το ήξερα και μου το έγραψε ο Ξενοφών Σάμιος. Χ” Γδουντίνα από το όνομα της δωρήτριας.
Το γράφω ολόκληρο Χατζηγδουντίνα. Μάλλον η δωρήτρια είχε πάει στα Ιεροσόλυμα και έγινε χατζήδαινα. Και χάρισε και την καμπάνα. Ίσως να υπάρχουν περισσότερες λεπτομέρειες στο βιβλίο του κ. Τσέλεκα, Βρίσα το χωριό μου.
Ναι ναι! Χατζηγδούντινα την είπε και η μητέρα μου.
Ο αγαπημένος μου Γιώργος Τσάτσος μου επισήμανε ότι η καμπάνα μας χτυπούσε και για να καλέσει τις γυναίκες να καθαρίσουν και να στολίσουν την εκκλησία μας και αντίστοιχα τον Άγιο Κωνσταντίνο, αλλά και για οποιοδήποτε “γιανγκίν” είτε σε σπίτι είτε στα χωράφια. Είναι δε “του γιανγκίν” η πυρκαγιά. Τον ευχαριστώ πολύ.