Από την Κατερίνα Γεωργή
Στου Προκόπα
Το σπίτι μας το πατρικό είναι λίγο πιό πάνω από τον Πλάτανο, πηγαίνοντας για το Λαγκάδι.
Γόμου πηγάδι λέγεται η γειτονιά μας και είμαστε αρκετά κοντά στο κέντρο και στα καφενεία.
Μέχρι που μάθαμε εκεί λίγο πριν το 1960, ότι ένα καινούργιο καφενείο θα άνοιγε πιό πάνω από το σπίτι μας, του Προκόπα.
Και άνοιξε το καινούργιο καφενείο και από κεί που είμαστε λίγο κέντρο, αυτόματα γίναμε εντελώς κέντρο.
Και να τα τζούκ μπόξ και να οι μουσικές και να οι περατζάδες των νεαρών και επίδοξων μνηστήρων έξω από την πόρτα μας.
Η χαρά της εφηβείας μου, γιατί όσο νάναι εκείνα τα χρόνια ένας κάποιος περιορισμός στις βόλτες και στις εξόδους υπήρχε για μας τα κορίτσια.
Και να κάθεσαι στα σκαλοπάτια του σπιτιού σου ή μέσα από το τζάμι, και να περνάνε τα αγόρια κάθε μέρα από μπροστά, που αλλιώς πώς θα τα έβλεπες, και να ανταλάσεις κρυφές ματιές, να τα βλέπεις να κοκκινίζουν, να ακούς τα γελάκια τους και τα ψευτοαναστενάγματά τους, και να νοιώθεις όμορφα, χαρούμενη και επιθυμητή.
Και μια γλυκειά ανατριχίλα να σε παραλύει και να λύνονται τα χέρια και τα πόδια σου, και η καρδιά σου να πάει να σπάσει, όταν πέρναγε ο αγαπημένος σου που μπορεί να ήταν μόνο μέσα στο μυαλό σου αγαπημένος, και αυτός να μην ήξερε τίποτα, αλλά τι σημασία είχε;
Εσύ όλο αυτόν σκεφτόσουν γιατί ήσουν μικρή και ερωτευμένη, και τον γλυκοκοίταζες και τον καμάρωνες που τον έβλεπες.
Και τα βράδια που έκλεινε το καφενείο, να φεύγουν οι νεαροί και να σου τραγουδούν κάτω από το παράθυρό σου περνώντας, δήθεν τυχαία, δήθεν όχι για σένα, αλλά εσύ ήξερες ποιός και τί.
Εκείνα τα χρόνια όλως τυχαίως, έφτιαξε ο μπαμπάς μου μία ταρατσούλα για να σκεπάζει την ξύλινη αυλόπορτα του σπιτιού μας για να μην σαπίσει όταν βρέχεται.
Φτιάξαμε και ζαρντινιέρες και φυτέψαμε κόκκινα γαρύφαλα.
Αχ αυτά τα γαρύφαλα αν είχαν στόμα να μας πουν το τί τραβήξανε.
Γιατί μεγάλωσαν οι γαρυφαλιές, κρεμάσανε προς τα έξω, και γεμίσανε λουλούδια.
Τόσο πολλά γαρύφαλα δεν είχαν δει τα μάτια μου.
Αγκαλιές κόβαμε για τα ανθοδοχεία μας, και μοσκομύριζαν τα δωμάτια.
Πηδάγανε και οι νεαροί και κόβανε αυτά που κρεμότανε, και άλλα τα πέταγαν στην αυλή και άλλα τα πέρνανε μαζί τους και την επομένη τα κρατούσαν επιδεικτικά όταν πέρναγαν για να πάνε στο καφενείο και τα μυρίζανε δήθεν ή τα έβαζαν στο αυτί.
Αυτά, άλλοι για πλάκα, για να με πικάρουν, και άλλοι γιατί ενδιαφερόταν για μένα, και με αυτό τον τρόπο μου το έδειχναν, γιατί ντρεπόταν να μου το πουν φανερά, επειδή ήταν και αυτοί μικροί και ερωτευμένοι και φοβόταν την απόρριψη.
Το μαγαζί ήταν πολύ ωραίο και σύγχρονο και το είχαν τα δύο αδέρφια Προκοπίου και ήταν και ο Βασίλης ο Κουτσουραδής μαζί τους, με καταπληκτικούς μεζέδες και κάθε μέρα η μουσική από το τζούκ μπόξ στη διαπασών και η Μαντουβάλα και η Ζιγκουάλα με τον Καζαντζίδη ακουγόταν σε όλο το χωριό.
Γέμιζε κόσμο μέσα και απ’ έξω, και γινόταν γλέντια και γλέντια Κυριακές και γιορτές και με ορχήστρες χωριανών μας μουσικάντηδων.
Ερχόταν και θεατρικοί θίασοι, σπάνια μεν, αλλά ήταν το μεγάλο γεγονός για το χωριό μας, κάμποσες μέρες.
Πήγαινε “πατείς με πατώσε” ο κόσμος να δει την παράσταση.
Και γινόταν καυγάδες και σπρωξίματα για το ποιός θα κατάφερνε να βγάλει εισιτήριο και να μπεί.
Οι θεατρίνοι καθόταν μια βδομάδα και παραπάνω και παίζανε πολλά έργα και τα έβλεπε όλο το χωριό.
Και αρκετοί νεαροί πηγαίνανε πολλές φορές γιατί είχε κοπέλες που ήταν όμορφες και μοντέρνες και κάνανε παρέα μαζί τους μετά την παράσταση, πίνοντας ποτά και καπνίζοντας, και εμείς τις κοιτάζαμε και τις ζηλεύαμε για την ελευθερία τους το ντύσιμο και τον τρόπο ζωής τους.
Το χειμώνα το καφενείο είχε τραπέζια μέσα, και το καλοκαίρι έβγαζε έξω, και γέμιζε ο δρόμος από όλες τις πλευρές γιατί ήταν σε σταυροδρόμι.
Και περάσαν τα χρόνια και μεγάλωσα, και έγινα φοιτήτρια, και δεν περίμενα πιά να περάσουνε τα αγόρια μπροστά από το σπίτι μας για να τα κοιτάζω και να φλερτάρω, αλλά κάναμε παρέα όλοι μαζί και γυρνάγαμε μαζί στις βόλτες και στα καφενεία και διασκεδάζαμε.
Και μία φορά δεν θυμάμαι αν ήταν γιορτή ή μια συνηθισμένη Κυριακή, αφού κάναμε τις συζητήσεις και τις πλάκες μας στον “καροτσόδρομο” περπατώντας πάνω κάτω, καταλήξαμε όλη η παλιοπαρέα, στου Προκόπα.
Και αρχίσαμε την ουζοκατάνυξη, τα τραγούδια από το τζούκ μπόξ και τον χορό, και περνάγαν οι ώρες και φούντωνε η διασκέδαση και άρχισαν και τα…άσπρο πάτο, και βάραγε το οινόπνευμα στο κεφάλι, και φούντωνε το κέφι, και σιγά-σιγά από δώ το είχαμε από κει το είχαμε σχεδόν ξημερωθήκαμε.
Και βγήκαμε στο δρόμο και κρίναμε ότι νωρίς είναι μωρέ, από τώρα θα πάμε για ύπνο;
Και κάποιος ρίχνει την ιδέα να κάνουμε περατζάδα από όλους τους δρόμους και να καταλήξουμε Αλώνια μεριά που θα είχε ξημερώσει να απολαύσουμε την ανατολή.
Ποιός είχε το περισσότερο μυαλό για να πει όχι; Η πρόταση πέρασε αμέσως δια βοής και χειροκροτημάτων.
Και ξεκινήσαμε να κάνουμε βόλτα τραγουδώντας μέσα στο χωριό.
Έτσι χωρίς σκοπό και συγκεκριμένη διαδρομή, για το δικό μας κέφι και τελικό προορισμό τα Αλώνια σε συνδυασμό με Ανατολή ηλίου.
Τα παλιά χρόνια, υπήρχαν οι περιβόητες καντάδες και όποιος νεαρός ήταν ερωτευμένος με μια κοπέλα, έπαιρνε τους φίλους του και πήγαιναν στην γειτονιά της, έξω από το σπίτι της, και της τραγουδούσανε, και υπήρχε χτυποκάρδι, αγωνία και χαρά πίσω από τα μισόκλειστα πατζούρια.
Εμείς όμως με την ελευθερία που αποκτήσαμε μετά από μάχες με τους γονείς και επιχειρήματα του τύπου, όταν λείπω στην πόλη πού ξέρετε τι κάνω, ή, εδώ μέσα στο χωριό μας φοβόσαστε , χάσαμε το ρομάντζο, και μη έχοντας κάποιο στόχο αφού είμαστε όλοι μαζί, περιφερόμαστε με γέλια και τραγούδια μέσα στις γειτονιές, για να παρατείνουμε απλά την χαρά, την ξενοιασιά και την ζεστασιά της παρέας.
Και βγαίνουμε που λέτε από του Προκόπα και αρχίσαμε να κατεβαίνουμε προς Πλάτανο όπου αναγκαστικά βέβαια, περάσαμε μπροστά από το σπίτι μας.
Και για κακή τύχη, άκου αδερφέ μου σύμπτωση, να τραγουδάμε το”εσύ κοιμάσαι στα σεντονάκια και εγώ γυρίζω μέσ’ στα σοκάκια”.
Και το ακούει η Πελαγία η μάνα μου που είχε μισό ξυπνήσει, είχε χορτάσει άλλως τε η γυναίκα ύπνο, και το πήρε στραβά, και σκουντάει το Στυλιανό που κοιμόταν του καλού καιρού, και άρχισε να ορύεται που αυτός κοιμάται και η κόρη του γυρίζει μέσα στα σοκάκια, και ότι για να τον κοροϊδέψουν το λένε αυτό το συγκεκριμένο τραγούδι.
Και να προσπαθεί ο δόλιος να την ηρεμήσει με λογικά επιχειρήματα του τύπου, βρε Πελαγία αυτό είναι ένα παλιό γνωστό τραγούδι που το λένε στις καντάδες, και εκείνη με το αντί επιχείρημα, ναί, αλλά γιατί διαλέξαν τώρα να το πουν μπροστά από την πόρτα μας, τον αποστόμωνε.
Και γύρισα και εγώ κάποια στιγμή, εκεί κάπου στην ώρα του…ανατέλλοντος ηλίου, μέσα στην καλή χαρά, εντελώς ανίδεη για το συνειρμό… σεντονακίων και Στυλιανού, και με περιλαβαίνει από τα μούτρα, πριν καλομπώ μέσα, που δεν ντρέπομαι να κάνω ρεζίλι τον μπαμπά μου με αυτό το τραγούδι, και γελάγατε κιόλας μαζί του γιατί εγώ σας άκουσα, και Θεέ μου, εγώ να δείτε πόσα άκουσα από το στόμα της!
Και να της λέω, ρε μάνα είσαι τρελή που θα σκεφτόμαστε εμείς εκείνη την ώρα τέτοια πράγματα, που πολύ που μας ένοιαζε τι έκανε ο πατέρας μου μέσα στα σεντόνια του ή όπου αλλού ήταν, και γιατί να το κάνουμε άλλως τε, και γελούσαμε γιατί είχαμε κέφι και είχαμε πιεί, και σιγά που θα άλλαζες τα μυαλά της.
Οι λεπτομέρειες περί κεφιού και μεθυσιού, μάλλον την εξαγρίωναν παρά την έπειθαν περί πιθανού λάθους εκτιμήσεως και απλής συμπτώσεως.
Μέρες μας έψηνε μωρέ αδερφέ μου και μένα και τον πατέρα μου με την γκρίνια της.
Και μετά που ξεθύμανε το πράγμα την πείραζα και της έλεγα ότι την επόμενη φορά που θα περνάγαμε από κάτω από τα παράθυρά μας θα τραγουδάγαμε το τροπάριο της Κασσιανής.
Η εν πολλές αμαρτίες περιπεσούσα γυνή!
Τέλειο! Να ‘σαι καλα Κατερίνα που μας ξαναζωντανεύεις τα περασμένα ωραία χρόνια με τις γλυκιές ανατριχίλες, περαντζάδες και καντάδες και απο την άλλη η μαμά! Τι ωραία που τα γράφεις. Keep writing!
Η γενιά μας είχε την τύχη να ζήσει τα παλιά και τα καινούργια. Όλοι μας έχουμε βιώματα και αναμνήσεις από εκείνες τις εποχές. Εγώ απλά τα γράφω. Όπως λέγεται άλλως τε, για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι.