Ως μνημόσυνο

Από την Κατερίνα Γραγουδά

Ου Αντρέας τσι του Αριστέλ’

Το 2012 εμείς και ο αδερφός μου φτιάχναμε τα σπίτια μας τα εξοχικά στον Άγιο Φωκά. Μέναμε στο σπίτι μας στο χωριό και κάθε μέρα πηγαίναμε και παρακολουθούσαμε την πρόοδο των εργασιών.

Μια μέρα ο άντρας μου γυρνώντας από τον Πλάτανο που είχε πάει για καφεδάκι μεχρι να μαγειρέψω εγώ, μου ανακοίνωσε ό, τι σήμερα θα είχαμε και παρέα.

Ο θείος Αντρέας ο Καρτέρης, ξάδερφος της μαμάς μου, και ο Αριστείδης Καλατζής που τον λέγανε και Αριστέλ γιατί ήταν μικροκαμωμένος, εκδήλωσαν την επιθυμία να έρθουν να δουν τα σπίτια μας.

Και τους δύο τους αγαπούσα πολύ για πολλούς λόγους.

Ο θείος Αντρέας ήταν συγγενής μας, χρυσός άνθρωπος, αθηρόστομος, πλακατζής, που δεν άφηνε τίποτα ασχολίαστο, φιλότιμος και έξω καρδιά, ο δε “Αριστέλ” ήταν ο δικός μας άνθρωπος χρόνια πολλά με τον μπαμπά μου καλλιεργούσε τα χωράφια μας, πάντα με το χαμόγελο και τον καλό το λόγο όταν με έβλεπε.

Φιλαράκια οι δυό τους, συνταξιούχοι πια , κάθε μέρα στον Πλάτανο πίνανε το καφεδάκι τους με πλάκες και κουβεντούλα.

Έτσι που λέτε ξεκινήσαμε εν σώματι και φτάσαμε στο κτήμα.

Δύο ” γύφτικες” πλαστικές καρέκλες βρεθήκανε να κάτσουνε και μία πορτοκαλάδα για τις ευχές και αρχίσαμε να κουβεντιάζουμε.

Δεν καλό προλάβαμε να βολευτούμε και μας φωνάξανε στο δίπλα σπίτι του αδερφού μου για να μας δείξουν κάτι.

Ζητήσαμε συγνώμη, είπαμε ό,τι πέντε λεφτά θα κάναμε και τους αφήσαμε μόνους.

Πράγματι πολύ σύντομα επιστρέψαμε στην βεράντα μας.

Ούτε Αντρέας ούτε Αριστείδης.

Άδειες και οι δύο καρέκλες.

Βάλαμε μια φωνή και από το βάθος του υπογείου ακούσαμε τον θείο Αντρέα να απαντά: – Έδιου είμι τώρα ανιβαίνου. Ήρτα να δω τ’ σουβάδις, τσι τσ’ είπα δυό κουβέντις τίλγιας να τσ’ κάνουν πιό καλά.

Σουβατζής το επάγγελμα ο θείος έκανε έλεγχο και στο δικό μας σπίτι και έδωσε τις οδηγίες του.

Ανέβηκε κάποια στιγμή από το υπόγειο και τον ρωτήσαμε που είναι ο θείος Αριστείδης.

-Γω έδιου τουν άφσα, μας είπε ο Αντρέας. Άντι μπουρεί να πήγι να κατουρήσ’.

Στην αρχή δεν ανησυχήσαμε γιατί αυτό υποθέσαμε και μεις. Έλα μου ντέ που αργούσε όμως.

Οπότε εγώ που είμαι και βροντόφωνη έβαλα μια φωνή, και τότε από την πέρα άκρη του κτήματος ακούσαμε τον θείο Αριστείδη να μας λέει ό,τι έρχετε.

Πράγματι σε λίγο ήρθε και γεμάτοι απορία τον ρωτήσαμε πού ήταν.

Με σχεδόν αγανάκτηση στη φωνή μας απάντησε: -Τι θα πει πού ήμνταν. Του χουραφ’ πήγα να δω. Ξέρειτι, τι δλειά έρξα γω έδιου μι του μπάρμπα Στέλιου! Έδιας θα παγαίνου χουρίς να του κοιτάξου;

Ο μπάρμπα Στέλιος είχε πεθάνει πρίν από 18 χρόνια, τα κτήματα μας εμείς τα είχαμε παραμελήσει, αλλά ο γλυκός μου του” Αριστέλ” ο δικός μας άνθρωπος ,ενδιαφερόταν για το κτήμα μας στο οποίο δούλεψε μαζί με τον μπαμπά μου περισσότερο από μας.

Τώρα έχουν πεθάνει και οι δύο . Ελαφρύ το χώμα που τους σκεπάζει.

Εγώ πάντως διερωτώμαι.

Υπάρχουν ακόμα τέτοιοι άνθρωποι;

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Δημοσιεύθηκε στην Ειδήσεις. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.