Ψυχοσάββατο. Σ’ αυτούς που έφυγαν

Από την Κατερίνα Γεωργή

Το κόκκινο νυχτολούλουδο

Ήτανε λέει καλοκαίρι, έκανε ζέστη πολλή και όλη η γειτονιά μας είχε βγεί στις πόρτες και στα πεζοδρόμια να βρεί λίγη δροσιά.

Καθόλου δεν φύσαγε από πουθενά, αλλά ήταν όμορφα, γιατί μέσα από τα ψηλά κλαδιά της ακακίας του παπά ξεπρόβαλε εκεί από πάνω από του Προκόπα ανάμεσα από τα σπίτια, μια πανσέληνος μα τί πανσέληνος!

Αυγουστιάτικη, πιάτο ολόκληρο!

Και φωτίστηκε ο δρόμος ολόκληρος, και φωτίστηκαν τα σπίτια και τα πεζοδρόμια και τα πρόσωπα όλα από άκρη σε άκρη, γιατί τί να σου κάνει το φανάρι του Μαμωλή μόνο του μπροστά της; Χλώμιασε!

Και φωτίστηκε και το νυχτολούλουδο δίπλα στην πόρτα μας που είχε ανοίξει τα κατακόκκινα λουλουδάκια του.

Εκεί στην θέση που κανονικά έπρεπε να είναι το κλήμα μας, που όμως δεν υπήρχε, γιατί το έριξε κάτω ένα μεγάλο φορτηγό.

Και να λέω από μέσα μου, μα πώς υπάρχει το νυχτολούλουδο, αφού εγώ είμαι μικρή και δεν υπήρχε τότε, και πώς ξέρω για το γεγονός με το φορτηγό που έγινε μετά από χρόνια, και να μην μπορώ να το ερμηνέψω.

Και είμαστε μπροστά στην πόρτα μας και στα μεγάλα πεζοδρόμια που είχαμε, εμείς και ο Θοδωρής ο Μινμάρης που όλο αστεία έλεγε και είχε ένα σκυλάκι μακρύ σαν λουκάνικο με κοντά ποδαράκια που το φώναζε Αντωνάκη, με την γυναίκα του την θεία Μυρσινιώ την Πρίδαινα που στα κρυφά την λέγαμε και Λαζανά που ήταν μεγάλος δικηγόρος στην πρωτεύουσα, γιατί όλα τα ήξερε και πάντα υποστήριζε το δικό της.

Και ήταν η θεία μου η Μαρία η αδερφή της που καθόλου δεν μοιάζανε μεταξύ τους, και μας άνοιγε ωραία φύλλα για μπακλαβά με τον άντρα της τον Μιχάλη, που είχε ένα βόδι μεγάλο, και όταν ερχόταν από τα χωράφια, καθόλου δεν περίμενε να του ανοίξουν την πόρτα. Μόνο έδινε μια κουτουλιά λίγο από κάτω προς τα πάνω, πέστε μου ποιός του το έμαθε αυτό, και έβγαινε η τσάγκρα και άνοιγε η πόρτα και έμπαινε μέσα στην αυλή.

Ομως δεν ήξερε να την κλείσει μετά.

Ήταν και ο Μαρίνος με τον Δημητρό, τα παιδιά τους, που είμαστε πολύ αγαπημένοι.

Ήταν και οι άλλες οι Πρίδαινες η Κατίνα, η Ρηνιώ, η Μαρίτσα, η μαμά της η Μυρσινιώ, ο μπαμπάς τους ο Κωστής, και ο αδερφός τους ο Θεοχάρης που σπούδασε δάσκαλος.

Ο Θεοχάρης που όταν πήγαιναν στο σχολείο στο Πλωμάρι, μαζί με άλλα παιδιά από το χωριό μας, δεν μπορούσαν να πηγαινοέρχονται κάθε μέρα γιατί ήταν πολύ μακρυά, και νοικιάζανε δωμάτια εκεί.

Τις γιορτές μόνο μέσα από δύσκολα μονοπάτια ερχόταν να τις περάσουν με τους δικούς τους.

Μια φορά ο Θεοχάρης για να μην παλιώσουν τα παπούτσια του σε αυτούς τους κακοτράχαλους δρόμους τα έβγαλε, και για να μην τα κρατά, τα έδεσε από τα κορδόνια σε ένα γαϊδουράκι που υπήρχε για να φορτώσουν τους τρουβάδες τους.

Και έλυσε από μόνο του το ένα παπούτσι, έπεσε και χάθηκε, μολονότι πήγαν πίσω όλο το δρόμο και το ψάχνανε παντού.

Άφαντο έγινε.

Καλά, κανένας κουτσός το πήρε άραγε, σκεφτόμουν εγώ με το φτωχό μου μυαλουδάκι. Πού βρέθηκε εκεί ο κουτσός;

Και μου είπαν όχι, απλά κάνανε άλλο ένα για το άλλο πόδι στο τσαγγάρη.

Το ίδιο έκανε άλλως τε και ο Θεοχάρης.

Μας τα διηγόταν ο ίδιος γελώντας, είχε άλλωστε ένα δυνατό γέλιο που μας παράσερνε, και όλοι γελάγαμε τώρα που είχε παλιώσει η ιστορία, γιατί όταν έγινε, ήταν σαν να είχαν κηδεία στο σπίτι τους, έτσι που κλαίγανε όλοι για τα λεφτά, αλλά περισσότερο εκείνος, που έμεινε και με ένα παπούτσι όλες τις γιορτές.

Και ήταν και η κυρά Μηλιά και ο κυρ Γιάννης ο Μπελέκος, ο κυρ Γιάννης με την κουδούνα όπως τον λέγαμε, γιατί ήταν ο ντελάλης στο χωριό, και μίλαγε όμορφα τα ελληνικά γιατί ήταν πρόσφυγας και είχε πάει στο σχολείο εκεί στην Ανατολή που λέγανε, σε μεγάλες τάξεις. Οχι μόνο δημοτικό αλλά και γυμνάσιο.

Και η κόρη τους η Μυρσινιώ και ο γιος τους ο Στέλιος.

Ηταν και οι Μπερμπάτιδες που είχαν τέσσερα παιδιά, τρία αγόρια, τον Γιώργο τον Κωστή και του Γληγουρέλ’, και μία κόρη την Κατερίνα, που περηφανευόταν ότι έπλεκε πιό γρήγορα από μένα το “τρικό”.

Έβαζε και μια παραμάνα σημάδι για να μου δείχνει πόσο προχώρησε κάθε μέρα.

Για να με κάνει να ζηλέψω.

Και πραγματικά ζήλευα, αλλά βαριόμουν κιόλας να κάνω διαγωνισμό στο πλέξιμο. Ήθελα να πάω να παίξω και το παρατούσα.

Και αυτοί καθόταν απέναντι από την πόρτα μας, δε μας έπαιρνε το πεζοδρόμιο, στο πηγάδι από την πλευρά που ήταν τα σπίτια τους στο σοκάκι, το πηγάδι που είχε ακόμα στη θέση του το βραχιόλι και εγώ σκεφτόμουνα, μα πώς γίνεται αυτό, αφού εγώ θυμάμαι το βραχιόλι βγαλμένο και ακουμπισμένο στον τοίχο του Πιπίνη, έτσι, στο πλάι, που πηγαίναμε τα παιδιά και μπαίναμε μέσα και φαινόμαστε από την μία και από την άλλη πλευρά.

Και ήταν και η Βάγια που κατέβαιναν από άλλη γειτονιά, το Λαγκάδι, με την Μαρίτσα και τον Δημητρό, και ο μπαμπάς τους, που όταν πέρναγε από το σπίτι μας έλεγε στην μαμά μου ” καλημέρα κουμπαρίτσα”, και δεν θυμόμουν το πώς και το γιατί εκείνη την ώρα, δηλαδή τι είδους κουμπαριά είχαμε, και ρώτησα την μαμά μου, αλλά περίεργο, καθόλου δεν μου απάντησε.

Η Βάγια που μας έλεγε, πότε αλήθεια μας το έλεγε δε καλοθυμάμαι, μπερδεμένα όλα μου φαίνονται, που είχε πάει κάποτε στην Αθήνα και όταν έβγαινε από το λεωφορείο στην Ομόνοια για να μην χάνεται, είχε βάλει σημάδι ένα πετεινό, όχι αληθινό, ψεύτικο πετεινό από αυτούς που δείχνουν τον καιρό, ανεμοδείχτες τους λένε.

Ψηλά σε μια σκεπή επάνω ήταν.

Μια μέρα όμως έχασε τον πετεινό, μάλλον τον είχαν κατεβάσει, και αποπροσανατολίστηκε, χάθηκε, έβαλε τα κλάματα, και μια κυρία την ρώτησε τί γύρευε και γιατί κλαίει και η Βάγια απάντησε:

-Έχασα τουν πιτνό ώ θεία τσι δε ξέρου τώρα απού πού να πάου.

Ίδρωσε η κυρία να καταλάβει τί της έλεγε, και ποιόν πετεινό εννοούσε, για να μπορέσει να την βοηθήσει.

Ήταν και οι οικογένεια του Κανέλλου εκεί αλλά δεν θυμάμαι ποιοί ήταν.

Η πρώτη γυναίκα του που πέθανε, ή η δεύτερη που ήταν και μοδίστρα;

Πότε την μία έβλεπα και πότε την άλλη, αλλά μερικές φορές και τις δύο μαζί.

Και τα παιδιά που ήταν μεγάλα είχαν άραγε φύγει για Αθήνα, ούτε αυτό το θυμάμαι. Θυμάμαι όμως τα ονόματα που ήταν Βικτώρια, Μαρίτσα, Γιώργος και Γιάννης, και που κλαίγανε όταν πέθανε η μαμά τους που ήταν πολύ νέα και όμορφη.

Ποιό κάτω από το σπίτι μας ήταν άλλη μεγάλη παρέα με τον κύριο Φράγκο τον ράφτη που είχε και αυτός μεγάλη οικογένεια, ο Παγωτέλλης με την Μορφούλα και την Μαρίτσα, που κάτω από το σπίτι του άνοιξε μια μικρή ταβερνούλα, όσο ένα δωμάτιο, και για λίγο καιρό ζωντάνεψε κι άλλο η γειτονιά, η οικογένεια Μπάσσου που ο μπαμπάς τους, Κωσταντά τον έβρισκες αλλά δεν θυμάμαι αν ήταν όνομα ή παρατσούκλι, που ήταν μάστορας και πελεκούσε εκεί έξω στο πεζοδρόμιο σουβελίκια, και την μαμά τους με το όμορφο όνομα Αφροδίτη, που είχαν τέσσερις κόρες που παίζαμε μαζί, την Στέλλα που νομίζω ήταν συμμαθήτρια με τον αδερφό μου, τη Μαρίτσα, την Δέσποινα και την Ρηνούλα, η Φρόσω η Μυρμίγκου με τα τέσσερα αγόρια που μόνο το όνομα του Γιάννη θυμόμουν, η Φρόσω η Αποστολή με τον Γιώργο και τον Δημήτρη που παίζανε καραγκιόζη απέναντι από το σπίτι τους , και είχανε μια αδερφή την Μαρία που την είχε ερωτευτεί ο αδερφός μιας φίλης μου, οι Μακρογιάννενες που ήταν κορίτσια και αγόρια αλλά έτσι τις λέγαμε, και θυμάμαι την Κατερίνα και την Μαρία την Μυτιληνιά, με την κόρη της την Ντίνα που ήταν πολύ όμορφη και έπαιζα και με αυτήν όταν ερχόταν στη γιαγιά της.

´Ηταν και η άλλη Μυρμίτζαινα με τους δύο γιούς τον ένα ράφτη στην Αθήνα και τον άλλο τον Αγγελή σιδερά και πεταλωτή.

Αλλά και η οικογένεια Τριανταφύλλου με τα δύο αγόρια τον Γιάννη και τον Δημητρό, και ένα κοριτσάκι την Μαρία, που και αυτονών ο μπαμπάς κάτι σαν πεταλωτής ήταν παλιά γιατί μετά σταμάτησε και το μαγαζί το φτιάξαν δωμάτιο.

Και θυμήθηκα την μαμά τους την Παναγιώτσα πολύ γριούλα, που ήρθε στην καινούργια την κουζίνα μας στο παράθυρο και χτύπαγε, και φώναζε την μαμά μου που είχε όμως πεθάνει,” ώ Πιλαγία, έλεγε με παράπονο, γιατί δε μλας αφού σ’ ακούγου πους είσι μέσα”, και εγώ δεν ήξερα τί να κάνω και τί να της πω να μην την στενοχωρήσω, και δεν έβγαινα να της μιλήσω, και το μετάνοιωσα μετά.

Και πώς γίνονται όλα αυτά να την βλέπω και νέα και γριά την Παναγιώτσα;

Και εγώ μια να είμαι παιδάκι και μια μεγάλη και να θυμάμαι αυτά τα πράγματα;

Μεγάλο μυστήριο!

Και πιό κάτω ήτανε τα Καλογερέλια και μετά, η Μυρσινούλα και η Ελενίτσα κοντά στα καφενεία, που είχαν όμως και άλλη πόρτα στο σοκάκι και κάνανε και από κει παρέα.

Και πιό πάνω από εμάς ήταν οι Φρισαϊδούλες, όλες, και οι τέσσερις αδερφές, καί η Ρηνούλα, που όμως την θυμόμουνα καί πεθαμένη, και η Ρηνιώ η Παλκαράδαινα που γινόταν πάντα ωραίο “γιούνι” τις απόκριες, κάτι σαν τάμα το είχε, και η μαμά της, και τα αδέρφια της, και η παπαδιά μόνη της, ο παπάς δεν έβγαινε συχνά να κάτσει έξω, και η Κατινκάρα που είχε παιδιά στην Αφρική και η Μαρία η Καντίλαινα και η Μαριγώ και η θεία μου η Κατίνα η Μπαμπάλαινα που έχασε ένα αδερφό της τότε στους πολέμους, και δεν τον βρήκανε ποτέ, και εγώ με τον αδερφό μου και το Θοδωρή μας, και η Μαίρη με τις αδερφές της, την Ρηνούλα και την Ελενίτσα, ο Θράσος με τον Στάθη, η Μυρσινούλα με τον Νίκο, ο Ξενοφών με τον Παναγιώτη, ο Αποστολάκης με την Μυρσινούλα, ο Ζαχαρίας, και μικρά παιδιά, και μεγάλα παιδιά, που άλλοτε δεν είχαν γεννηθεί ακόμα και οι γονείς τους ήταν λεύτεροι, που άλλοτε μικραίναν και άλλοτε μεγαλώναν έτσι ανακατεμένα όπως τα έβλεπα, κάτι εξωπραγματικό, και ακουγόταν ιστορίες και γέλια από τις παρέες των μικρών και των μεγάλων, και το φεγγάρι ανέβαινε ψηλά λάμποντας στον ουρανό, και η χαρά μου ήταν μεγάλη, μια ευτυχία τεράστια έτσι που είμαστε όλοι μαζεμένοι, και ξαφνικά πέφτει το βλέμμα μου στο νυχτολούλουδο, το νυχτολούλουδο που δεν θα έπρεπε να υπήρχε εκεί, μόνο έπρεπε κανονικά να είναι το κλήμα.

Το κλήμα όμως δεν ήταν, μόνο ήταν το νυχτολούλουδο.

Και το νυχτολούλουδο έτσι ξαφνικά, χωρίς λόγο, είχε αρχίσει να μαραίνετε, το νυχτολούλουδο που δεν μου άρεσε κιόλας γιατί ήταν μόνο κόκκινο και όχι πολύχρωμο σαν άλλα σε άλλες γειτονιές, και κλείναν τα λουλουδάκια του και πέφτανε κάτω, και γέμισε όλος ο τόπος.

Και σηκώθηκε ένας αέρας, και σιγά σιγά σκοτείνιασε, και χανόντουσαν σαν σκιές οι άνθρωποι, και σταμάτησαν οι φωνές και τα γέλια, μια νεκρική ησυχία απλώθηκε, μόνο που νά, έτσι πάλι ξαφνικά, ένα παραθυρόφυλλο χτύπησε δυνατά, και γέμισε η γειτονιά μας γκρεμισμένα σπίτια και χαλάσματα που έπεσαν στο δρόμο ανακατεμένα με τα λουλούδια, τα μαραμένα λουλούδια από το νυχτολούλουδο που δεν μου άρεσε πριν, αλλά τώρα το αγαπούσα και το παρακαλούσα να ξαναζωντανέψει.

Και ξύπνησα μέσα στο φόβο, και θυμήθηκα ότι δεν είμαι πιά παιδάκι, δεν έχω γειτονιά ούτε ανθρώπους, δεν έχω πόρτα ούτε πεζοδρόμια, δεν έχω κληματαριά ούτε κόκκινο νυχτολούλουδο, και με πιάσανε τα κλάματα και οι λυγμοί για όλα αυτά που είχα και τα έχασα.

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Δημοσιεύθηκε στην Ειδήσεις. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

4 απαντήσεις στο Ψυχοσάββατο. Σ’ αυτούς που έφυγαν

  1. Ο/Η ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΚΙΑΣ λέει:

    Κατερίνα, για άλλη μια φορά ένα ΤΕΡΑΣΤΙΟ μπράβο αλλά ταυτόχρονα και ένα ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ γιατί με την πολύ παραστατική σου εξιστόρηση γύρισες τη μνήμη μου πίσω κάποιες δεκαετίες. Και το περίεργο είναι ότι τα πράγματα ήταν ακριβώς έτσι, τουλάχιστον όπως τα θυμάμαι και εγώ. Για άλλη μια φορά, προτείνω να φτιάξεις ένα βιβλίο με όλες σου αυτές τις αναμνήσεις, που ταιριάζουν απόλυτα με τις δικές μου και πολλών άλλων. Αυτά που γράφεις όπως τα γράφεις δεν πρέπει να χαθούν. Αυτά όλα είναι ένα κομμάτι Βρισαγώτικου θησαυρού που ΔΕΝ πρέπει να τον αφήσεις να χαθεί. Για ακόμη μια φορά ένα μεγάλο μπράβο. Ολοι αυτοί που αναφέρεις, αν ζούσαν θα σου έσφιγγαν το χέρι απο ευγνωμοσύνη που τους θυμήθηκες και τουςς μνημόνευσες. Τουλάχιστον για τη Βάγια τα πράγματα ήταν έτσι ακριβώς. Θυμάμαι και εγώ τον μακαρίτη τον πατέρα μου να αποκαλεί τους γονείς σου κουμπαράκια, αλλά δεν θυμάμαι το λόγο, ίσως επειδή ήτανε νονός μου ο Παναγιώτης ο Μπαχαράκης;;; με τη γυναίκα του τη Πελαγία. Λέω ίσως…..

  2. Ο/Η ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΚΙΑΣ λέει:

    Κατερίνα, νομίζω οτι το ¨κουμπαριλίκι¨ που έλεγε ο μακαρίτης πατέρας μου στους γονείς σου, προερχόταν απο το γεγονός ότι η Ευστρατία, η αδελφή της μακαρίτισας μητέρας σου, είναι νονά της αδελφής μου Μαρίτσας. Αυτή είναι η πιο αξιόπιστη αιτιολογία.

  3. Ο/Η Γεωργή Κατερινα λέει:

    Σας ευχαριστώ όλους που με διάφορους τρόπους μα ευχαριστείτε για αυτά που γράφω. Και πραγματικά για όλες τις γειτονιές έχω κάτι όμορφο να θυμάμαι. Και μου αρέσει που τα γράφω γιατί είναι σαν να τα ξαναζώ και εγώ όταν τα διαβάζω. Και πολλές φορές συγκινούμαι και κλαίω με τα δικά μου γραπτά. Είναι λίγο αστείο. Μου φαίνεται ότι μάλλον γερνάω. Ιδιαίτερα όμως για Γόμου πηγάδι και Αγία Μαρίνα που πέρασα τα όμορφα παιδικά μου χρόνια έχω πάμπολλες αναμνήσεις. Και ναι Δημητρό, πρέπει να είναι η κουμπαριά με την θεία Ευστρατία, σε αυτήν αναφερόταν ο μπαμπάς σου, που όμως είναι η μοναδική εν ζωή θεία μου.

    • Ο/Η Γεωργή Κατερινα λέει:

      Πάλι γράφω σε σένα Δημητρό. Ειδα τη λέξη μακαρίτισσα και νόμισα ότι αναφερόσουν στη θεία μου ενώ έλεγες για την μαμα μου. Συγνώμη. Γεράματα!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.