Ρωμαϊκή - Βυζαντινή εποχή
Στη ρωμαϊκή και την πρώιμη Βυζαντινή περίοδο οι οικιστικές συνήθειες έχουν αλλάξει. Ίχνη οικισμών και παλαιοχριστιανικών εκκλησιών, κεραμικά και τάφοι είναι διάσπαρτα σε ολόκληρη την περιοχή του Δήμου. Την περίοδο αυτή υπάρχουν αγροικίες στις οποίες κατοικεί μια πολυοικογένεια, εκμεταλλεύεται την γύρω περιοχή και ως συνισταμένη και συνδετικός κρίκος αυτών των αγροικιών υπάρχει η "κώμη". Οι κώμες δημιουργούν τις "μητροκωμίες", οι οποίες στη συνέχεια οργανώνονται στα νέα χωριά της περιοχής μας. Τα χωριά αυτά συμπτύσσονται ακόμα περισσότερο την περίοδο της τουρκοκρατίας εξαιτίας των άγριων επιδρομών των πειρατών.
Ολόκληρη η περιοχή μας είναι γεμάτη από τέτοια σημάδια ζωής και δράσης. Οι περιηγητές της περοχής μας και οι ξωμάχοι μας έχουν εντοπίσει αλλά και συνεχίζουν να εντοπίζουν όστρακα και κεραμικά (ιδίως κατά το άνοιγμα των πηγαδιών), τάφους με ρικοί των οποίων έχουν προσανατολισμούς άσχετους με το γνωστό προσανατολισμό των χριστιανών και των μωαμεθανών, νομίσματα σε μεγάλη ποικιλία, μολυβδόβουλα του πάπα Ευγένιου του Δ΄ της Ρώμης, καθώς και μαρμάρινες ενεπίγραφες πλάκες ή κολώνες εντοιχισμένες σε νεότερα κτίσματα.
Η μεγάλη ποσότητα και ποικιλία των νομισμάτων, τα οποία βρέθηκαν σε διάφορες τοποθεσίες, μαρτυρούν τον μεγάλο κατακερματισμό του οικιστικού ιστού της περιοχής και την ποικιλία των εμπορικών συναλλαγών των κατοίκων της. Τα νομίσματα αυτά καλύπτουν χρονολογικά την περίοδο από τον 4ο π.Χ. αιώνα μέχρι το τέλος της τουρκοκρατίας. Έτσι έχουμε αρκετά της πόλης της Μυτιλήνης, ρωμαϊκά (διάφορων αυτοκρατόρων), βυζαντινά, φράγκικα και τούρκικα. Με τα νομίσματα αυτά δημιουργήθηκαν δυο συλλογές, μια στο Λισβόρι και μια στο Γυμνάσιο Πολιχνίτου, ενώ αρκετά υπάρχουν και στο αρχαιολογικό μουσείο της Μυτιλήνης.
Κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο (642-1071) έχουν ήδη συγκροτηθεί μερικά μεγάλα χωριά στα ανατολικά παράλια αλλά και τα γύρω υψώματα του Κόλπου. Τα χωριά αυτά ονομάζονται Βασιλικά, επειδή υπάρχουν κτήματα και εξοχικές κατοικίες των βυζαντινών αυτοκρατόρων, τα οποία φιλοξενούν και εξόριστα μέλη των οικογενειών τους. Αναφέρονται ενδεικτικά η Ειρήνη η Αθηναία και ο Κωνσταντίνος ο Θ΄ ο Μονομάχος . Έχουν διασωθεί ίχνη απ' τα κάστρα τους (στο Σκαμνιούδι Βυζαντινός Πύργος) και την μεγαλοπρεπή παλαιοχριστιανική βασιλική τους, η οποία ήταν η μεγαλύτερη της Λέσβου και πιθανώς η έδρα της Επισκοπής Στρογγύλης. Την έδρα όμως αυτή μερικοί τοποθετούν σε μια περιοχή δυτικά του Πολιχνίτου (Στρογγυλού) με χνάρια άλλου παλαιοχριστιανικού ναού.
Στην υστεροβυζαντινή περίοδο (1071-1355) αρχίζουν οι μεγάλες καταστροφές των παραλιών του νησιού απ' τους πειρατές και τους Φράγκους. Οι λεηλασίες και οι καταστροφές συνεχίζονται και στην περίοδο της Τουρκοκρατίας. Στην αρχή της περιόδου αυτής (γύρω στα 1500) υπάρχουν τα εξής Βασιλικά χωριά: 1. Ο Βασιλικιώτης, τα σημερινά Βασιλικά 2. Το Λεσβώριον (Λισβόρι), 3. Ο Πολιχνίτος 4. Η Βρίσα ( η οποία έχει μεταφερθεί απ' την περιοχή της Αγίας Αικατερίνης στη σημερινή περισσότερο ασφαλή τοποθεσία της, όπου και συνενώθηκαν και οι κάτοικοι όλων των γύρω μικρών οικισμών Παλιόπυργος, Λιβάδι κ.λ.π.) 5. Άγιος Νικόλαος, βορειότερα απ' τον Πολιχνίτο 6. Αιγίδα, στο οροπέδιο Νιγίδα ανατολικά της Βρίσας 7. Γρίπα, λίγο πιο έξω στα δυτικά του Πολιχνίτου.
Στην περίοδο των Γατελούζων, οπότε το νησί δόθηκε προίκα στον Φραγκλίνο Γατελούζο, η περιοχή πρέπει να ζούσε ειρηνικά με έντονη όμως την παρουσία των νέων "ιδιοκτητών" του. Τούτο συμπεραίνεται απ' την ύπαρξη του Γατελούζικου Παλιόπυργου σε ένα ύψωμα της κοιλάδας του Αλμυροπόταμου με εξαιρετική δυνάτοτητα κατόπτευσης όλης της περιοχής από την παραλία των Βατερών μέχρι τις Θερμοπηγές.