ΕΜΠΡΟΣ 24-72-13
Νικέλλη Στρατή
Ένα βασικό συστατικό της Δημοκρατίας είναι ο διάλογος, η συζήτηση. Με δεδομένο ότι κατά βάση κανένας άνθρωπος δεν κατέχει την απόλυτη αλήθεια, επειδή δεν μπορεί να γνωρίζει όλες τις πλευρές ενός θέματος, χρειάζεται συγκερασμός απόψεων για την κοινή πορεία μιας κοινωνικής ομάδας σε επίπεδο ενός οικισμού, ενός Δήμου, μιας χώρας ή και μιας ομάδας χωρών(ας πούμε την Ευρωπαϊκή Ένωση).
Στα πλαίσια αυτού του διαλόγου, για τον οποίο πολύ δύσκολα θα βρεθεί άνθρωπος που στα λόγια να μην τον αποδέχεται, κάποιος – άσχετα αν είναι πολίτης ή πολιτικός- καταθέτει μια πρόταση ή μια άποψη. Την καταθέτει στο καφενείο, σε μια λαϊκή συνέλευση, σε ένα έντυπο, σε ένα δημοτικό συμβούλιο, στη Βουλή ή στο στούντιο μιας τηλεόρασης. Η πρόταση αυτή, αν είναι προσωπική του πρόταση, είναι σχεδόν αδύνατο να είναι απόλυτα σωστή για το λόγο που αναφέραμε παραπάνω. Αν είναι αποτέλεσμα προηγούμενου διαλόγου σε μια κοινωνική υποομάδα τότε έχει βέβαια μεγαλύτερη πληρότητα. Και στην περίπτωση αυτή όμως αν η υποομάδα αποτελείται από άτομα των οποίων οι απόψεις ταυτίζονται σε μεγάλο βαθμό (για παράδειγμα μιας κοινοβουλευτικής ομάδας) πάλι το αντικείμενο της πρότασης έχει προσεγγισθεί από μια μόνο ή από λίγο διαφορετικές οπτικές γωνίες και επομένως η άποψη-πρόταση πάσχει σε πληρότητα.
Με το διάλογο αυτή η πρόταση, για το συμφέρον του κοινωνικού συνόλου, θα βελτιωθεί. Θα αναπτυχθούν ιδέες που προκύπτουν απ’ την ανάλυση του θέματος και από αντίθετες, του αρχικού καταθέτη της πρότασης, οπτικές γωνίες. Για να γίνει αυτό χρειάζεται κριτική (όσο αυστηρή και να είναι) με επιχειρήματα και συγχρόνως υποβολή απόψεων και θέσεων. Αν στο τέλος δεν προκύψει κοινή συνισταμένη επειδή όσοι συμμετέχουν στο διάλογο εμμένουν στις απόψεις τους και δεν αποδέχονται τίποτα απ’ τις αντίθετες απόψεις θα υπερισχύσει βέβαια η άποψη της πλειοψηφίας (για Δημοκρατία μιλάμε) ο κάθε μέσος πολίτης όμως έχοντας ακούσει τις θέσεις όλων θα μπορέσει να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα και να συνταχθεί με όποια άποψη θεωρεί ότι είναι ορθότερη ή πλησιέστερη του. Τα παραπάνω σε τίποτα δεν εμποδίζουν πολίτες και φορείς να διεκδικήσουν με άλλα μέσα τα δίκαιά τους αν θεωρούν ότι η πρόταση που υπερίσχυσε τους αδικεί ή ότι στο σύνολο της κοινωνικής ομάδας μειοψηφεί.
Αντί γι αυτό όμως στον «νεοελληνικής κοπής» διάλογο τα πράγματα εξελίσσονται διαφορετικά. Το κυρίαρχο μέσο για την καταπολέμηση μιας πρότασης είναι η απαξίωση του προσώπου που την κατέθεσε. Ύβρεις, μειωτικοί χαρακτηρισμοί, απόδοση σκοπιμοτήτων, υπερβολική ένταση της φωνής, χαστούκια, αναφορά σε μικρά ή μεγάλα «εγκλήματα» του παππού ή του δισέγγονου, όλα επιστρατεύονται στον κοινό στόχο: να απαξιωθεί το πρόσωπο και με τον τρόπο αυτό και η άποψη που κατέθεσε. Αυτός ο τρόπος αντιπαράθεσης έχει ποτίσει βαθειά το μεδούλι μας και για τούτο τον συναντάς σε κάθε επίπεδο διαλόγου απ’ αυτό του καφενείου μέχρι της Βουλής. Και φυσικά εκτραχύνεται εκεί όπου μπορεί κάποιος να οχυρωθεί πίσω από την ανωνυμία. Γνωρίζει ο δόλιος ότι δεν έχει επιχειρήματα και ότι ο τρόπος με τον οποίο ενεργεί δεν τον τιμά και για τούτο μιλά μασκαρεμένος, αλλά επιζητά την με κάθε τρόπο «ιδεολογική»(;) επικράτηση στον, πραγματικά ή κατά τη φαντασία του, αντίπαλο, ώστε να «λιπανθεί» το ασταθές «εγώ» του. Αν προϋπάρχει μάλιστα κάποια δυσαρέσκεια προς το πρόσωπο που κατέθεσε την πρόταση-άποψη τότε, αδιαφορώντας παντελώς για το περιεχόμενό της, βγάζει τα όποια απωθημένα του.
Ακόμα και στην περίπτωση που η αρχική πρόταση εξυπηρετεί συμφέροντα και είναι δόλια τούτο πρέπει να καταδειχτεί με επιχειρήματα. Ένα τεράστιο λάθος της Δημοκρατίας (το οποίο το έχει πληρώσει πολλές φορές) είναι αντί να εναντιώνεται με επιχειρήματα σε αντιδημοκρατικές θέσεις κομμάτων και οργανώσεων να προσπαθεί να απαγορεύσει την ύπαρξη αυτών των φορέων με αποτέλεσμα να δημιουργεί από αντίδραση αισθήματα συμπάθειας και συνακόλουθα αύξηση της επιρροής τους.
Φουσκώνουμε από υπερηφάνεια όταν μιλάμε για τον Σωκράτη και τους πλατωνικούς διαλόγους αλλά στην πράξη δεν υιοθετούμε τις μεθόδους τους αλλά προτιμούμε αντ’ αυτών τον Γκαίμπελς και τον Μακιαβέλι. Συκοφαντία και φανατισμός χωρίς φραγμούς. Προτιμούμε φαίνεται μια «φασίζουσα Δημοκρατία» στην οποία αν μετέχουμε (ή ελπίζουμε να μετάσχουμε) της εξουσίας διαγράφουμε το «φασίζουσα», αν δε θεωρούμε ότι αδικούμαστε από την εξουσία διαγράφουμε το «Δημοκρατία».