Πριν 3 μήνες ξεφυλλίσαμε ένα «μπακαλοτέφτερο» με τα βερεσέδια ενός «εμπορικού καταστήματος» στο χωριό στις αρχές της δεκαετίας του 1930 και παρουσιάσαμε κάποιες σημαντικές-κατά τη γνώμη μας- πληροφορίες που προσθέτουν τις δικές του ψηφίδες στο μωσαϊκό της Ιστορίας του τόπου μας.
Τώρα έχουμε μεταφερθεί λίγες δεκαετίες πιο πίσω και ξεφυλλίζουμε δυο «μπακαλοτέφτερα» με ημερομηνία έναρξης τον Σεπτέμβριο του 1909. Εκτός απ’ τις ημερομηνίες που αναφέρονται, εμφανώς υπάρχει και το όνομα του μαγαζάτορα «Χαράλαμπος Ιωάνννη Καβουρής». Τα βιβλία αυτά βρήκε ο εγγονός του μαγαζάτορα, Κυριάκος Βάσσος, στον πάνω όροφο του παντοπωλείου που διατηρούσε ο πατέρας του.
Ένα ξεφύλλισμα μας μεταφέρει στην εμπορική κίνηση του χωριού μας τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας. Στο πρώτο βιβλίο-τεφτέρι γράφονται τα βερεσέδια της κάθε μέρας τα οποία στη συνέχεια αφού διαγραφούν μεταφέρονται –κατά διαστήματα- στο δεύτερο βιβλίο, στη μερίδα του καθενός πελάτη. Οι μερίδες όλων των πελατών κλείνονται στο βιβλίο αυτό προς το τέλος του 1912 και μεταφέρονται στο «βιβλίο Γ» (δεν το έχουμε) όπου προφανώς τα γρόσια μετατρέπονται σε δραχμές. Το βιβλίο με τις μερίδες των πελατών είναι γραμμένο με μελάνι και έχει 5 στήλες στις οποίες καταχωρούνται ο μήνας, η ημερομηνία, τα αγαθά που αγοράστηκαν ή οι άλλες αιτίες πληρωμής, το σύνολο της οφειλής (στη στήλη «δούναι»)για τη συγκεκριμένη μέρα καταχώρησης και οι κατά διαστήματα πληρωμές του πελάτη στη στήλη «λαβείν». Τα γράμματα είναι μικρά και οι περισσότερες λέξεις συγκεκομμένες με αποτέλεσμα αρκετές να είναι δυσανάγνωστες. Υπάρχουν όμως και λέξεις που διαβάζονται πολύ καλά αλλά είναι άγνωστες. Ίσως να είναι τούρκικες που δεν χρησιμοποιούνται πια.
Το εμπορικό λειτουργούσε και ως πιστωτικό ίδρυμα αφού συχνά έδινε στους πελάτες μετρητά, πλήρωνε φόρους για λογαριασμό τρίτων και οφειλές πελατών προς τρίτους. Το κατάστημα ανεξάρτητα απ’ το μέγεθός του ήταν ένα εμπορικό με μεγάλη ποικιλία ειδών. Τα είδη που διέθετε μπορούμε να τα ξεχωρίσουμε χοντρικά σε τρεις κατηγορίες: Α. Τρόφιμα και αγαθά για ευχαρίστηση Β. Είδη για το σπίτι και Γ. εργαλεία.
Στα τρόφιμα από άποψη συχνότητας ξεχωρίζουν οι φασόλες , φασόλια (και λόπγια), το αλάτι, το αλεύρι και το ρύζι. Ακολουθούν με φθίνουσα συχνότητα η ζάχαρη, οι πατάτες, η μανέστρα («πακέτο» συνήθως με βούτυρο) και τα μακαρόνια. Ξεχωριστή θέση είχαν τα παστά, όλα σχεδόν αυτά που και σήμερα καταναλώνουμε: μπακαλιάρος, κολιός, αντζούγιες, ρέγγες, παλαμίδα, ταραμάς. Απ τα μπαχαρικά βλέπουμε να καταχωρούνται πιπέρι, κανέλλα, και μπαχάρ. Κρομμύδια, κουκιά, αυγά, σόδα, γιαούρτι, λεμόνια, τομάτα, μακαρόνια συναντάμε πιο σπάνια. Τερψιλαρύγγια βλέπουμε ρακί, κονιάκ, χαλβά, τσάι, λουκούμια και μέλι. Βέβαια υπάρχουν και κτηνοτροφές, κυρίως πίτυρα και νταρί. Για ευχαρίστηση διατίθενται πακέτα τσιγαρόχαρτα, ταμπακέρες αλλά και τράπουλες. Από φαρμακευτικές ουσίες βρήκαμε το κινίνο και το ρετσινόλαδο.
Στα είδη για το σπίτι, την ένδυση και την υπόδηση είδαμε σε πολύ μεγάλη συχνότητα το «Κάζι» (πετρέλαιο). Ακολουθούν για την κουζίνα σπίρτα, πιάτα, κούπες, κουτάλες, σταμνιά, τηγάνι. Για τον φωτισμό μολυβήθρα, φυτίλι, κιργιά (κεριά), γυαλί (για λάμπες πετρελαίου) Για την ένδυση τσαρούχια, παντόφλες, καπέλο, μανδήλα, κομβία, παπακούλα, χασές, κάποτο, καρούλι απλό ή δίμιτο(κλωστή), κουβαρίστρες, νήμα. Για την περιποίηση χτένα, βούρτσα, λούστρο.
Εργαλεία και λοιπά επαγγελματικά υλικά έχουμε βελόνες, σχοινί, λίμα, νήμα, κόρδα, ζαχαρόκολλα, ψαρόκολλα, μιρτισές, μπογιά, πετσί, ασκάγια, παρούτι, χαρτούσες, καψούλια, κασάνι, αλυσίδα, κλειδαριές, βίδες, βιδωτά καρφιά και τσιλίκι, σακί, κουβάς, τενεκές κενός, βαρέλι, τετράδιο, πλάκα και κοντήλι, κάνουλα, κλαδευτήρι.
Από τις αγορές καταλαβαίνουμε το επάγγελμα κάποιων πελατών. Το πολύ ρακί, το κονιάκ, ο καφές, η τράπουλα, τα στραγάλια, τα λουκούμια και τα παστά παραπέμπουν σε καφετζή (π.χ. Πετράς Πέτρος, Εμμανουήλ Ζερβός) ενώ το κάποτο, οι κουβαρίστρες, τα καρούλια και οι βελόνες σε ράφτη(π.χ. Απόστολος Παρασκευάς) Ονόματα επαγγελματιών όμως βρίσκουμε και από τα βερεσέδια που πλήρωνε : «δια καφενέ Μπόνη» , «δια καφενέ Αποστολή» Επίσης στον Αποστολίδη πλήρωσε τα αλεστικά πελάτη του.
Οι ποσότητες των αγαθών που ζυγίζονται είναι σε οκάδες ή –τις περισσότερες φορές- σε μέρος της οκάς. (π.χ. ½ ή ¼ ) ή σε υποδιαιρέσεις της (π.χ. 150 δράμια) αφού μια οκά είχε 400 δράμια. Νόμισμα βασικό υπήρχε το γρόσι το οποίο υποδιαιρούταν σε 40 παράδες και για τούτο τα δεκαδικά ψηφία στις εγγραφές ποσών ήταν μέχρι το τρία (π.χ. 1,2 ή 1,35) Σε ελάχιστες περιπτώσεις όμως είχαμε πληρωμές και σε «φράνκα» Οι ισοτιμίες νομισμάτων που βρίσκουμε είναι «1 20/φρανκο à 94,20 γρόσια» και « 410 γρόσια à 86,80 δραχμές»
«Άγνωστες» λέξεις που συναντήσαμε ήταν οι «μιτσισιόλες» για τις οποίες –επειδή το ποσό ήταν στη στήλη «λαβείν» δηλαδή της εξόφλησης των οφειλών- υποψιαζόμαστε ότι αφορούσε επιδιόρθωση στις σιόλες των παπουτσιών. Τα «ναλτσαδάκια» τα συναντήσαμε συχνά σε μερίδες τσαγκάρηδων και γι αυτό θεωρούμε πιθανή τη γνώμη φίλου ότι ίσως ήταν σιδεράκια που έμπαιναν στις σιόλες των παπουτσιών. Τι να είναι άραγε το «μαβρί»;
Η εξόφληση δεν γίνονταν μόνο με μετρητά αλλά και με ανταλλαγή ειδών ή προσφορά υπηρεσιών. Μεροκάματα αντρικά και γυναικεία μειώνουν τα χρέη οικογενειών. Ο τσαγκάρης είπαμε ξοφλούσε με επιδιορθώσεις παπουτσιών, ο καφετζής με την κατανάλωση σε καφέδες και ρακί (127 γρόσια το χρέος που συμψηφίστηκε με τον καφετζή Ι. Νικέλλη) και φυσικά ο γιατρός με την παροχή των υπηρεσιών του και φαρμάκων. Έτσι ο γιατρός Νικολαΐδης ξεχρέωσε από τον έμπορο 100 γρόσια για παροχή υπηρεσιών και φάρμακα. Από άλλους αγόραζε κάρβουνα και τσίπουρο μειώνοντας το χρέος τους.
Η κίνηση του καταστήματος είναι σταθερή μέχρι το τέλος του 1911. Στις αρχές του επόμενου χρόνου οι πωλήσεις μειώνονται σημαντικά και αυτό επιδεινώνεται από το καλοκαίρι και μετά. Στο διάστημα αυτό είναι γραμμένα μόνο πολύ βασικά προϊόντα. Και η συμπλήρωση όμως του βιβλίου γίνεται πιο βιαστική και συγκεντρωτική. Συναντάμε εγγραφές -που δεν προϋπήρχαν- «διάφορα». Ένα επιπλέον χαρακτηριστικό της περιόδου αυτής είναι η απουσία της καταχώρησης γκαζιού (πετρέλαιου). Η πώληση μόνο βασικών προϊόντων διατροφής δείχνει μια μεγάλη πτώση του βιοτικού επιπέδου. Ας μη ξεχνάμε ότι είναι η περίοδος που οι Νεότουρκοι έχουν επιβάλλει μποϋκοτάζ στα ελληνικά πλοία και επίσης με κάθε ευκαιρία μποϋκοτάρουν από τα απέναντι παράλια και τα λεσβιακά προϊόντα τα οποία μένουν απούλητα. Να σημειωθεί ότι η κατανάλωση του γκαζιού –τα προηγούμενα χρόνια- είναι ένα κριτήριο της ευμάρειας ενός νοικοκυριού. Σε κάποιες μερίδες το γκάζι (κάζι συνήθως γράφεται) συναντιέται πολύ συχνά ενώ σε κάποιες άλλες απουσιάζει παντελώς. Αυτό σημαίνει ότι κάποιες οικογένειες φώτιζαν τα σπίτια τους με λάμπες γκαζιού ενώ σε κάποια άλλα υπήρχε μόνο το λυχνάρι που τροφοδοτούνταν με λάδι.
Το βιβλίο κλείνει προς το τέλος Νοεμβρίου του 1912. Η απελευθέρωση του νησιού εξοστρακίζει από τις δοσοληψίες το γρόσι και εισάγει τη δραχμή και για τούτο ανοίγεται καινούριο βιβλίο όπου μεταφέρονται οι μερίδες των πελατών.
ΜΠΡΑΒΟ ΣΤΟ ΣΤΡΑΤΗ ,ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΚΥΡΙΑΚΌ ΠΟΥ ΔΕΝ ΤΟ ΚΑΤΑΧΩΝΙΑΣΕ ΑΛΛΑ ΤΟ ΠΡΟΩΘΗΣΕ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ………
ΕΙΣΤΕ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟΙ………
ποσσα παντοπωλεια ειχε παλια το χωριο ???
το 1955 ειχε 10οοο κατοικους η απογραφη.
ερημωση με σχεδιο
φυσικα των ξενων προστατων
οι φραγκοι πολυ μας ……αγαπουν
κ οι ντοποιοι αντιπροσωποι τους
Πίνγκμπακ: Από ένα …μπακαλοτέφτερο! | ΕfiSoul63