Ο κ. Κωνστ. Λινάρδος εκ των κυνηγετικών άσσων της Βρισάς και νυν απότακτος, μας αφηγήθη το εξής χαριτωμένον ανέκδοτον, που είναι χαρακτηριστικόν της κυνηγετικής αξίας του φίλου κ. Β. Αποίκου κατά την νεότητά του, ης και αναμιμνήσκεται συχνά κομπορημονών.
Έτυχε, λέει, να συναντηθούν, μια μέρα τζουρνάτας στον κάμπο. Ο κ. Αποίκος, βλέποντας από μακρυά ότι ο κ. Λινάρδος ύστερα από κάθε ριξιά δεν έτρεχε να πάρει το θήραμα, αλλά ξαναγέμιζε στην ίδια θέση τον τσιφτέ του και ξανάρριχνε όλο ντουμπλεδιές, ενόμισε πως επρόκειτο περί κυνηγού της ιδικής του ικανότητος. Τον πλησίασε λοιπόν και του είπε με συγκατάβασιν “Κάτσι να κάνουμι τσιγάρου πατριώτ. Κι συ βλέπου σαν ιμένα τ’ αστουχάς. Κάτσι να μη ξουδιάζουμι τς τσουτχανέδις μας”
Την ίδια όμως στιγμή ενεφανίσθη η σκύλα του κ. Λινάρδου με δυο ορτύκια στο στόμα και τα απέθεσε προ των ποδών του όπου τα θηράματα ήταν κουβάρα! Και τότε μόλις ο κ. Αποίκος αντιληφθείς με τι κυνηγόν είχε να κάμει έφυγε περίλυπος, χωρίς καν να προσφέρει το υπέσχημένο τσιγάρο εις τον κατάπληκτον και άναυδον κ. Λινάρδον. (Τρίβολος αρ. φύλλου 93/13-10-33)