Συνέντευξη της Μυρσίνης Καραΐσκου-Κώσση στον Πάνο Αναγνώστου (Μάρτιος 2001)
Απομαγνητοφώνηση και παρουσίαση δική μας
Μια ενδιαφέρουσα (μαγνητοφωνημένη) συζήτηση είχε το Μάρτιο του 2001 ο χωριανός μας συγγραφέας Πάνος Αναγνώστου με την παλιά γειτόνισσά του Μυρσίνη Καραΐσκου, σύζυγο του Αντώνη Κώσση. Θυμήθηκαν τα παλιά στη γειτονιά αλλά και ενδιαφέρουσες στιγμές της (ιστορικής) ζωής του χωριού μας.
Απ’ τη συζήτηση αυτή που ακούσαμε, ύστερα απ’ την ευγενική διάθεση της κασέτας απ’ τον κ. Αναγνώστου στη βιβλιοθήκη μας για αξιοποίηση, σταχυολογήσαμε και παρουσιάζουμε στη συνέχεια τα πιο ενδιαφέροντα σημεία.
Η Μυρσίνη ήταν ένα απ’ τα 7 παιδιά της οικογένειας του Στρατή Καραΐσκου. Ο πατέρας ήταν ο «αγρονόμος» της εποχής στο χωριό αλλά και κοινοτικός σύμβουλος. Τα τελευταία στη ζωή πέντε αδέλφια ήταν η Μυρσίνη (που τελικά πέθανε το 2004) ο Κώστας (τυφλός στο τέλος αλλά με ατέλειωτη παρακαταθήκη μνήμης των όσων συνέβησαν στο χωριό), ο Ζαφείρης, αγροφύλακας, που πέθανε σε ηλικία 58 ετών, η Βαγγελιώ (σύζυγος Δ. Καφαλούκου) που έφυγε σε ηλικία 73 ετών και ο Δημητρός (γνωστός με το όνομα «Καζέπ»), ιδιαίτερα κοντός αλλά δυναμικός, που πέθανε στα 70 του χρόνια.
Προπολεμικά η Μυρσινιώ και η αδελφή της Βαγγελιώ πήγαιναν στο μεροκάματο στις ελιές με αμοιβή 15 δρχ. όταν ο καφές στο καφενείο είχε 1 δρχ και η οκά το ψωμί 4,5 δρχ. Άλλη απασχόλησή τους, όταν ήταν κοριτσάκια, ήταν, την περίοδο του κυνηγιού –τότε που στα Βατερά κατέφθαναν πολλοί επιφανείς Μυτιληνιοί- να καθαρίζουν στην αμμουδιά τα ορτύκια που είχε χτυπήσει ο καθένας με πολύτιμο αντάλλαγμα 1 δρχ για όλη τη δουλειά η καθεμιά!
Στην κατοχή ο πατέρας της ήταν λαθρέμπορος τσιγάρων. Πήγαινε με τη δική του βάρκα, παρέα με το Δημοστή, στα Δωδεκάνησα και φόρτωναν πακέτα τσιγάρα και τσιγαρόχαρτα. Τόσο τακτικά έκανε τα ταξίδια του που απόκτησε και κοινωνικές σχέσεις με τους ντόπιους ώστε να βαφτίσει ένα παιδί. Όταν επέστρεφαν έκρυβαν τα κουτιά μέσα σε μια φτήνα που είχαν κρυμμένη μέσα στο χώμα κάτω απ’ το χαγιάτι, στο χώρο όπου έμεναν τα βόδια, ώστε η σκεπασμένη φτήνα να είναι καλυμμένη πάντα από κοπριά. Μια μέρα μάλιστα «πάτησαν» (έκαναν έρευνα) το σπίτι οι Γερμανοί ψάχνοντας κυρίως για όπλα ειδοποιημένοι από τον Πολιχνιάτη «Στσλάρ» και τον «Τσυριακέλ» χωρίς να καταφέρουν τίποτα. Τα λαθραία τα φορτώνονταν ξημερώματα και τα προωθούσαν στην Αγιάσο και σε άλλα χωριά. Στην κατοχή η οικογένειά της δεν πείνασε γιατί είχαν πολλά σπαρτά, «στάρια, κτσά, αρβύθια και ροβ» Εδώ δίνει και μια συνταγή μαγειρικής για το «πρασνό φαΐ» Κόβαμε «κρουμδουρές», τις τσιγαρίζαμε, προσθέταμε αρκετό μάλαθρο και στο τέλος αυγά! Ήταν απίθανο!
Θυμάται τη γριά Μαριγώ του Φρύσσα που είχε βγάλει τη φήμη ότι μάτιαζε με αποτέλεσμα να προσπαθούν να κρύψουν απ’ αυτήν κάθε επιτυχία και καλό. Θυμάται την Κατίνα (αδελφή του Πάνου Αναγνώστου, σύζυγο Πάνου Γεωργέλλη) η οποία μικρό κοριτσάκι τραγουδούσε πολύ ωραία και χόρευε διασκεδάζοντας τις γειτόνισσες και την οποία κάποιες στιγμές την προέτρεπαν να φύγει γιατί έβλεπε η Μαριγώ ή η Ζαχαρούδα. Αυτή δεν μάτιαζε αλλά ήταν πονεμένη γιατί ο γιος της (Γιάννης Λάσκαρης) αριστερών φρονημάτων ήταν σε εξορία και η γειτονιά συμπάσχουσα δεν ήθελε διασκεδάζει παρουσία της.
Ως μικρό παιδί ήταν και πειραχτήρι με θύμα το γέρο Μανώλη Μανώλα τον οποίο επισκέπτονταν στο μαγαζί του στον Πλάτανο και του έλεγε το δίστιχο «Μπρος στ’ Μανώλα τ’ν Αργαστήρα, κρέμιτει μια θυμιαστήρα» και ο εκνευρισμένος Μανώλας κατέφυγε στο σχολείο για να ανακαλύψει την μικρή δράστιδα. Η δασκάλα όμως (Πολιχνιάτισα) Αγγελική Κακάμπουρα, υποχρεωμένη καθώς ήταν γιατί η μικρή την πήγαινε με το γαϊδουράκι τους στον Πολιχνίτο, έκανε τα στραβά μάτια!
Στο τέλος της κατοχής είχε ενταχτεί όλη η οικογένειά της στο ΕΑΜ. «Στο ΕΑΜ ήμασταν όλοι μεις(1), ο πατέρας μου ήταν «βασιλικός» μια ζωή(2). Μαζευόμασταν όλο το χωριό, στη Τζίβα, στο χωράφι της Εκκλησίας για να μας ενημερώσουν. Άλλες πάλι φορές μαζευόμασταν μερικές γυναίκες σε σπίτια και έρχονταν για ενημέρωση.
Τη μέρα της απελευθέρωσης μαζεύτηκε όλο το χωριό στο Γραφείο της Κοινότητας. «Πήγαμε στο μπακάλικο του Βύρα και πήραμε κόκκινη μπογιά για τ’ αυγά και δώσ’ του και βάφαμε τα κοντάρια απ’ τις σημαίες. Γιατί εμείς ήμασταν στο ΕΑΜ, όχι κομμουνιστές, στο ΕΑΜ!» Τη μέρα αυτή μεταξύ των άλλων που μίλησαν απ’ το μπαλκόνι του Γραφείου ήταν και ένας παπάς απ’ την Αγιάσο ο οποίος φώναζε «σφάξιμο στα καθάρματα» (χωρίς να προσδιορίζει η ίδια ποια ήταν τα καθάρματα) Εδώ πρέπει να στεναχώρησε λίγο τον κ. Αναγνώστου που δε θυμόταν ότι εκείνος ήταν ο κύριος ομιλητής(3).
Το τέλος της συνομιλίας ήρθε με το «είπαμε πολλά και φτάνει …». Τότε ο κ. Αναγνώστου ρώτησε αν υπάρχει κανένας στην οικογένεια που διαβάζει για να τους φέρει ένα βιβλίο του με ιστορίες απ’ τη ζωή του. «Αγιουτκά έχ’; Γω μόνου αγιουτκά διαβάζω!» η απάντηση της κυρά Μυρσινιός. Οι άλλ’ έχουν τ’ς δλιές τους. Ε προυλαβαίνουν να διαβάζουν!»(4)
Συμπληρώσεις από τον Π. Αναγνώστου
(1). Στο ΕΑΜ ήταν όλοι της οικογένειας εκτός από τον Ζαφείρη. Μεγαλύτερη συμμετοχή είχαν ο Στρατής και ο Δημητρός, που είχαν στο τέλος σοβαρές περιπέτειες με τους μπουραντάδες.
(2). Αλλά όχι εναντίον του ΕΑΜ, το οποίο μάλιστα τον είχε τοποθετήσει πρόεδρο του «λαϊκού δικαστηρίου κτηματικών διαφορών»
(3). Τα γεγονότα της ημέρας της απελευθέρωσης περιγράφονται από τον Π. Αναγνώστου στο «Ημερολόγιο Κατοχής» ιδωμένα εκ των ένδον και άμεσα καταγραμμένα στο προσωπικό του Ημερολόγιο.
(4). Μεγάλη η απογοήτευση στο σημείο αυτό για τον Πάνο Αναγνώστου, αφού διαπίστωνε ότι το «Ημερολόγιο Κατοχής» που ετοιμαζόταν να εκδώσει δεν θα το διάβαζε ούτε η πιο αγαπητή του και επί χρόνια «νηπιαγωγός» του και γειτόνισσα!