Έργα και ημέρες του Κωσταντή
Ήταν ‘ελλειποβαρής’, ζούσε στο πατρικό σπιτάκι, στην έξοδο του χωριού προς τον Πολιχνίτο απέναντι από το ελαιοτριβείο Καλδή. Ήταν ο μόνος από τους ανθρώπους της ηλικίας του, που φορούσε βράκα (πιο κοντή και από δεύτερης ποιότητας πανί) από την καθιερωμένη. Με το πέρασμα των χρόνων τα δυο αδέλφια του, εγκατέλειψαν το πατρικό και έκαναν τις οικογένειες τους στα σπίτια των γυναικών τους. Στο μεταξύ, πέθανε κι ο πατέρας τους και ο Κωσταντής έμεινε κατάμονος. Αισθανόταν όμως την ανάγκη κάπου να σκοτώνει το χρόνο του κι αυτός. Αν περιοριζόταν σε δυο-τρεις κουβέντες (πειράγματα και βρωμόλογα που του έλεγαν κάποιοι περαστικοί) θα ήταν υπερβολικά φτωχή η ζήση του.
Έπαιρνε έτσι συχνά το δρόμο προς Πολιχνίτο ή και παραπέρα, παρά τις ρητές απαγορεύσεις των αδελφών του και έκανε εξερευνήσεις. Ανέκδοτα του:
1. Φτάνοντας κάποτε μέχρι τα Βασιλικά για εξερεύνηση, πήγε και στην εκκλησία (οι εκκλησίες ήταν η αδυναμία του). Αφού περιεργάστηκε εικονοστάσια κλπ, σκάλωσε και στο κωδωνοστάσιο και του ήρθε η ιδέα να χτυπήσει και την καμπάνα. Κάποιοι άνθρωποι πετάχτηκαν από τα σπίτια τους για να μάθουν τι έκτακτο συμβαίνει, αλλά καθώς κανείς δεν ήξερε να τους πει γιατί χτύπησε η καμπάνα, γύρισαν πίσω. Τούτο έγινε για δεύτερη και τρίτη φορά, μέχρι το αναπόφευκτο…να τον βρουν και να του τις βρέξουν για τα καλά! Το γούστο ήτανε, αν άκουγες από τον ίδιο να διηγείται το πάθημά του, με περηφάνια!.. Βρε ποιός χτύπησε την καμπάνα; ποιός χτύπησε την καμπάνα;…
-‘Γω, γέλουμ’
Και όταν την τρίτη φορά τον βρίσκουν και του τις βρέχουν άσχημα, εκείνος να επαναλαμβάνει πανομοιότυπα ‘να τσι τουτ, να τσι τναλλ… γω γέλουμ’.!
2.
Βόλτες εξερευνητικές έκανε και προς την αγορά του χωριού, αραιά και που. Περιεργαζόμενος ό,τι εκείνος θεωρούσε αξιόλογο ( αυτούς που έπαιζαν χαρτιά ή τάβλι π.χ ). Μια μέρα βλέπει και τον Στρατή Καραΐσκο που τύχαινε να είναι νονός του, να παίζει χαρτιά στου Γιωργέλλη και αισθάνεται ότι οι καλοί τρόποι επιβάλλουν να τον χαιρετήσει. Στέκεται λοιπόν στην πρέπουσα απόσταση και λέει συλλαβίζοντας αργά « τ ι –κανς –ρε –κιρατα -νουνέ;»!!
Γέλια βέβαια σπαρταριστά από την ομήγυρη και όσο για τον τιμητικά προσφωνηθέντα νονό… καλά και μην έπαιρνε σοβαρά την προσφώνηση: « Καλά Κωσταντή του λέει χαμογελαστά, εσύ τι κάνεις;»
– « Λέω κι γω, κιρατά νουνέ…» επαναλαμβάνει απτόητος ο Κωσταντής!
Υπεράσπιση
Ανόητο μεν, έχει την εξήγησή του όμως, κατά τη γνώμη μου.
Τον ίδιο, κανείς δεν τον έλεγε με το όνομά του. Τι κάνεις ‘ρε κερατά’ τον προσφωνούσαν. Ε! δε χρειαζόταν περισσότερο για να πιστέψει ο άνθρωπος ότι το κερατάς είναι τίτλος προσφώνησης…
3.
Η νύφη του που τον φιλοξενούσε, εκείνη την εποχή, του αναθέτει να κάνει διάφορες μικροδουλειές (χουσμέτια) που ήταν μες τις δυνατότητές του.
Μια μέρα του έδωσε να πάει σε μια κουμπάρα της που γιόρταζε, ένα πιάτο ‘σαμσάδες’, με ρητές οδηγίες βέβαια να προσέχει, αλλά και να μην μπει στον πειρασμό να φάει κανένα κομμάτι στο δρόμο. – «Τα ‘χω μετρημένα καημένε» . Έτσι οι ‘σαμσάδες’ πήγαν σωστά κατά αριθμό, μόνο που, από τον καθένα έλειπε μια γωνία!
4.
Τ’ αυγά ήταν για πολλούς χωριανούς της εποχής εκείνης, πολυτελής τροφή και η νύφη του δεν έκανε χαλάλι να δίνει και σε ‘κείνον κανένα.
Ο δυστυχής θα το ‘χε μέσα του παράπονο, αλλά δεν το ‘λεγε καθώς ο λόγος του ήξερε ότι δεν είχε πέραση… Κάποτε όταν είδε τη νύφη του, να μαγειρεύει αβγά, πέταξε ένα λόγο.. «Γω δε τρώγου αβγά». Άλλο που δεν ήθελε η νύφη του, για να μην έχει τύψεις…το λόγο τούτο επανέλαβε και δεύτερη και τρίτη φορά, οπότε εκείνη έκανε πως ενδιαφέρεται για την ‘ιδιοτροπία ‘ του αυτή και τον ρώτησε -‘Εμ, γιατί πια, συ δεν τρως καθόλ τ’ αυγά; Ούλους ου κόσμος…
– Γι α τ ί δ ε ν μ ο υ δ ί ν ε ι ς!! ήταν η τσουχτερή ατάκα του.