Κάποτε το πανηγύρι, όπως και πολλά άλλα, ήταν εντελώς διαφορετικό. Σας μεταφέρω προσωπικές μνήμες, για να θυμηθούν οι μεγάλοι και να “δουν” μια αλλοιώτικη …ζωή οι νέοι.
Οι “μόνιμοι” παραθεριστές των Βατερών “κατέβαιναν” στα Βατερά την παραμονή του πανηγυριού. Φόρτωναν στο γαϊδούρι τα απαραίτητα και μετακόμιζαν στη “φριτζα”. Αυτή ήταν καλύβα από καλαμιές (σάζι), ροδαφνίδες και πευκόκλαδα. Βελτιωμένη έκδοσή της ήταν η παράγκα. (όχι του ποδοσφαίρου). Αυτή ήταν καμωμένη από λεπτά σανίδια (τενεκέδες) πεύκου.
Στο πανηγύρι συμμετείχαν και όσοι δεν είχαν ¨καθ’σιά” στα Βατερά. Όταν λέγαμε τότε Βατερά εννοούσαμε την περιοχή απ’ το “Μύλο” μέχρι το μινι μάρκετ του Χαρίλου. Όλοι την άραζαν στην αμμουδιά γιατί τα δυο – τρία καφενεία δεν χωρούσαν το κόσμο. Τα κεφτεδάκια ήταν το κυρίως πιάτο με λίγο τυρί και κανένα αυγό για συνοδευτικό, μαζί με βατεριανές τομάτες βέβαια. Η “βόλτα”, το περπάτημα δηλαδή πάνω κάτω στην παραλία έδινε και έπαιρνε και μεις, η μαρίδα, σκάβοντας υπόγεια την άμμο, φτιάχναμε “παγίδες” και περιμέναμε πως και πως να πέσει κανένα “πόδι” μέσα!!! Οι τυχεροί απολάμβαναν και τη βαρκάδα τους, όταν δε φυσούσε το μελτέμι. Το κολύμπι δεν το συνιστούσαν “γιατί τα Γιούλια κάποιος θα κινδύνευε να πνιγεί!!!”
“Πανηγυριώτικα παιχνίδια” βέβαια δεν υπήρχαν, αλλά υπήρχαν … παγωτά. Στα κινούμενα πάνω σε ποδήλατο ψυγεία πάγου (ηλεκτρικό ρεύμα δεν υπήρχε) υπήρχαν -στη μετά του “κασάτου” εποχή- δυο ειδών παγωτά, τα ξυλάκια βανίλια και σοκολάτα. Είτε απ’ το μπαμπά είτε απ’ το νονό -μέρα που ήταν- εξοικονομούσαμε μια δραχμή για να απολαύσουμε το παγωτό μας και ύστερα να επιδοθούμε στη συλλογή των “απορριμμάτων” τους …για “ανακύκλωση!!! Τα ξυλάκια τα μαζεύαμε και φτιάχναμε πλεκτές σχάρες και τα χάρτινα σακουλάκια της συσκευασίας τους τα γεμίζαμε με άμμο και φτιάχμανε πολεμοφόδια για τον επικείμενο πόλεμο στον οποίο επιδιδόμασταν αφού πρώτα χωριζόμασταν σε δυο ομάδες. Ο πόλεμος είχε μεγαλύτερο ενδιαφέρον αν πάνω στην παραλία υπήρχαν σωροί από δεμάτια (μπάλες) άχυρο ή χοντρούς κορμούς πεύκων (για τα καμίνια) που ξεφόρτωναν τα καϊκια. Τότε φτιάχναμε και τα οχυρά μας με τις πολεμίστρες. Σε πιο ειρηνικές εποχές η αμμουδιά ήταν γεμέτη από σωρούς καρπούζια που έφερναν τα καϊκια.
Στα κεφενεία οι μουσικές κομπανίες -χωρίς ενισχυτές και μεγάφωνα- άρχιζαν νωρίς με τη “μαντουβάλα”, τη “μπαρμπαριά” και τη “γατούλα”. Η βατεριανή κομπανία του Νικολαίδη είχε τον πρώτο λόγο. Ο χορός κρατούσε μέχρι το πρωί, οπότε έστηναν “τσόλια” (κουρελούδες) για να κόβουν τον ήλιο και να συνεχιστεί το γλέντι. Εμείς φεύγαμε βέβαια νωρίς σχετικά για ύπνο αλλά η γλυκύτητα της μουσικής, όπως ακούγονταν στη “φρίτζα” δεν σβήνει από μέσα μας.
wraies anamniseis mou eferes xronia pisw………Pws mporoume na tis xanazisoume
pali?……..