Ο Π. Αναγνώστου θυμάται!

 

Περί Λονδίνου

 

Πολλά άλλαξαν στην καθημερινότητά μας, αν όχι όλα,  με την απελευθέρωση του νησιού μας από τους Γερμανούς, το Σεπτέμβριο του ’44. Το πιο ‘ηχηρό’ ήταν ότι ξανάρχισε η ενημέρωσή μας για το τί συμβαίνει στον κόσμο από τον οποίο είχαμε αποκοπεί πλήρως θα έλεγα από τότε που σκλαβωθήκαμε:

      Το μοναδικό προπολεμικό ραδιόφωνο του χωριού ( εκείνο της ‘λέσχης’ μας ) το είχαν κατάσχει  οι Γερμανοί και μόνο μετά τη φυγή τους, το πήραμε πίσω.   Το στήσαμε ξανά στη λέσχη, το βάζαμε στη διαπασών την ώρα των βραδινών  ειδήσεων και ο κόσμος -για πρώτη φορά και αρκετές γυναίκες!- γέμιζε το μπροστά στη λέσχη τρίστρατο, για ν’ ακούσει το σήμα του δικού μας (από προπολεμικά) μοναδικού σταθμού, με υπόκρουση   τα κουδούνια και τη φλογέρα  του τσομπανάκου, (τσομπανάκος ήμουνα, προβατάκια φύλαγα).

Τώρα τί καταλάβαιναν οι χωριανοί μας από τον καταιγισμό στην κυριολεξία των ειδήσεων που άκουγαν, όταν αυτές ήταν γεμάτες από ονόματα ξένων πόλεων, χωριών, ποταμών κλπ. είναι άλλο πράγμα: Τίποτα, κατά την κρίση μου για το μέσο χωριανό, αλλά  και για τους κάπως γραμματιζούμενους ακόμα. Έμενε όμως σ’ όλους η ικανοποίηση ότι είχαν ‘ακούσει’ τα νέα και ότι πάμε ‘καλά’ σ’ όλα τα μέτωπα και  ακόμα η ικανοποίηση ότι γυρίζοντας στις γειτονιές τους γινόταν το επίκεντρο ενδιαφέροντος εκείνων που δεν είχαν κατεβεί για ν’ ακούσουν με τα ίδια τους τ’ αυτιά τις ειδήσεις.. κρεμόντουσαν τώρα από τα χείλη αυτών που τις άκουσαν…

1.

Στο Βελή λαγκάδι ο γυναικόκοσμος που δεν είχε κατεβεί μέχρι τη λέσχη για ν’ ακούσει, περίμενε πως και πως τον πρώτο γείτονα που θα ανέβαινε απ’ τον Πλάτανο για να μάθουν τα νέα, από δεύτερο έστω χέρι. Η ώρα όμως περνούσε χωρίς κανείς να φαίνεται ν’ ανεβαίνει ( είχε φαίνεται μεγαλύτερη διάρκεια το δελτίο, εκείνη την ημέρα ). Κάποτε βλέπουν ένα καραντί να ανεβαίνει, ήταν η Μχάλς, ένας νεαρός με ιδιορρυθμίες –στραβισμό, παράξενη ομιλία, κλπ-, στην αναβροχιά όμως, καλό και το χαλάζι! Βροχή οι ερωτήσεις μόλις πλησιάζει: αν ήταν στη λέσχη, αν άκουσε τις ειδήσεις…

         Μπα, απαντά μονολεκτικά, εκείνος.

Αυτοστιγμεί του κάνουν μια θέση στο κέντρο της σύναξης τους, συν ένα μαξιλάρι για να καθίσει και κρεμάζονται  απ’ τα χείλη του. Πώς ν’ αρνηθεί ο Μιχάλης που για πρώτη φορά στη ζωή του, γινόταν επίκεντρο ενδιαφέροντος (και μάλιστα, τόσο θερμού);!

         « Στ’ν αρχή παίξαν τα κδουνέλια» λέει, εννοώντας το σήμα του σταθμού.

         Ύστερα βρε, ύστερα…λένε ανυπόμονα οι γυναίκες.

          «Ύστερα είπι, εδώ Λονδίνο…»

         Παρακάτω βρε, παρακάτω..

         «Ύστερα είπι..  Αγγλία…Γαλλία…Γερμανία…»

         Άλλο βρε…τι άλλο είπε;

          « Είπι τσι καμπόσα άλλα, αμ δε τα θμάμι τσι ούλα…»

Ένα μυαλό το ‘χε ο άνθρωπος κι αυτό …σιτεμένο τρία χρόνια τώρα από την ασιτία της κατοχής.

 

2. Χαρακτηριστικό (ακραίο αυτό), του τί καταλάβαιναν απ’ το ραδιοφωνικό χείμαρρο οι απλοί χωριανοί, το ακόλουθο:

Ο μπάρμπα Στρατής –κάποιας ηλικίας- δεν καταλαβαίνει τίποτα, θαυμάζει όμως τον εκφωνητή του σταθμού με την καθάρια δυνατή φωνή, που δείχνει να ξέρει τόσα πολλά πράγματα και να θυμάται τόσα ονόματα, χωρίς ποτέ να μπερδεύεται.

« Πρέπει να ‘ναι πάρα πολύ σπουδαίος…να ‘χει πολύ μεγάλη θέση… αυτός ο Λονδίνος…» σκέφτεται « εκτός αν   Λονδίνο είναι ο τόπος από τον οποίο μιλά. και όχι εκείνος που τα λέει…».

Κάποια μέρα, την ώρα της αποχώρησης μετά το τέλος του δελτίου, πλησιάζει ένα συγγενή του και κοιτάζοντας στα πλάγια του, μη τυχόν και τον ακούσουν κι άλλοι ρωτά με τρόπο.

« Δε μη λες κμπάρι, εύτους η Λουνδίνους π’λεν, Χουριό είνι για Βασ’λές

 

Το άκουσε και το διέσωσε ο μακαρίτης Χαρίλαος Ι. Ιατρέλλης.

 

Υπεράσπιση

Δεν είναι όλα αρνητικά στον αφελέστατο τούτο λόγο, του μακαρίτη συγχωριανού μας. Δεν ξέρει τι είναι το Λονδίνο δικαιολογημένα αφού δεν του δόθηκε ποτέ η ευκαιρία να το μάθει, κάνει όμως μόνος του σκέψεις για το τί πρέπει να είναι…πράγμα που οι άλλοι του επιπέδου του δεν το κάνουν.

Εξάλλου εκείνο που τελικά υποθέτει, δεν είναι εντελώς κουτό, όπως εκ πρώτης όψεως ακούγεται: Αφού Λονδίνο πρέπει να είναι κατά την κρίση του ή ο τόπος απ’ τον οποίο μιλά ο εκφωνητής ή ο ίδιος, που όμως πρέπει να είναι (για να ξέρει τόσα πολλά πράγματα και κάθε μέρα καινούργια) κορυφαίος, ο πιο πάνω απ’ όλους…βασιλιάς, ας πούμε!

Άρα και το μυαλό του δουλεύει και αρκετή περιέργεια διαθέτει και επιθυμία να συμπληρώνει τις γνώσεις του και τολμά να ρωτά!

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Δημοσιεύθηκε στην Κοινωνική ζωή, Ψηφίδες Ιστορίας. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.