Απόσπασμα από το βιβλίο “Οι Αιώνες της Λέσβου” του Κωστή Στεφάνου βασισμένο σε αφηγήσεις του παππού του Πάνου Καραμάνου:
“Το λάδι συγκεντρώνεται μυστικά στη Βρίσα από πολλές περιοχές του νησιού (αναφέρεται η μεταφορά του με μουλάρια από τον Πολυχνίτο, Αγιάσο, κλπ) και συσκευάζεται σε σιδερένια βαρέλια. Κατόπιν τα βαρέλια μεταφέρονται με ευθύνη του προέδρου της Κοινότητος Πάνου Καραμάνου στην παραλία των Βατερών και κρύβονται μέσα στις λυγαριές από το Λαγκάδι και μέχρι το καμίνι του Χαχαδάκη. Όταν ο χρόνος επαρκεί και κυρίως το καλοκαίρι λόγω των μεγάλων θερμοκρασιών, θάβονται στην άμμο για αρκετές ημέρες σε ομάδες των 2-3 βαρελιών χωρίς κανένα εξωτερικό σημάδι παρά μόνο με διοπτεύσεις κατά τον ναυτικό τρόπο.
Τα βαρέλια με τα λάδια συνόδευαν συχνά οι Βρισαγώτες Κωστής Παρασκευάς, Γεώργιος Κρουσταλιός και Νίκος Μαρινέλλης. Ο τελευταίος μάλιστα είχε βαπτίσει κι ένα παιδάκι στην Αμουλιανή.
Σημασία έχει ότι έτσι το χωριό στην Κατοχή δεν “πείνασε”.
1943 μ.Χ.Ιούνιος,Κυριακή,Πρωί
► Κάτοικος της Βρίσας καταδίδει στο Γερμανικό φυλάκιο του Πολυχνίτου το “λαθρεμπόριο” που γίνεται με την Αμουλιανή. Οι Γερμανοί στέλνουν το καταδιωκτικό σκάφος που έδρευε στη Σκάλα Πολυχνίτου, στα Βατερά και αρχίζουν να ερευνούν για τα κρυμμένα βαρέλια. Τρυπούν την άμμο με μακριές βέργες αλλά η τύχη και οι γενικές πληροφορίες που είχαν δεν τους βοηθούν και τελικά αφήνουν έναν στρατιώτη να κατασκηνώσει για το υπόλοιπο της ημέρας πάνω σε έναν θαμμένο σωρό. Οι προσευχές των κατοίκων που τους παρακολουθούν αγωνιώντας εισακούονται και νωρίς το απόγευμα αναχωρούν. Μόλις φεύγουν, ξεπροβάλει από την πλευρά του Πλωμαρίου το Αμουλιανό καΐκι ενώ όλοι οι κάτοικοι των Βατερών κατεβαίνουν στην άμμο και αρχίζουν να ξεθάβουν τα κρυμμένα βαρέλια. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο το καΐκι έχει φορτωθεί και η άμμος έχει και πάλι ισοπεδωθεί. Το θλιβερό αυτό αλλά άκρως «ελληνικό» περιστατικό δεν στάθηκε ικανό να διακόψει την ανταλλαγή των ζωτικών αυτών προϊόντων που συνεχίστηκε σε όλη τη διάρκεια του υπολοίπου της κατοχής.





