Από το σημειωματάριο του Μιλτιάδη Σάκκη (τέλος του 19ου αιώνα)
Αν εσύ με λησμονήσεις θα με κάνεις δυστυχή, κι η ζωή μου εις τον Άδην πρόωρα θα μεταβή.
Πονώ και αν ευρίσκετο κανείς να μ’ ερωτήσει αν ήθελα ο πόνος μου καλύτερα να σβήσει, ουχί θ’ αποκρινόμουνα με μάτια βουρκωμένα γιατί μ’ αρέσει να πονώ, αφού πονώ για σένα!
“Πες μου λουλούδι του βουνού και των ανθών καμάρι” είπεν η Πούλια ¨Σταυραετέ είδες τη φύση την καλή ανθό με τέτοια χάρι;”
Ω! έλα κόρη μου, έλα άγγελε του ουρανού, Αμαρυλίς ωραία, λουλούδι του βουνού
Μ’ αρέσει να τρώγω, να πίνω, να χορεύω, να μεθώ, να κυνηγώ καστανομάτες, έτσι θέλω τον καιρό μου να περνώ!
Δεν σε λησμόνησα, δεν μ’ αφήνει το προς σε πάθος μου να λησμονώ, μες την καρδιά μου είσαι και χύνεις φαρμάκι τώρα τόσον καιρό.
Δεν σε λημνόνησα και το γνωρίζεις πως σε αγάπησα και σ’ αγαπώ, το βλέπεις μόνος σου σα μ’ αντικρύζεις μ’ αυτά τα μάτια μου στο μαρτυρώ.