4. Μιχαλιός κατά Μικέ
Ξέχωρος τύπος ο Μιχαλιός.( το επίθετό του δεν το μάθαμε ποτέ) Ήρθε πρόσφυγας κατά το διωγμό, χωρίς οικογένεια. Τα δυο απαραίτητα για την επιβίωση του, δουλειά, στέγη και ένδυση τα βρήκε μια κι έξω αφού εντάχθηκε σε μια οικογένεια. Μιλούσε καθαρά ελληνικά (όχι την ντοπιολαλιά), γινόταν παιδί με τα παιδιά και δεν δίσταζε να λέει την αλήθεια έναντι όλων, ίσια και ντόμπρα. Καθώς του άρεσε να ακούει και να μαθαίνει, στο καφενείο έστηνε αυτί, άκουγε και τύπωνε… Παραμυθάς ο ίδιος, ήθελε να ακούει ιστορίες και παραμύθια και από άλλους. Όταν έμαθε ότι στον Παράδεισο συχνάζει ένας που διηγιόταν αληθινές ιστορίες με περιπέτειες του, βρήκε τρόπο να πάει να τον ακούσει, έστω για μια φορά.
-Με συγχωρείτε κύριε Μικέ μου, (λέει μόλις τέλειωσε την πρώτη ιστορία του κι άρχιζε απνευστί τη δεύτερη) τα τελευταία που μας είπες, δεν τα κατάλαβα καλά… Όταν είχε βάλει νερά το καΐκι σας και κόντευε να βουλιάξει από τη μεγάλη φουρτούνα, εσύ παλικαράκι ακόμα πήδηξες μέσα στ’ αμπάρι κι από κει άρπαζες τα σακιά με την άμμο (έρμα) και τα πετούσες πάνω από την κουπαστή απ’ ευθείας στη θάλασσα?… Ε λοιπόν αυτό εγώ δεν το πιστεύω! Εσύ λέεεγε τα !Λέγε τα για τα παιδάκια…! Εγώ πάντως δεν τα πιστεύω}Πονηρά κρυφοχαμόγελα στην ομήγυρη που αρχίζει να διαλύεται και ένα δήθεν χαμόγελο από το Μικέ που βέβαια δεν συνεχίζει για κείνη τη μέρα τουλάχιστον..